Anonymous

δεσμός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />lien (corde, câble, amarre, courroie, nœud) ; <i>p. ext.</i> clou ; <i>au plur. d'ord.</i> [[οἱ]] δεσμοί liens, chaînes, fers ; <i>au sg.</i> emprisonnement, prison ; <i>en gén.</i> captivité ; <i>fig. d'ord. au plur.</i> liens (d'amitié, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[δέω]]¹.
|btext=οῦ (ὁ) :<br />lien (corde, câble, amarre, courroie, nœud) ; <i>p. ext.</i> clou ; <i>au plur. d'ord.</i> [[οἱ]] δεσμοί liens, chaînes, fers ; <i>au sg.</i> emprisonnement, prison ; <i>en gén.</i> captivité ; <i>fig. d'ord. au plur.</i> liens (d'amitié, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[δέω]]¹.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δεσμός''': ὁ· πληθ. δεσμά, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 157, Θέογν. 459, Ἡρόδ 6. 91, καὶ οὕτω τὸ πλεῖστον παρ’ Ἀττ. ποιητ. καὶ Πλάτ. Εὐθύφρ. 9Α· ἀλλὰ δεσμοὶ Αἰσχύλ. Πρ. 525, Εὐρ. Βάκχ. 518, 634, συχν. παρὰ Πλάτ. (δέω)·- παρ’ Ὁμ. [[καθόλου]], = [[ταινία]] ἢ πᾶν ὅ,τι χρήσιμον πρὸς δέσιν καὶ στερεοποίησιν· [[οἷον]] φορβειὰ (καπίστρι), Ἰλ. Ζ. 507· τὰ πρυμνήσια, τὸ [[καλῴδιον]] τῆς ἀγκύρας, Ὀδ. Ν. 100, κτλ· ἱμὰς τῆς θύρας, Φ. 241· οὕτω παρ’ Ἀττ. ὁ ἱμὰς τοῦ ζυγοῦ, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 10· πᾶς [[σύνδεσμος]] ἑνότητος, Πλάτ. Τιμ. 31C· ἐπὶ τῶν φωνηέντων, ὁ αὐτ. Σοφ. 253Α· δεσμοὶ πολιτείας, ἐπὶ τῶν νόμων, ὁ αὐτ. Νόμ. 793Β. 2) κατὰ πληθ. = δεσμά, ἁλύσεις, ἐκ δεσμῶν λυθῆναι Αἰσχύλ. Πρ. 509, 770· πρὶν ἂν χαλασθῇ δεσμὰ [[αὐτόθι]] 513· ἐν δεσμοῖσι Σοφ. Ἀποσπ. 60· δεσμοῖς Θουκ. 7. 82· ὁ ἐπὶ τῶν δεσμῶν = [[δεσμοφύλαξ]], Λουκ. Τοξ. 29· - [[ἐντεῦθεν]] καθ’ ἑνικ., περιληπτικῶς = δεσμά, φυλάκισις, [[φυλακή]], δεσμὸς [[ἀχλυόεις]] Ἐπίγρ. παρ’ Ἡροδ. 5. 77· οὐδὲν ἄξιον δεσμοῦ Ἡρόδ. 3. 145· ἐν δεσμῷ Σοφ. Ἀντ. 858· ἐν δημοσίῳ δεσμῷ Πλάτ. Νόμ. 864Ε· δεσμοῦ τιμᾶσθαι Λυσ. 105. 16. 3) = [[δεσμός]], [[ἐπίδεσμος]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 16, 14, κτλ· - ἀλλὰ δεσμὸς ἄρθρου Ἱππ. π. Ἀγμ. 776, [[εἶναι]] κατὰ τὸν Γαλην., ἀγκύλωσις. ΙΙ. = [[δέσμη]], Πολυδ. Β΄, 135, Εὐστ. 862. 27· δ. ἀργυρίου Ἑβδ. (Γεν. μβ΄, 27).
|elnltext=δεσμός -οῦ, ὁ [1. δέω] plur. δεσμοί en heterocl. δεσμά verbinding; concr. band, touw, riem, ketting; overdr.: δεσμοί … οὗτοι πάσης εἰσὶν πολιτείας deze (voorouderlijke gebruiken) zijn de banden die elke staat bijeenhouden Plat. Lg. 793b. plur. boeien, ketenen; uitbr. gevangenschap, gevangenis: (ἐν) δεσμοῖς in de boeien, in gevangenschap;; λῦσαί με δεσμῶν τῶνδε me van deze boeien te bevrijden Aeschl. PV 1006; ὁ ἐπὶ τῶν δεσμῶν de gevangenisbewaarder Luc. 57.29; ook sing. collect.. οἱ δουλείαν καὶ δεσμὸν φοβούμενοι zij die slavernij en gevangenschap vrezen Xen. Cyr. 3.1.24; ἐν δημοσίῳ δεσμῷ in de staatsgevangenis Plat. Lg. 864e. geneesk. het op slot zitten (van de gewrichten).
}}
{{elru
|elrutext='''δεσμός:''' ὁ (pl. тж. [[δεσμά]])<br /><b class="num">1)</b> [[привязь]] (δεσμὸν ἀπορρῆξαι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[причальный канат]] ([[ἄνευ]] δεσμοῖο [[νῆες]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[дверной ремень]] (θύρας ἐπὶ δεσμὸν ἰῆλαι Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[упряжной ремень]], [[постромка]] (τοῖς δεσμοῖς [[χρῆσθαι]] περὶ τὰ ὑποζύγια Xen.);<br /><b class="num">5)</b> [[скрепа]], [[гвоздь]] (κόπτειν δεσμούς Hom.);<br /><b class="num">6)</b> анат. [[связка]] (οἱ δεσμοὶ καὶ αἱ φλέβες Arst.);<br /><b class="num">7)</b> преимущ. pl. узы, оковы (ἐν δεσμοῖς [[δεῖν]] Hom., Plat.; ἐκ δεσμῶν [[λυθῆναι]] Aesch., Arst.): δεσμοῖς Thuc. в оковах, связанный;<br /><b class="num">8)</b> перен. [[узы]], [[связи]] (δεσμοὶ [[φιλίας]] Plat.): δεσμοὶ πάσης πολιτείας Plat. = οἱ νόμοι;<br /><b class="num">9)</b> тж. pl. [[темница]], [[тюрьма]] ([[δημόσιος]] δ. Plat.; δεσμοῦ τιμᾶσθαι Lys.): ὁ ἐπὶ τῶν δεσμῶν Luc. тюремщик;<br /><b class="num">10)</b> [[пленение]], [[плен]] . καὶ [[δουλεία]] Xen.);<br /><b class="num">11)</b> [[связанность]], [[скованность]] (ὁ [[ὕπνος]] [[οἷον]] δ. καὶ [[ἀκινησία]] Arst.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''δεσμός:''' ὁ, πληθ. [[δεσμά]] όπως επίσης και <i>δεσμοί</i> ([[δέω]]),<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε προορίζεται για [[συγκόλληση]], [[σύνδεση]], [[δέσιμο]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[καπίστρι]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[καραβόσχοινο]] της άγκυρας, σε Ομήρ. Οδ.· [[ιμάντας]] της πόρτας, στο ίδ.· [[ιμάντας]] του ζυγού, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> στον πληθ., [[δεσμά]], αλυσίδες, σε Αισχύλ., Θουκ.· στον ενικ. περιληπτικά, [[δεσμά]], [[φυλάκιση]], [[εγκλεισμός]] σε [[φυλακή]], [[δεσμωτήριο]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''δεσμός:''' ὁ, πληθ. [[δεσμά]] όπως επίσης και <i>δεσμοί</i> ([[δέω]]),<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε προορίζεται για [[συγκόλληση]], [[σύνδεση]], [[δέσιμο]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[καπίστρι]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[καραβόσχοινο]] της άγκυρας, σε Ομήρ. Οδ.· [[ιμάντας]] της πόρτας, στο ίδ.· [[ιμάντας]] του ζυγού, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> στον πληθ., [[δεσμά]], αλυσίδες, σε Αισχύλ., Θουκ.· στον ενικ. περιληπτικά, [[δεσμά]], [[φυλάκιση]], [[εγκλεισμός]] σε [[φυλακή]], [[δεσμωτήριο]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δεσμός:''' ὁ (pl. тж. [[δεσμά]])<br /><b class="num">1)</b> [[привязь]] (δεσμὸν ἀπορρῆξαι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[причальный канат]] ([[ἄνευ]] δεσμοῖο [[νῆες]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[дверной ремень]] (θύρας ἐπὶ δεσμὸν ἰῆλαι Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[упряжной ремень]], [[постромка]] (τοῖς δεσμοῖς [[χρῆσθαι]] περὶ τὰ ὑποζύγια Xen.);<br /><b class="num">5)</b> [[скрепа]], [[гвоздь]] (κόπτειν δεσμούς Hom.);<br /><b class="num">6)</b> анат. [[связка]] (οἱ δεσμοὶ καὶ αἱ φλέβες Arst.);<br /><b class="num">7)</b> преимущ. pl. узы, оковы (ἐν δεσμοῖς [[δεῖν]] Hom., Plat.; ἐκ δεσμῶν [[λυθῆναι]] Aesch., Arst.): δεσμοῖς Thuc. в оковах, связанный;<br /><b class="num">8)</b> перен. [[узы]], [[связи]] (δεσμοὶ [[φιλίας]] Plat.): δεσμοὶ πάσης πολιτείας Plat. = οἱ νόμοι;<br /><b class="num">9)</b> тж. pl. [[темница]], [[тюрьма]] ([[δημόσιος]] δ. Plat.; δεσμοῦ τιμᾶσθαι Lys.): ὁ ἐπὶ τῶν δεσμῶν Luc. тюремщик;<br /><b class="num">10)</b> [[пленение]], [[плен]] (δ. καὶ [[δουλεία]] Xen.);<br /><b class="num">11)</b> [[связанность]], [[скованность]] (ὁ [[ὕπνος]] [[οἷον]] δ. καὶ [[ἀκινησία]] Arst.).
|lstext='''δεσμός''': ὁ· πληθ. δεσμά, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 157, Θέογν. 459, Ἡρόδ 6. 91, καὶ οὕτω τὸ πλεῖστον παρ’ Ἀττ. ποιητ. καὶ Πλάτ. Εὐθύφρ. 9Α· ἀλλὰ δεσμοὶ Αἰσχύλ. Πρ. 525, Εὐρ. Βάκχ. 518, 634, συχν. παρὰ Πλάτ. (δέω)·- παρ’ Ὁμ. [[καθόλου]], = [[ταινία]] ἢ πᾶν ὅ,τι χρήσιμον πρὸς δέσιν καὶ στερεοποίησιν· [[οἷον]] φορβειὰ (καπίστρι), Ἰλ. Ζ. 507· τὰ πρυμνήσια, τὸ [[καλῴδιον]] τῆς ἀγκύρας, Ὀδ. Ν. 100, κτλ· ἱμὰς τῆς θύρας, Φ. 241· οὕτω παρ’ Ἀττ. ὁ ἱμὰς τοῦ ζυγοῦ, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 10· πᾶς [[σύνδεσμος]] ἑνότητος, Πλάτ. Τιμ. 31C· ἐπὶ τῶν φωνηέντων, ὁ αὐτ. Σοφ. 253Α· δεσμοὶ πολιτείας, ἐπὶ τῶν νόμων, ὁ αὐτ. Νόμ. 793Β. 2) κατὰ πληθ. = δεσμά, ἁλύσεις, ἐκ δεσμῶν λυθῆναι Αἰσχύλ. Πρ. 509, 770· πρὶν ἂν χαλασθῇ δεσμὰ [[αὐτόθι]] 513· ἐν δεσμοῖσι Σοφ. Ἀποσπ. 60· δεσμοῖς Θουκ. 7. 82· ὁ ἐπὶ τῶν δεσμῶν = [[δεσμοφύλαξ]], Λουκ. Τοξ. 29· - [[ἐντεῦθεν]] καθ’ ἑνικ., περιληπτικῶς = δεσμά, φυλάκισις, [[φυλακή]], δεσμὸς [[ἀχλυόεις]] Ἐπίγρ. παρ’ Ἡροδ. 5. 77· οὐδὲν ἄξιον δεσμοῦ Ἡρόδ. 3. 145· ἐν δεσμῷ Σοφ. Ἀντ. 858· ἐν δημοσίῳ δεσμῷ Πλάτ. Νόμ. 864Ε· δεσμοῦ τιμᾶσθαι Λυσ. 105. 16. 3) = [[δεσμός]], [[ἐπίδεσμος]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 16, 14, κτλ· - ἀλλὰ δεσμὸς ἄρθρου Ἱππ. π. Ἀγμ. 776, [[εἶναι]] κατὰ τὸν Γαλην., ἀγκύλωσις. ΙΙ. = [[δέσμη]], Πολυδ. Β΄, 135, Εὐστ. 862. 27· δ. ἀργυρίου Ἑβδ. (Γεν. μβ΄, 27).
}}
{{elnl
|elnltext=δεσμός -οῦ, ὁ [1. δέω] plur. δεσμοί en heterocl. δεσμά verbinding; concr. band, touw, riem, ketting; overdr.: δεσμοί … οὗτοι πάσης εἰσὶν πολιτείας deze (voorouderlijke gebruiken) zijn de banden die elke staat bijeenhouden Plat. Lg. 793b. plur. boeien, ketenen; uitbr. gevangenschap, gevangenis: (ἐν) δεσμοῖς in de boeien, in gevangenschap;; λῦσαί με δεσμῶν τῶνδε me van deze boeien te bevrijden Aeschl. PV 1006; ὁ ἐπὶ τῶν δεσμῶν de gevangenisbewaarder Luc. 57.29; ook sing. collect.. οἱ δουλείαν καὶ δεσμὸν φοβούμενοι zij die slavernij en gevangenschap vrezen Xen. Cyr. 3.1.24; ἐν δημοσίῳ δεσμῷ in de staatsgevangenis Plat. Lg. 864e. geneesk. het op slot zitten (van de gewrichten).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj