Anonymous

βούλευσις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=εως (ἡ) :<br />délibération, consultation.<br />'''Étymologie:''' [[βουλεύω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />délibération, consultation.<br />'''Étymologie:''' [[βουλεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βούλευσις''': -εως, ἡ, [[ἀπόφασις]] μετὰ σκέψιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 12. ΙΙ. ὡς Ἀττ. δικαν. ὅρος, 1) ἐπιβουλὴ κατὰ τῆς ζωῆς τινος. 2) ἡ παρὰ τὸ δίκαιον [[ἐγγραφή]] τινος μεταξὺ τῶν ὀφειλετῶν τοῦ δημοσίου, γραφὴ (ἢ [[δίκη]]) τῆς βουλεύσεως, [[καταγγελία]] διὰ τὸ τοιοῦτον [[ἔγκλημα]], Δημ. 778. 19., 792. 2, Ἀριστ. Πολιτ. 57. 59. Ἁρπ. ἐν λ.
|elnltext=[[βούλευσις]] -εως, ἡ [[βουλεύω]] overleg, het beraadslagen, beraadslaging.
}}
{{elru
|elrutext='''βούλευσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[обсуждение]], [[рассмотрение]] (φαίνεται μὲν [[ζήτησις]] οὐ [[πᾶσα]] εἶναι β., ἡ δὲ β. [[πᾶσα]] [[ζήτησις]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> юр. злоумышление: βουλεύσεως [[δίκη]] или [[γραφή]] Dem., Arst.; судебный процесс по обвинению в покушении на жизнь или в заведомо обманном внесении (кого-л.) в списки государственных недоимщиков.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''βούλευσις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[απόφαση]] [[κατόπιν]] σκέψεως, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> ως [[νομικός]] όρος, παράνομη [[εγγραφή]] ενός πολίτη [[ανάμεσα]] στους οφειλέτες του Δημοσίου, σε Δημ.
|lsmtext='''βούλευσις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[απόφαση]] [[κατόπιν]] σκέψεως, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> ως [[νομικός]] όρος, παράνομη [[εγγραφή]] ενός πολίτη [[ανάμεσα]] στους οφειλέτες του Δημοσίου, σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βούλευσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[обсуждение]], [[рассмотрение]] (φαίνεται ἡ μὲν [[ζήτησις]] οὐ [[πᾶσα]] εἶναι β., ἡ δὲ β. [[πᾶσα]] [[ζήτησις]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> юр. злоумышление: βουλεύσεως [[δίκη]] или [[γραφή]] Dem., Arst.; судебный процесс по обвинению в покушении на жизнь или в заведомо обманном внесении (кого-л.) в списки государственных недоимщиков.
|lstext='''βούλευσις''': -εως, , [[ἀπόφασις]] μετὰ σκέψιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 12. ΙΙ. ὡς Ἀττ. δικαν. ὅρος, 1) ἐπιβουλὴ κατὰ τῆς ζωῆς τινος. 2) παρὰ τὸ δίκαιον [[ἐγγραφή]] τινος μεταξὺ τῶν ὀφειλετῶν τοῦ δημοσίου, γραφὴ (ἢ [[δίκη]]) τῆς βουλεύσεως, [[καταγγελία]] διὰ τὸ τοιοῦτον [[ἔγκλημα]], Δημ. 778. 19., 792. 2, Ἀριστ. Πολιτ. 57. 59. Ἁρπ. ἐν λ.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βούλευσις]] -εως, ἡ [[βουλεύω]] overleg, het beraadslagen, beraadslaging.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[deliberation]], Arist.<br /><b class="num">II.</b> the [[wrongful]] [[enrolment]] of a [[person]] [[among]] the [[public]] debtors, Dem.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[deliberation]], Arist.<br /><b class="num">II.</b> the [[wrongful]] [[enrolment]] of a [[person]] [[among]] the [[public]] debtors, Dem.
}}
}}