Anonymous

βάμμα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ατος (τό) :<br />teinture.<br />'''Étymologie:''' [[βάπτω]].
|btext=ατος (τό) :<br />teinture.<br />'''Étymologie:''' [[βάπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βάμμα''': τὸ, ([[βάπτω]]) ἐκεῖνο, ἐν ᾧ τι βάπτεται, βυθίζεται, [[βαφή]], [[χρῶμα]], Πλάτ. Νόμ. 956Α · [[βάμμα]] Σαρδιανικόν, Κυζικηνικόν, ἴδε [[βάπτω]] 1. 2 · ― β. λευκώματος, λευκὴ [[βαφή]], Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 49. ΙΙ. [[ἔμβαμμα]] (σάλτσα), [[καρύκευμα]], Νίκ. Θ. 622, κτλ.
|elnltext=[[βάμμα]] -ατος, τό [[βάπτω]] waar je iets in doopt: verf(bad), tint:. [[ἵνα]] μή σε βάψω [[βάμμα]] Σαρδιανικόν opdat ik je niet Sardisch rood verf (nl. door te slaan) Aristoph. Ach. 112.
}}
{{elru
|elrutext='''βάμμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[красящее вещество]], [[краситель]], [[краска]] (χρώματα καὶ βάμματα Plut.): β. Σαρδιανικὸν βάψαι τινά ирон. Arph. окрасить кого-л. в сардинскую краску, т. е. избить до крови;<br /><b class="num">2)</b> [[крашеная ткань]] Plat.;<br /><b class="num">3)</b> [[окраска]], [[цвет]] . λευκώματος Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''βάμμα:''' -ατος, τὸ ([[βάπτω]]), υλικό μέσα στο οποίο βυθίζεται [[κάτι]], [[βαφή]], [[χρώμα]], σε Πλατ.· βλ. [[βάπτω]].
|lsmtext='''βάμμα:''' -ατος, τὸ ([[βάπτω]]), υλικό μέσα στο οποίο βυθίζεται [[κάτι]], [[βαφή]], [[χρώμα]], σε Πλατ.· βλ. [[βάπτω]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βάμμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[красящее вещество]], [[краситель]], [[краска]] (χρώματα καὶ βάμματα Plut.): β. Σαρδιανικὸν βάψαι τινά ирон. Arph. окрасить кого-л. в сардинскую краску, т. е. избить до крови;<br /><b class="num">2)</b> [[крашеная ткань]] Plat.;<br /><b class="num">3)</b> [[окраска]], [[цвет]] (β. λευκώματος Arst.).
|lstext='''βάμμα''': τὸ, ([[βάπτω]]) ἐκεῖνο, ἐν ᾧ τι βάπτεται, βυθίζεται, [[βαφή]], [[χρῶμα]], Πλάτ. Νόμ. 956Α · [[βάμμα]] Σαρδιανικόν, Κυζικηνικόν, ἴδε [[βάπτω]] 1. 2 · ― β. λευκώματος, λευκὴ [[βαφή]], Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 49. ΙΙ. [[ἔμβαμμα]] (σάλτσα), [[καρύκευμα]], Νίκ. Θ. 622, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βάμμα]] -ατος, τό [[βάπτω]] waar je iets in doopt: verf(bad), tint:. [[ἵνα]] μή σε βάψω [[βάμμα]] Σαρδιανικόν opdat ik je niet Sardisch rood verf (nl. door te slaan) Aristoph. Ach. 112.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj