Anonymous

διαμερίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>1</b> partager de côté et d'autre, distribuer;<br /><b>2</b> diviser, séparer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μέρος]].
|btext=<b>1</b> partager de côté et d'autre, distribuer;<br /><b>2</b> diviser, séparer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μέρος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαμερίζω''': [[διαμοιράω]], [[διανέμω]], Πλάτ. Φιλ. 15Ε· τοὺς πόνους εἰς ἅπαν τὸ [[σῶμα]] Ἀριστ. Προβλ. 5. 40. ΙΙ. διαιρῶ, [[χωρίζω]], [[ἀποχωρίζω]], Μένανδ. Ἀδήλ. 491. - Μέσ., μοιράζομαι μετ’ ἄλλων, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 35, κτλ.
|elnltext=δια-μερίζω verdelen; med. onderling verdelen:; διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ zij verdeelden zijn kleren onder elkaar NT Mt. 27.35; pass. overdr. verdeeld zijn:. ἔσονται... πέντε ἐν ἑνὶ οἴκῳ διαμεμερισμένοι in één huis zullen vijf personen verdeeld zijn NT Luc. 12.52.
}}
{{elru
|elrutext='''διαμερίζω:''' [[разделять]], [[распределять]] (τι Plat.; τοὺς πόνους εἰς [[ἅπαν]] τὸ [[σῶμα]] Arst.): διαμερισθεὶς κατὰ μῆνα Arst. распределенный помесячно; med. делить между собой (τὰ ἱμάτιά τινος NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''διαμερίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[διαμοιράζω]], [[διανέμω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[διαχωρίζω]], [[διαιρώ]] — Μέσ., μοιράζομαι μαζί με άλλους, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''διαμερίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[διαμοιράζω]], [[διανέμω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[διαχωρίζω]], [[διαιρώ]] — Μέσ., μοιράζομαι μαζί με άλλους, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαμερίζω:''' [[разделять]], [[распределять]] (τι Plat.; τοὺς πόνους εἰς [[ἅπαν]] τὸ [[σῶμα]] Arst.): διαμερισθεὶς κατὰ μῆνα Arst. распределенный помесячно; med. делить между собой (τὰ ἱμάτιά τινος NT).
|lstext='''διαμερίζω''': [[διαμοιράω]], [[διανέμω]], Πλάτ. Φιλ. 15Ε· τοὺς πόνους εἰς ἅπαν τὸ [[σῶμα]] Ἀριστ. Προβλ. 5. 40. ΙΙ. διαιρῶ, [[χωρίζω]], [[ἀποχωρίζω]], Μένανδ. Ἀδήλ. 491. - Μέσ., μοιράζομαι μετ’ ἄλλων, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 35, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-μερίζω verdelen; med. onderling verdelen:; διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ zij verdeelden zijn kleren onder elkaar NT Mt. 27.35; pass. overdr. verdeeld zijn:. ἔσονται... πέντε ἐν ἑνὶ οἴκῳ διαμεμερισμένοι in één huis zullen vijf personen verdeeld zijn NT Luc. 12.52.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj