Anonymous

γραῖα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας;<br />vieux, vieille ; ἡ [[γραῖα]] vieille femme.<br />'''Étymologie:''' fém. de *γραῖος, c. [[γεραιός]] ; cf. [[γραῦς]].
|btext=ας;<br />vieux, vieille ; ἡ [[γραῖα]] vieille femme.<br />'''Étymologie:''' fém. de *γραῖος, c. [[γεραιός]] ; cf. [[γραῦς]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''γραῖα''': Ἰων. καὶ Ἐπ. γραίη,ἡ,παρ᾿ ἡμῖν«γρῃά», θηλ. τοῦ [[γέρων]] (ἴδε γεραιά), Ὀδ. Α.438,Σοφ. Τρ.870, συχν. παρ᾿ Εὐρ. [[ὡσαύτως]] μετ᾿ οὐσιαστ.,γραῖαι δαίμονες, ἐπὶ τῶν Εὐμενίδων,Αἰσχύλ. Εὐμ. 150, πρβλ. 69. 2) ὡς ἐπίθ. ἐν ταῖς πλαγ. πτώσεσι (πρβλ. [[γέρων]]),ἐπὶ πραγμάτων, [[παλαιός]],γραίας ἐρείκης ὁ αὐτ.Ἀγ. 295· γραίας ἀκάνθας Σοφ. Ἀποσπ.748· γραῖαν ὠλένην Εὐρ. Ἴωνι 1213· γραίᾳ χερὶ ὁ αὐτ .Ἑκ. 877· γραῖαν πηρᾶν Θεόκρ. 15. 19, πρβλ. W üstem. εἰς 7.126([[ἔνθα]] γραία). 3) Γραῖαι,αἱ,θυγατέρες τοῦ Φόρκυος καὶ τῆς Κητοῦς ἔχουσαι καλὰ μὲν πρόσωπα,ἀλλὰ κόμην πολιὰν ἐκ γενετῆς,Ἡσ. Θ.270· ἦσαν δὲ αἱ φύλακες τῶν Γοργόνων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ.253· πρβλ. Herm.Opusc. 6.1,168. ΙΙ.ὡς τὸ [[γραῦς]] ΙΙ,ὁ ἀφρὸς ἢ ἡ «τσίπα», ἥτις σχηματίζεται κατὰ τὴν βράσιν γάλακτος, χονδροαλεσμένου σίτου κ.τ.τ.,Ἀριστ. Προβλ. 10.27,1. ΙΙΙ. [[καρκίνος]] τις [[θαλάσσιος]],Ἐπίχαρμ.33 Ahr.
|elnltext=[[γραῖα]] -ας, ἡ [[γραῦς]] Ion. γραίη, Dor. γραίᾱ oude vrouw; als adj. f. oud.
}}
{{elru
|elrutext='''γραῖα:'''<br /><b class="num">I</b> эп.-ион. [[γραίη]] <br /><b class="num">1)</b> [[старая женщина]], [[старуха]] Hom., Soph., Arph., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[морщинистая пленка]] (τῶν ἑφθῶν ἀλεύρων Arst.).<br /><b class="num">II</b> adj. f<br /><b class="num">1)</b> [[старая]], [[престарелая]] (γυναῖκες, [[μήτηρ]], [[χείρ]] Eur.; ὕες Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[древняя]]: γραῖαι δαίμονες Aesch. = [[Εὐμενίδες]];<br /><b class="num">3)</b> [[ветхая]] ([[πήρα]] Theocr.).
}}
{{etym
|etymtx=γραΐς See also: s. [[γραῦς]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> an old [[woman]], fem. of [[γραῦς]], [[γέρων]] (v. γεραιά), Od., Soph., Eur.; γραῖαι δαίμονες, of the [[Eumenides]], Aesch.<br /><b class="num">2.</b> as adj. in the obl. cases, old, [[withered]], Aesch., Eur.<br /><b class="num">II.</b> Γραῖαι, αἱ, daughters of [[Phorcys]] and [[Ceto]], with [[fair]] [[faces]], but [[hair]] [[gray]] from [[their]] [[birth]], Hes.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 37:
|lsmtext='''γραῖα:''' Ιων. [[γραίη]], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> ηλικιωμένη [[γυναίκα]], θηλ. του [[γραῦς]], [[γέρων]], (βλ. γεραιά), σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., Ευρ.· <i>γραῖαι δαίμονες</i>, λέγεται για τις Ευμενίδες, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ. στις πλάγιες πτώσεις, φθαρμένος, μαραμένος, στον ίδ., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> <i>Γραῖαι</i>, <i>αἱ</i>, κόρες του Φόρκυος και της Κητούς, με όμορφα πρόσωπα, [[αλλά]] γκρίζα μαλλιά ήδη από τη γέννησή τους, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''γραῖα:''' Ιων. [[γραίη]], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> ηλικιωμένη [[γυναίκα]], θηλ. του [[γραῦς]], [[γέρων]], (βλ. γεραιά), σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., Ευρ.· <i>γραῖαι δαίμονες</i>, λέγεται για τις Ευμενίδες, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ. στις πλάγιες πτώσεις, φθαρμένος, μαραμένος, στον ίδ., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> <i>Γραῖαι</i>, <i>αἱ</i>, κόρες του Φόρκυος και της Κητούς, με όμορφα πρόσωπα, [[αλλά]] γκρίζα μαλλιά ήδη από τη γέννησή τους, σε Ησίοδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''γραῖα:'''<br /><b class="num">I</b> эп.-ион. [[γραίη]] <br /><b class="num">1)</b> [[старая женщина]], [[старуха]] Hom., Soph., Arph., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[морщинистая пленка]] (τῶν ἑφθῶν ἀλεύρων Arst.).<br /><b class="num">II</b> adj. f<br /><b class="num">1)</b> [[старая]], [[престарелая]] (γυναῖκες, [[μήτηρ]], [[χείρ]] Eur.; ὕες Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[древняя]]: γραῖαι δαίμονες Aesch. = [[Εὐμενίδες]];<br /><b class="num">3)</b> [[ветхая]] ([[πήρα]] Theocr.).
|lstext='''γραῖα''': Ἰων. καὶ Ἐπ. γραίη,,παρ᾿ ἡμῖν«γρῃά», θηλ. τοῦ [[γέρων]] (ἴδε γεραιά), Ὀδ. Α.438,Σοφ. Τρ.870, συχν. παρ᾿ Εὐρ. [[ὡσαύτως]] μετ᾿ οὐσιαστ.,γραῖαι δαίμονες, ἐπὶ τῶν Εὐμενίδων,Αἰσχύλ. Εὐμ. 150, πρβλ. 69. 2) ὡς ἐπίθ. ἐν ταῖς πλαγ. πτώσεσι (πρβλ. [[γέρων]]),ἐπὶ πραγμάτων, [[παλαιός]],γραίας ἐρείκης ὁ αὐτ.Ἀγ. 295· γραίας ἀκάνθας Σοφ. Ἀποσπ.748· γραῖαν ὠλένην Εὐρ. Ἴωνι 1213· γραίᾳ χερὶ ὁ αὐτ .Ἑκ. 877· γραῖαν πηρᾶν Θεόκρ. 15. 19, πρβλ. W üstem. εἰς 7.126([[ἔνθα]] γραία). 3) Γραῖαι,αἱ,θυγατέρες τοῦ Φόρκυος καὶ τῆς Κητοῦς ἔχουσαι καλὰ μὲν πρόσωπα,ἀλλὰ κόμην πολιὰν ἐκ γενετῆς,Ἡσ. Θ.270· ἦσαν δὲ αἱ φύλακες τῶν Γοργόνων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ.253· πρβλ. Herm.Opusc. 6.1,168. ΙΙ.ὡς τὸ [[γραῦς]] ΙΙ,ὁ ἀφρὸς ἢ ἡ «τσίπα», ἥτις σχηματίζεται κατὰ τὴν βράσιν γάλακτος, χονδροαλεσμένου σίτου κ.τ.τ.,Ἀριστ. Προβλ. 10.27,1. ΙΙΙ. [[καρκίνος]] τις [[θαλάσσιος]],Ἐπίχαρμ.33 Ahr.
}}
{{etym
|etymtx=γραΐς See also: s. [[γραῦς]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> an old [[woman]], fem. of [[γραῦς]], [[γέρων]] (v. γεραιά), Od., Soph., Eur.; γραῖαι δαίμονες, of the [[Eumenides]], Aesch.<br /><b class="num">2.</b> as adj. in the obl. cases, old, [[withered]], Aesch., Eur.<br /><b class="num">II.</b> Γραῖαι, αἱ, daughters of [[Phorcys]] and [[Ceto]], with [[fair]] [[faces]], but [[hair]] [[gray]] from [[their]] [[birth]], Hes.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γραῖα]] -ας, ἡ [[γραῦς]] Ion. γραίη, Dor. γραίᾱ oude vrouw; als adj. f. oud.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe