Anonymous

διαμπερές: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=v. [[διαμπερής]].
|btext=v. [[διαμπερής]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαμπερές''': ἐπίρρ., 1) ἐπὶ τόπου, [[πέρα]] [[πέρα]], ἐντελῶς διὰ μέσου, μετὰ γεν., δ. ἀσπίδος Ἰλ. Μ. 429, πρβλ. Υ. 362· δ. στέρνων Σοφ. Φ. 791· - μετ’ αἰτ., κενεῶνα δ. Ἰλ. Ε. 248· δ. οὖς Αἰσχύλ. Χο. 380· δ. διὰ μέσου σφονδύλου Πλάτ. Πολ. 616Ε. ΙΙ. ἀπόλ., πολὺ ὅμοιον τῷ διηνεκέως, [[ἄνευ]] διαλείμματος ἢ διακοπῆς, συνεχῶς, ἐκ κεφαλῆς… δ. ἐς πόδας ἄκρους Ἰλ. Π. 640· πέτρη [[ἠλίβατος]]… δ. [[ἀμφοτέρωθεν]] Ὀδ. Κ. 88· σταυροὺς... ἔλασσε δ. [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] Ξ. 11· ἡ δ’ [τὸ [[τεῖχος]]] ἔσπετο πᾶσα δ., ὅλον ὡς ἓν [[τεμάχιον]], Ἰλ. Μ. 398· πρβλ. [[παλάσσω]] ΙΙ. 2) ἐπὶ χρόνου, ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους, αἰωνίως, Ὀδ. Θ. 245, Κ. 88, Ἡσ. Θ. 402· πλεον., ἤματα πάντα δ. Ἰλ. Π. 499· διαμπερὲς [[αἰεί]], [[πάντοτε]] αἰωνίως, Ο. 70· - [[ὡσαύτως]] διαμπερέως Ἱππ. 535. 46, Νίκ. Θ. 495, πρβλ. ἑπ. (Πρβλ. διαπρύσιος· - τὸ ἁπλοῦν εὕρηται ἐν τμήσει, διὰ δ’ ἀμπερὲς Ἰλ. Λ. 377., Ρ. 309· καί τις [[τύπος]] ἀναπερέως ἀπαντᾷ παρὰ Φιλυλλ. Πολ. 3· - [[ὥστε]] ἀναμφιβόλως [[εἶναι]] ποιητ. ἀντὶ τοῦ διαναπερὲς ἐκ τοῦ [[πείρω]]· πρβλ. [[διάνδιχα]]).
|elnltext=διαμπερές zie διαμπερής.
}}
{{elru
|elrutext='''διαμπερές:'''<br /><b class="num">I</b> adv.<br /><b class="num">1)</b> (на)сквозь, навылет (τοξευθεὶς δ. εἰς τὴν κεφαλήν Xen.; δ. ἐληλάσθαι διά τι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[сплошь]], [[вплотную]] (σταυροὺς ἐλαύνειν Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[непрерывно]], [[постоянно]] (ἔργα τιθέναι Hom.; θάλλειν ἀγαθοῖσι Hes.): ἤματα πάντα δ. Hom. во все дни, (на)всегда.<br /><b class="num">II</b> в знач. praep. [[cum]] gen. и acc. через, навылет (ἀσπίδος и στέρνων Soph.; [[βλῆσθαι]] κενεῶνα δ. Hom.; δ. [[οὖς]] Aesch.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διαμπερές:''' (ἀμ-[[πείρω]]=ἀνα-[[πείρω]]), επίρρ.:<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για [[τόπο]], πέρα ως πέρα, εντελώς δια μέσου, [[ολωσδιόλου]] [[ανάμεσα]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., αδιάλειπτα, συνεχόμενα, επανειλημμένα, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, από την [[αρχή]] ως το [[τέλος]], αιωνίως, στον ίδ.· <i>διαμπερὲς ἀιεί</i>, [[πάντοτε]], αιωνίως, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''διαμπερές:''' (ἀμ-[[πείρω]]=ἀνα-[[πείρω]]), επίρρ.:<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για [[τόπο]], πέρα ως πέρα, εντελώς δια μέσου, [[ολωσδιόλου]] [[ανάμεσα]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., αδιάλειπτα, συνεχόμενα, επανειλημμένα, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, από την [[αρχή]] ως το [[τέλος]], αιωνίως, στον ίδ.· <i>διαμπερὲς ἀιεί</i>, [[πάντοτε]], αιωνίως, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαμπερές:'''<br /><b class="num">I</b> adv.<br /><b class="num">1)</b> (на)сквозь, навылет (τοξευθεὶς δ. εἰς τὴν κεφαλήν Xen.; δ. ἐληλάσθαι διά τι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[сплошь]], [[вплотную]] (σταυροὺς ἐλαύνειν Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[непрерывно]], [[постоянно]] (ἔργα τιθέναι Hom.; θάλλειν ἀγαθοῖσι Hes.): ἤματα πάντα δ. Hom. во все дни, (на)всегда.<br /><b class="num">II</b> в знач. praep. [[cum]] gen. и acc. через, навылет (ἀσπίδος и στέρνων Soph.; [[βλῆσθαι]] κενεῶνα δ. Hom.; δ. [[οὖς]] Aesch.).
|lstext='''διαμπερές''': ἐπίρρ., 1) ἐπὶ τόπου, [[πέρα]] [[πέρα]], ἐντελῶς διὰ μέσου, μετὰ γεν., δ. ἀσπίδος Ἰλ. Μ. 429, πρβλ. Υ. 362· δ. στέρνων Σοφ. Φ. 791· - μετ’ αἰτ., κενεῶνα δ. Ἰλ. Ε. 248· δ. οὖς Αἰσχύλ. Χο. 380· δ. διὰ μέσου σφονδύλου Πλάτ. Πολ. 616Ε. ΙΙ. ἀπόλ., πολὺ ὅμοιον τῷ διηνεκέως, [[ἄνευ]] διαλείμματος ἢ διακοπῆς, συνεχῶς, ἐκ κεφαλῆς… δ. ἐς πόδας ἄκρους Ἰλ. Π. 640· πέτρη [[ἠλίβατος]]… δ. [[ἀμφοτέρωθεν]] Ὀδ. Κ. 88· σταυροὺς... ἔλασσε δ. [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] Ξ. 11· ἡ δ’ [τὸ [[τεῖχος]]] ἔσπετο πᾶσα δ., ὅλον ὡς ἓν [[τεμάχιον]], Ἰλ. Μ. 398· πρβλ. [[παλάσσω]] ΙΙ. 2) ἐπὶ χρόνου, ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους, αἰωνίως, Ὀδ. Θ. 245, Κ. 88, Ἡσ. Θ. 402· πλεον., ἤματα πάντα δ. Ἰλ. Π. 499· διαμπερὲς [[αἰεί]], [[πάντοτε]] αἰωνίως, Ο. 70· - [[ὡσαύτως]] διαμπερέως Ἱππ. 535. 46, Νίκ. Θ. 495, πρβλ. ἑπ. (Πρβλ. διαπρύσιος· - τὸ ἁπλοῦν εὕρηται ἐν τμήσει, διὰ δ’ ἀμπερὲς Ἰλ. Λ. 377., Ρ. 309· καί τις [[τύπος]] ἀναπερέως ἀπαντᾷ παρὰ Φιλυλλ. Πολ. 3· - [[ὥστε]] ἀναμφιβόλως [[εἶναι]] ποιητ. ἀντὶ τοῦ διαναπερὲς ἐκ τοῦ [[πείρω]]· πρβλ. [[διάνδιχα]]).
}}
{{elnl
|elnltext=διαμπερές zie διαμπερής.
}}
}}
{{etym
{{etym