Anonymous

γαληνός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ός, όν :<br />calme, serein.<br />'''Étymologie:''' cf. [[γαλήνη]].
|btext=ός, όν :<br />calme, serein.<br />'''Étymologie:''' cf. [[γαλήνη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''γαληνός''': -όν, [[ἥσυχος]], ἰδίως ἐπὶ τῆς θαλάσσης, γαλήν᾽ ὁρῶ (οὐδ. πληθ.) [[βλέπω]] γαλήνην, Εὐρ. Ὀρ. 279, [[ἔνθα]] ἴδε Πόρσ.· γ. [[ἦμαρ]], κατὰ τὸν Herm. ἀντὶ κάλλιστον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 900· ἐπὶ προσώπων, [[πρᾶος]], [[μαλακός]], [[ἤπιος]], Εὐρ. Ι. Τ. 345· γ. προσφθέγματα ὁ αὐτ. Ἑκ. 1160· γαληνὴ [[ἕξις]] μετώπου Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 30· γαληναίῃσιν [ὀπωπαῖς] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 403. 2.― Ἐπίρρ. –νῶς, Διογ. Λ. 9. 45.
|elnltext=[[γαληνός]] -όν [[γαλήνη]] kalm, rustig:; ἐκ κυμάτων... [[αὖθις]] αὖ γαλήν (α) ὁρῶ na de golven zie ik nu weer een kalme zee Eur. Or. 279; overdr.: ἐκ γαληνῶν... προσφθεγμάτων na hun bedaarde woorden Eur. Hec. 1160; ὦ [[καρδία]]... πρὶν... ἐς ξένους γαληνὸς [[ἦσθα]] o hart, vroeger was je rustig jegens vreemdelingen Eur. IT 345.
}}
{{elru
|elrutext='''γᾰληνός:''' [[спокойный]], [[безмятежный]] (ἐκ κυμάτων γαλήν᾽ ὀρᾶν Eur.; γαληνὰ ἄπαντα [[ἔστω]] Luc.; προσφθέγματα Eur.; [[βίος]] Plat., Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γαλήνη]]<br />[[calm]]; γαλήν' ὁρῶ I see a [[calm]], Eur.; of persons, [[gentle]], Eur.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 34:
|lsmtext='''γαληνός:''' -όν ([[γαλήνη]]), [[ήρεμος]]· <i>γαλήν' ὁρῶ</i> (ουδ. πληθ.) [[βλέπω]] [[γαλήνη]], σε Ευρ.· λέγεται για πρόσωπα, [[γαλήνιος]], [[πράος]], [[ήσυχος]], [[μαλακός]], [[ήπιος]].
|lsmtext='''γαληνός:''' -όν ([[γαλήνη]]), [[ήρεμος]]· <i>γαλήν' ὁρῶ</i> (ουδ. πληθ.) [[βλέπω]] [[γαλήνη]], σε Ευρ.· λέγεται για πρόσωπα, [[γαλήνιος]], [[πράος]], [[ήσυχος]], [[μαλακός]], [[ήπιος]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''γᾰληνός:''' [[спокойный]], [[безмятежный]] (ἐκ κυμάτων γαλήν᾽ ὀρᾶν Eur.; γαληνὰ ἄπαντα [[ἔστω]] Luc.; προσφθέγματα Eur.; [[βίος]] Plat., Plut.).
|lstext='''γαληνός''': -όν, [[ἥσυχος]], ἰδίως ἐπὶ τῆς θαλάσσης, γαλήν᾽ ὁρῶ (οὐδ. πληθ.) [[βλέπω]] γαλήνην, Εὐρ. Ὀρ. 279, [[ἔνθα]] ἴδε Πόρσ.· γ. [[ἦμαρ]], κατὰ τὸν Herm. ἀντὶ κάλλιστον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 900· ἐπὶ προσώπων, [[πρᾶος]], [[μαλακός]], [[ἤπιος]], Εὐρ. Ι. Τ. 345· γ. προσφθέγματα ὁ αὐτ. Ἑκ. 1160· γαληνὴ [[ἕξις]] μετώπου Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 30· γαληναίῃσιν [ὀπωπαῖς] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 403. 2.― Ἐπίρρ. –νῶς, Διογ. Λ. 9. 45.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γαλήνη]]<br />[[calm]]; γαλήν' ὁρῶ I see a [[calm]], Eur.; of persons, [[gentle]], Eur.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γαληνός]] -όν [[γαλήνη]] kalm, rustig:; ἐκ κυμάτων... [[αὖθις]] αὖ γαλήν (α) ὁρῶ na de golven zie ik nu weer een kalme zee Eur. Or. 279; overdr.: ἐκ γαληνῶν... προσφθεγμάτων na hun bedaarde woorden Eur. Hec. 1160; ὦ [[καρδία]]... πρὶν... ἐς ξένους γαληνὸς [[ἦσθα]] o hart, vroeger was je rustig jegens vreemdelingen Eur. IT 345.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[calm]], [[peaceful]], [[quiet]], [[of leather]], [[of the sea]]
|woodrun=[[calm]], [[peaceful]], [[quiet]], [[of leather]], [[of the sea]]
}}
}}