Anonymous

γεμίζω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<i>f.</i> γεμίσω, <i>att.</i> γεμιῶ, <i>ao.</i> ἐγέμισα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. part. ao.</i> γεμισθείς, <i>pf.</i> γεγέμισμαι;<br />remplir : γ. τινός, remplir de qch.<br />'''Étymologie:''' [[γέμω]].
|btext=<i>f.</i> γεμίσω, <i>att.</i> γεμιῶ, <i>ao.</i> ἐγέμισα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. part. ao.</i> γεμισθείς, <i>pf.</i> γεγέμισμαι;<br />remplir : γ. τινός, remplir de qch.<br />'''Étymologie:''' [[γέμω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''γεμίζω''': μέλλ. ἀττ. –ιῶ ([[γέμω]]), πληρῶ ἐντελῶς, φορτώνω μέ τι, [[κυρίως]] ἐπὶ πλοίου, τινὸς Θουκ. 7. 53, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 25, κτλ.· γεμίσας τὴν ναῦν ξύλων Δημ. 569. 4· ἀκολούθως, σποδοῦ γ. λέβητας, πληρώσας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 443· γεμίσω σε, πρὸς [[ποτήριον]], Θεόπομπ. Κωμ. Νεμ. 1. 4.– Παθ., γεμίζομαι, φορτώνομαι, πληροῦμαι, Δημ. 466. 28· μεταφορ. ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Εὐρ. Κύκλ. 505· ἐπὶ μελισσῶν, γεμισθεῖσαι ἀποπέτονται Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 14. ΙΙ. μεταγεν. μετ’ αἰτιατ. πράγμ., γεμίζειν [[ὕδωρ]] (ἐνν. τὴν ὑδρίαν), πληροῦν ὕδατος ἐντελῶς, Παυσ. 3. 13, 2· καὶ ἐν τῷ παθ., [[οἶνον]], πῦρ γεμισθεὶς Ἀνθ. Π. 12. 85.
|elnltext=[[γεμίζω]] [[γέμω]] aor. ἐγέμισα; aor. pass. ἐγεμίσθη; perf. med.-pass. γεγέμισμαι, vullen (met), laden (met), met acc. en gen.:; σποδοῦ γεμίζων λέβητας de urnen vullend met as Aeschl. Ag. 443; ἐγεμιζόμην ἀνθρωπείου τροφῆς ik stopte me vol met menselijke spijzen Luc. 39.46; pass..; [[σκάφος]] ὁλκὰς ὣς γεμισθείς mijn buik volgeladen als een vrachtschip Eur. Cycl. 505; pass. ook met acc.: [[πῦρ]] γεμισθείς vol met vuur AP 12.85.7.
}}
{{elru
|elrutext='''γεμίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[нагружать]] (ὁλκάδα κληματίδων Thuc.; πλοῖα χρημάτων Xen.; ναῦν ξύλων Dem. и στρατιωτῶν Polyb.; ἡ [[ναῦς]] γεγεμισμένη Dem.): μέλισσαι γεμισθεῖσαι Arst. нагруженные (добычей) пчелы;<br /><b class="num">2)</b> [[наполнять]] (λέβητας σποδοῦ Aesch.): γεμισθεὶς [[ποτὶ]] [[σέλμα]] γαστρὸς ἄκρας Eur. наевшийся до отвала; [[οἶνον]] ὑπὸ φρένα γεμισθείς Anth. полный мыслей о вине.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''γεμίζω:''' ([[γέμω]]), μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[γεμίζω]] με..., [[φορτώνω]] ή [[εξοπλίζω]] με..., λέγεται [[κυρίως]] για το φορτίο ενός πλοίου· με γεν., σε Θουκ. κ.λπ.· σποδοῦ [[γεμίζω]] [[λέβητας]], [[γεμίζω]] τις τεφροδόχους με στάχτες, σε Αισχύλ. — Παθ., είμαι φορτωμένος ή [[γεμάτος]] με..., σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> μεταγεν. στην Παθ., με αιτ., [[οἶνον]] γεμισθείς, σε Ανθ.
|lsmtext='''γεμίζω:''' ([[γέμω]]), μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[γεμίζω]] με..., [[φορτώνω]] ή [[εξοπλίζω]] με..., λέγεται [[κυρίως]] για το φορτίο ενός πλοίου· με γεν., σε Θουκ. κ.λπ.· σποδοῦ [[γεμίζω]] [[λέβητας]], [[γεμίζω]] τις τεφροδόχους με στάχτες, σε Αισχύλ. — Παθ., είμαι φορτωμένος ή [[γεμάτος]] με..., σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> μεταγεν. στην Παθ., με αιτ., [[οἶνον]] γεμισθείς, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''γεμίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[нагружать]] (ὁλκάδα κληματίδων Thuc.; πλοῖα χρημάτων Xen.; ναῦν ξύλων Dem. и στρατιωτῶν Polyb.; ἡ [[ναῦς]] γεγεμισμένη Dem.): μέλισσαι γεμισθεῖσαι Arst. нагруженные (добычей) пчелы;<br /><b class="num">2)</b> [[наполнять]] (λέβητας σποδοῦ Aesch.): γεμισθεὶς [[ποτὶ]] [[σέλμα]] γαστρὸς ἄκρας Eur. наевшийся до отвала; [[οἶνον]] ὑπὸ φρένα γεμισθείς Anth. полный мыслей о вине.
|lstext='''γεμίζω''': μέλλ. ἀττ. –ιῶ ([[γέμω]]), πληρῶ ἐντελῶς, φορτώνω μέ τι, [[κυρίως]] ἐπὶ πλοίου, τινὸς Θουκ. 7. 53, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 25, κτλ.· γεμίσας τὴν ναῦν ξύλων Δημ. 569. 4· ἀκολούθως, σποδοῦ γ. λέβητας, πληρώσας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 443· γεμίσω σε, πρὸς [[ποτήριον]], Θεόπομπ. Κωμ. Νεμ. 1. 4.– Παθ., γεμίζομαι, φορτώνομαι, πληροῦμαι, Δημ. 466. 28· μεταφορ. ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Εὐρ. Κύκλ. 505· ἐπὶ μελισσῶν, γεμισθεῖσαι ἀποπέτονται Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 14. ΙΙ. μεταγεν. μετ’ αἰτιατ. πράγμ., γεμίζειν [[ὕδωρ]] (ἐνν. τὴν ὑδρίαν), πληροῦν ὕδατος ἐντελῶς, Παυσ. 3. 13, 2· καὶ ἐν τῷ παθ., [[οἶνον]], πῦρ γεμισθεὶς Ἀνθ. Π. 12. 85.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γεμίζω]] [[γέμω]] aor. ἐγέμισα; aor. pass. ἐγεμίσθη; perf. med.-pass. γεγέμισμαι, vullen (met), laden (met), met acc. en gen.:; σποδοῦ γεμίζων λέβητας de urnen vullend met as Aeschl. Ag. 443; ἐγεμιζόμην ἀνθρωπείου τροφῆς ik stopte me vol met menselijke spijzen Luc. 39.46; pass..; [[σκάφος]] ὁλκὰς ὣς γεμισθείς mijn buik volgeladen als een vrachtschip Eur. Cycl. 505; pass. ook met acc.: [[πῦρ]] γεμισθείς vol met vuur AP 12.85.7.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj