βούλευσις

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούλευσις Medium diacritics: βούλευσις Low diacritics: βούλευσις Capitals: ΒΟΥΛΕΥΣΙΣ
Transliteration A: boúleusis Transliteration B: bouleusis Transliteration C: voylefsis Beta Code: bou/leusis

English (LSJ)

βουλεύσεως, ἡ,
A deliberation, Arist.EN1112b22.
II as Att. law-term,
1 conspiracy against life, Arist.Ath.57.3; against property, Hyp.Ath. 18.
2 wrongful retention on the list of state debtors of the name of one who has paid his debt, D.25.28 and 73, Arist.Ath.59.3.

Spanish (DGE)

βουλεύσεως, ἡ
I deliberación φαίνεται ... ἡ ... ζήτησις οὐ πᾶσα εἶναι β., οἷον αἱ μαθηματικαί Arist.EN 1112b22.
II jur. como término legal aten.
1 premeditación o bien provocación o instigación en los delitos de homicidio o intento de homicidio, Is.Fr.14, Din.15.2, Arist.Ath.57.3, Harp.s.u. βουλεύσεως, Poll.6.179
en delitos contra la propiedad, Hyp.Ath.18.
2 inscripción o mantenimiento indebido en la lista de deudores públicos de alguien que ha pagado su deuda, D.25.28, 71, 73, Arist.Ath.59.3, IG 22.1631.394 (IV a.C.), Harp.l.c., Poll.8.88.

German (Pape)

[Seite 457] ἡ, 1) die Beratung, als engerer Begriff der ζήτησις untergeordnet, Arist. Eth. Nic. 3, 5. – 2) βουλεύσεως δίκη, nach Harpocr., Klage, a) wegen vorsätzlichen Mordes, Dem. 25, 28. – b) wegen unrechtmäßigen Einschreibens in die öffentlichen Schuldregister, daß Einer vorsätzlich solche Fälschung begangen, βουλεύσεως διώκειν, αἱρεῖν τινα, Dem. 25, 72. 73.

French (Bailly abrégé)

βουλεύσεως (ἡ) :
délibération, consultation.
Étymologie: βουλεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βούλευσις βουλεύσεως, ἡ βουλεύω overleg, het beraadslagen, beraadslaging.

Russian (Dvoretsky)

βούλευσις: βουλεύσεως ἡ
1 обсуждение, рассмотрение (φαίνεται ἡ μὲν ζήτησις οὐ πᾶσα εἶναι β., ἡ δὲ β. πᾶσα ζήτησις Arst.);
2 юр. злоумышление: βουλεύσεως δίκη или γραφή Dem., Arst.; судебный процесс по обвинению в покушении на жизнь или в заведомо обманном внесении (кого-л.) в списки государственных недоимщиков.

Greek Monolingual

βούλευσις, η (Α) βουλεύω
1. σκέψη, προσεκτική εξέταση, μελέτη
2. (ως αττικός δικανικός όρος) α) επιβουλή κατά της ζωής κάποιου
β) η κατά λάθος διατήρηση στον κατάλογο των οφειλετών του δημοσίου του ονόματος κάποιου που έχει πληρώσει το χρέος του.

Greek Monotonic

βούλευσις: βουλεύσεως, ἡ,
I. απόφαση κατόπιν σκέψεως, σε Αριστ.
II. ως νομικός όρος, παράνομη εγγραφή ενός πολίτη ανάμεσα στους οφειλέτες του Δημοσίου, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

βούλευσις: βουλεύσεως, ἡ, ἀπόφασις μετὰ σκέψιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 12. ΙΙ. ὡς Ἀττ. δικαν. ὅρος, 1) ἐπιβουλὴ κατὰ τῆς ζωῆς τινος. 2) ἡ παρὰ τὸ δίκαιον ἐγγραφή τινος μεταξὺ τῶν ὀφειλετῶν τοῦ δημοσίου, γραφὴ (ἢ δίκη) τῆς βουλεύσεως, καταγγελία διὰ τὸ τοιοῦτον ἔγκλημα, Δημ. 778. 19., 792. 2, Ἀριστ. Πολιτ. 57. 59. Ἁρπ. ἐν λ.

Middle Liddell

I. deliberation, Arist.
II. the wrongful enrolment of a person among the public debtors, Dem.

Translations

conspiracy

Afrikaans: sameswering; Albanian: përbetim; Arabic: مُؤَامِرَة, مُوَاطَأَة; Armenian: դավադրություն; Azerbaijani: sui-qəsd; Belarusian: змова; Bulgarian: заговор, съзаклятие, конспирация; Catalan: conspiració; Chinese Mandarin: 陰謀, 阴谋; Czech: spiknutí; Danish: konspiration, sammensværgelse; Dutch: samenzwering, samenspanning; Esperanto: konspiro; Estonian: vandenõu; Finnish: salaliitto, vehkeily; French: conspiration, complot; Galician: conspiración; Georgian: შეთქმულება, კონსპირაცია; German: Verschwörung, Konspiration; Greek: συνωμοσία, δολοπλοκία; Ancient Greek: βούλευσις, ἐπιβουλή, κοινοπραγία, ξυνωμοσία, ξυνώμοτον, ξύστασις, ὁμόπνοια, σκευή, συμπνευσμός, συνεργία, συνωμοσία, συνώμοτον, συστασία, σύστασις, φατρία, τὸ συνεστηκός, τὸ ξυνιστάμενον, φατριασμός, φρατριασμός; Hebrew: קְנוּנִיָה, קֶשֶׁר; Hindi: साज़िश, साजिश; Hungarian: összeesküvés, konspiráció; Icelandic: samsæri; Indonesian: konspirasi; Irish: comhcheilg, comhchogar; Italian: cospirazione; Japanese: 密議, 陰謀; Korean: 음모(陰謀); Kyrgyz: кутум; Latin: coniuratio; Latvian: sazvērestība; Macedonian: заговор, завера; Malay: konspirasi; Malayalam: ഗൂഢാലോചന; Maori: kara, kakai; Marathi: कट; Norman: compliot; Norwegian Norwegian Bokmål: konspirasjon; Norwegian Nynorsk: konspirasjon; Old English: facengecwis; Persian: دسیسه‌چینی, توطئه; Polish: spisek, konspiracja, knucie, zmowa, podziemie; Portuguese: conspiração, complô; Romanian: conspirație; Russian: заговор, сговор; Scottish Gaelic: comh-rùn; Serbo-Croatian Cyrillic: за̑вера, за̑вјера, у̀рота; Roman: zȃvera, zȃvjera, ùrota; Slovak: sprisahanie, spiknutie; Slovene: zarota; Spanish: conspiración, contubernio; Swahili: njama class; Swedish: komplott, konspiration; Tagalog: sabwatan; Telugu: కుట్ర; Turkish: desise, kumpas, muamere; Ukrainian: змова