Anonymous

γεμίζω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0480.png Seite 480]] anfüllen, vollpacken, befrachten, bes. Schiffe, τινός, womit, σποδοῦ λέβητας Aesch. Ag. 443; πλοῖα χρημάτων Xen. Hell. 6, 2, 14; Thuc. 7, 53; ναῦν σίτου Dem. 34, 36; ναῦς στρατιωτῶν Pol. 1, 18, 9; γεμίζειν [[ὕδωρ]], ein Gefäß mit Wasser füllen, Paus. 3, 13, 2. – Pass., voll sein, befrachtet sein, γεγεμισμένης τῆς [[νεώς]] Dem. 34, 10; γεμισθεὶς ποτὶ [[σέλμα]] γαστρὸς ἄκρας Eur. Cycl. 503; sp. D.; γεγέμισται πελάγευς [[ναῦς]] Lucill. 112 (XI, 247); vgl. Mel. 20 (XII, 89).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0480.png Seite 480]] anfüllen, vollpacken, befrachten, bes. Schiffe, τινός, womit, σποδοῦ λέβητας Aesch. Ag. 443; πλοῖα χρημάτων Xen. Hell. 6, 2, 14; Thuc. 7, 53; ναῦν σίτου Dem. 34, 36; ναῦς στρατιωτῶν Pol. 1, 18, 9; γεμίζειν [[ὕδωρ]], ein Gefäß mit Wasser füllen, Paus. 3, 13, 2. – Pass., voll sein, befrachtet sein, γεγεμισμένης τῆς [[νεώς]] Dem. 34, 10; γεμισθεὶς ποτὶ [[σέλμα]] γαστρὸς ἄκρας Eur. Cycl. 503; sp. D.; γεγέμισται πελάγευς [[ναῦς]] Lucill. 112 (XI, 247); vgl. Mel. 20 (XII, 89).
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> γεμίσω, <i>att.</i> γεμιῶ, <i>ao.</i> ἐγέμισα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. part. ao.</i> γεμισθείς, <i>pf.</i> γεγέμισμαι;<br />remplir : γ. τινός, remplir de qch.<br />'''Étymologie:''' [[γέμω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γεμίζω''': μέλλ. ἀττ. –ιῶ ([[γέμω]]), πληρῶ ἐντελῶς, φορτώνω μέ τι, [[κυρίως]] ἐπὶ πλοίου, τινὸς Θουκ. 7. 53, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 25, κτλ.· γεμίσας τὴν ναῦν ξύλων Δημ. 569. 4· ἀκολούθως, σποδοῦ γ. λέβητας, πληρώσας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 443· γεμίσω σε, πρὸς [[ποτήριον]], Θεόπομπ. Κωμ. Νεμ. 1. 4.– Παθ., γεμίζομαι, φορτώνομαι, πληροῦμαι, Δημ. 466. 28· μεταφορ. ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Εὐρ. Κύκλ. 505· ἐπὶ μελισσῶν, γεμισθεῖσαι ἀποπέτονται Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 14. ΙΙ. μεταγεν. μετ’ αἰτιατ. πράγμ., γεμίζειν [[ὕδωρ]] (ἐνν. τὴν ὑδρίαν), πληροῦν ὕδατος ἐντελῶς, Παυσ. 3. 13, 2· καὶ ἐν τῷ παθ., [[οἶνον]], πῦρ γεμισθεὶς Ἀνθ. Π. 12. 85.
|lstext='''γεμίζω''': μέλλ. ἀττ. –ιῶ ([[γέμω]]), πληρῶ ἐντελῶς, φορτώνω μέ τι, [[κυρίως]] ἐπὶ πλοίου, τινὸς Θουκ. 7. 53, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 25, κτλ.· γεμίσας τὴν ναῦν ξύλων Δημ. 569. 4· ἀκολούθως, σποδοῦ γ. λέβητας, πληρώσας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 443· γεμίσω σε, πρὸς [[ποτήριον]], Θεόπομπ. Κωμ. Νεμ. 1. 4.– Παθ., γεμίζομαι, φορτώνομαι, πληροῦμαι, Δημ. 466. 28· μεταφορ. ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Εὐρ. Κύκλ. 505· ἐπὶ μελισσῶν, γεμισθεῖσαι ἀποπέτονται Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 14. ΙΙ. μεταγεν. μετ’ αἰτιατ. πράγμ., γεμίζειν [[ὕδωρ]] (ἐνν. τὴν ὑδρίαν), πληροῦν ὕδατος ἐντελῶς, Παυσ. 3. 13, 2· καὶ ἐν τῷ παθ., [[οἶνον]], πῦρ γεμισθεὶς Ἀνθ. Π. 12. 85.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> γεμίσω, <i>att.</i> γεμιῶ, <i>ao.</i> ἐγέμισα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. part. ao.</i> γεμισθείς, <i>pf.</i> γεγέμισμαι;<br />remplir : γ. τινός, remplir de qch.<br />'''Étymologie:''' [[γέμω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR