Anonymous

διαιτάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> διῄτων, <i>f.</i> διαιτήσω, <i>ao.</i> διῄτησα, <i>pf.</i> [[δεδιῄτηκα]];<br /><i>Pass.</i> [[διαιτάομαι]], [[διαιτῶμαι]], <i>impf.</i> διῃτώμην, <i>f.</i> διαιτήσομαι, <i>ao.</i> διῃτήθην, <i>pf.</i> δεδιῄτημαι;<br /><b>I.</b> ([[δίαιτα]], genre de vie) soumettre à un régime, acc. ; <i>au Pass.-Moy.</i><br /><b>1</b> vivre de telle ou telle façon : [[ἀνειμένως]] THC d'une vie relâchée ; πολλὰ [[ἐς]] θεοὺς νόμιμα δεδιῄτημαι THC j’ai vécu rendant aux dieux le culte qui leur est dû;<br /><b>2</b> résider, habiter : [[τοὐν]] δόμοισιν δ. SOPH vivre à la maison ; δ. [[ἄνω]], [[κάτω]] LYS habiter l'étage supérieur, le rez-de-chaussée;<br /><b>II.</b> ([[δίαιτα]], arbitrage);<br /><b>1</b> être arbitre : τινι, pour qqn ; τινί [[τι]], décider en arbitre qch pour qqn;<br /><b>2</b> juger comme arbitre ; concilier, apaiser, faire cesser.<br />'''Étymologie:''' [[δίαιτα]].
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> διῄτων, <i>f.</i> διαιτήσω, <i>ao.</i> διῄτησα, <i>pf.</i> [[δεδιῄτηκα]];<br /><i>Pass.</i> [[διαιτάομαι]], [[διαιτῶμαι]], <i>impf.</i> διῃτώμην, <i>f.</i> διαιτήσομαι, <i>ao.</i> διῃτήθην, <i>pf.</i> δεδιῄτημαι;<br /><b>I.</b> ([[δίαιτα]], genre de vie) soumettre à un régime, acc. ; <i>au Pass.-Moy.</i><br /><b>1</b> vivre de telle ou telle façon : [[ἀνειμένως]] THC d'une vie relâchée ; πολλὰ [[ἐς]] θεοὺς νόμιμα δεδιῄτημαι THC j’ai vécu rendant aux dieux le culte qui leur est dû;<br /><b>2</b> résider, habiter : [[τοὐν]] δόμοισιν δ. SOPH vivre à la maison ; δ. [[ἄνω]], [[κάτω]] LYS habiter l'étage supérieur, le rez-de-chaussée;<br /><b>II.</b> ([[δίαιτα]], arbitrage);<br /><b>1</b> être arbitre : τινι, pour qqn ; τινί [[τι]], décider en arbitre qch pour qqn;<br /><b>2</b> juger comme arbitre ; concilier, apaiser, faire cesser.<br />'''Étymologie:''' [[δίαιτα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δῐαιτάω''': παρατ. διῄτων Διον. Ἁλ. 2. 75, ἀλλ’ ὡσαύτς ἐδιαίτων Α. Β. 91, ἐν συνθέσ. κατεδιῄτα Δημ. 1190. 7· μέλλ. διαιτήσω ὁ αὐτ. 861. 28· - ἀόρ. α΄ διῄτησα Ἰσαῖ. Μενεκλ. § 31, Πλούτ., κλ.· ἀπεδιῄτησα Ἰσαῖ. Εὐφιλ. § 12, Δημ. 1013. 14· κατεδ- ὁ αὐτ. 541, ἐν τέλ., 545. 25, κτλ.· μετεδ- Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 3· Δωρ. διαίτᾱσα Πίνδ. Π. 9. 119· - πρκμ. δεδιῄτηκα Δημ. 902. 26· ὑπερσυντ. κατεδεδιῃτήκει ὁ αὐτ. 542. 6. - Μέσ. καὶ παθ., παρατ. διῃτώμην Πλάτ. Κωμ. Ὑπερβ. 1, Λυσ. 897. 7, κτλ., Ἰων. διαιτώμην, -ᾶτο Ἡρόδ. 3. 65., 4. 95· μέλλ. διαιτήσομαι Λυσ. 145, ἐν τέλ.· οὕτω καὶ ἐν τοῖς παθ. τύποις, ἀόρ. διῃτήθην Θουκ. 7. 87, Ἰσαῖ. 57. 40· διαιτήθην Ἡρόδ. 2. 112 (μέσ. ἀόρ. μόνον ἐν συνθέτοις κατα-)· πρκμ. δεδιῄτημαι Θουκ. 7. 77· ὑπερσ. ἐξεδεδιῄτητο ὁ αὐτ. 1. 132. - Ἡ [[διπλῆ]] [[αὔξησις]] καὶ ἀναδιπλ. [[εἶναι]] συνήθη ἐν τοῖς συνθέτοις, ἀλλ’ ἐν τῷ ἁπλῷ ῥήματι μόνον ἐν τῷ παρκμ. καὶ ὑπερσ., ἴδε Veitch Ἀνώμ. Ρήμ. ἐν λ. ([[δίαιτα]]). Τρέφω κατά τινα ὡρισμένον τρόπον, [[ἐπιβάλλω]] δίαιταν τινά πως Ἱππ. Ἀφ. 1243· δ. τοὺς νοσοῦντας Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 23. - Παθ., διαιτᾶσθαι κατὰ [[ποτὸν]] Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1086· διαιτᾶται [[σκέλος]] ὁ αὐτ. Ἄρθρ. 824. 2) Μέσ. καὶ παθ., [[διάγω]] κατά τινα τρόπον, ζῷ, [[διαμένω]], ἐπ’ ἀγροῦ Ἡρόδ. 1. 120, πρβλ. 123, Θουκ. 1. 6, κτλ.· [[παρά]] τινι Ἡρόδ. 2. 112, Σοφ. Ο. Κ. 928· τοὺν δόμοισιν αὐτ. 769, κτλ.· διαιτᾶσθαι ἄνω, [[κάτω]], κατοικῶ εἰς τὸ ἄνω ἢ τὸ [[κάτω]] πάτωμα, Λυσ. 92. 31· πολλὰ ἐς θεοὺς [[νόμιμα]] δ., διατελῶ τηρῶν…, Θουκ. 7. 77· δ. ἀκριβῶς Ἀνδοκ. 33. 19· [[ἀνειμένως]] Θουκ. 2. 39, πρβλ. 1. 6, κτλ.· δίαιτάν τινα δ. Ἐπ. Πλάτ. 330C. ΙΙ. εἶμαι κριτὴς ἢ [[διαιτητής]], Ἰσαῖ. π. Μενεκλ. Κλ. § 38· [[οὗτος]] διαιτῶν ἡμῖν Δημ. 541. 20· μετ’ αἰτιατ. συστοίχ., δ. δίαιταν Ἀριστ. Ἀποσπ. 414. 2) μετ’ αἰτιατ. πράγμ., [[κρίνω]] [[περί]] τινος, [[ὁρίζω]], ἀποφασίζω τι, Θεόκρ. 12. 34, Διον. Ἁλ. 7. 52· - [[ὡσαύτως]], τακτοπιῶ, διορθώνω, κατορθώνω τι, ἐκτελῶ, Πίνδ. Π. 9. 121. 3) [[καθόλου]], [[διευθύνω]], κυβερνῶ, πόλιν ὁ αὐτ. Ο. 9. 100, πρβλ. Δημ. 1142. 26. 4) [[διαλλάσσω]], συμφιλιώνω, τινά τινι Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 93.
|elnltext=διαιτάω, [etymol. onzeker] aor. διῄτησα, pass. διῃτήθην, Ion. διαιτήθην; perf. act. δεδιῄτηκα; perf. med.-pass. δεδιῄτημαι; fut. διαιτήσω ~ δίαιτα med. met acc. v. h. inw. obj. een (bepaald) leven leiden:. δίαιταν διαιτᾶσθαι μοχθηράν er een slechte leefwijze op na houden Plat. Epist. 330c; πολλὰ ἐς θεοὺς νόμιμα δεδιῄτημαι ik heb in mijn leven vele godsdienstige gebruiken in acht genomen Thuc. 7.77.2; δ. ἀκριβῶς een spaarzaam leven leiden And. 4.32. verblijven, verblijf houden, wonen, wonen: met prep.:; δ. ἐπ’ ἀγροῦ op het land wonen Hdt. 1.120.2; παρ’ ἀστοῖς... διαιτᾶσθαι wonen onder de burgers van de stad Soph. OC 928; met adv.: ἐγὼ μὲν ἄνω διῃτώμην ik verbleef boven Lys. 1.9. leven van, zich voeden, met acc.: τἄλλα, ὅσα διαιτώμεθα alle andere zaken die ons tot voedsel dienen Hp. Vict. 3.67. act. geneesk. behandelen:. δ. τοὺς νοσοῦντας οἴκοι de zieken thuis behandelen Plut. CMa 23.5. een dieet volgen:. ἐνδέχεται ἁδροτέρως διαιτᾶν het is mogelijk een minder streng dieet te volgen HP. Aph. 1.7. ~ διαιτητής scheidsrechter zijn:. διαιτῶν ἡμῖν als scheidsrechter voor ons optredend Dem. 21.84; ὄλβιος ὅστις παισὶ φιλήματα κεῖνα διαιτᾷ gelukkig hij die die kussen voor de jongens beoordeelt Theocr. 12.34. regelen:. δ. τὰ ἐκ τῶν διαθηκῶν de bepalingen van het testament regelen Luc. 57.23.
}}
{{elru
|elrutext='''διαιτάω:'''<br /><b class="num">I</b> (aor. 1 διῄτησα - дор. διαίτᾱσα; med.-pass.: impf. διῃτώμην - ион. διαιτώμην, fut. διαιτήσομαι, aor. διητήθην - ион. διαιτήθην, pf. δεδιῄτημαι)<br /><b class="num">1)</b> [[лечить диэтой]] (θεραπεύειν καὶ δ. τοὺς νοσοῦντας Plut.);<br /><b class="num">2)</b> med.-pass. (тж. δ. δίαιταν Plat., Plut.) вести (определенный) образ жизни, жить ([[ἀνειμένως]] Thuc.; [[ἀκολάστως]] Arst.; [[τεταγμένως]] καὶ [[δημοτικῶς]] Plut.): ὡς ἂν διαιτώμενοι ὑγιαίνοιεν; Plat. придерживаясь какого образа жизни, они могли бы выздороветь?;<br /><b class="num">3)</b> med.-pass. [[проживать]], [[обитать]] (ἐπ᾽ ἀγροῦ Her. и ἐν τοῖς ἀγροῖς Thuc.; [[παρά]] τινι Soph., Her.): ἐγὼ [[ἄνω]] διῃτώμην Lys. я жил в верхнем этаже.<br /><b class="num">II</b> (тж. δ. δίαιταν Arst.)<br /><b class="num">1)</b> [[быть третейским судьей]], [[посредничать в споре]] (τινι и τινα [[καί]] τινα Dem.): δ. τισί τι Thuc. рассудить кого-л. в споре о чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[править]], [[управлять]] (πόλιν λαόν τε Pind.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δῐαιτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>διῄτησα</i>, παρακ. [[δεδιῄτηκα]] — Μέσ. και Παθ., Ιων. παρατ. <i>διαιτώμην</i>, μέλ. <i>διαιτήσομαι</i>, και στους Παθ. τύπους, αόρ. αʹ <i>διῃτήθην</i>, Ιων. <i>διαιτήθην</i>, παρακ. <i>δεδιῄτημαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρέφω]] με συγκεκριμένο τρόπο, [[επιβάλλω]] [[δίαιτα]]· <i>δ. τοὺς νοσοῦντας</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ. και Παθ., [[ακολουθώ]] [[μία]] συγκεκριμένη [[διαδρομή]] στη [[ζωή]], ζω, [[διαμένω]], σε Ηρόδ., Σοφ.· δ. [[νόμιμα]], ζω σύμφωνα με την [[τήρηση]] των νόμων, των κανόνων, σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> είμαι [[κριτής]] ή [[διαιτητής]] ([[διαιτητής]]), σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[ορίζω]], [[προσδιορίζω]], [[καθορίζω]], [[αποφασίζω]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''δῐαιτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>διῄτησα</i>, παρακ. [[δεδιῄτηκα]] — Μέσ. και Παθ., Ιων. παρατ. <i>διαιτώμην</i>, μέλ. <i>διαιτήσομαι</i>, και στους Παθ. τύπους, αόρ. αʹ <i>διῃτήθην</i>, Ιων. <i>διαιτήθην</i>, παρακ. <i>δεδιῄτημαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρέφω]] με συγκεκριμένο τρόπο, [[επιβάλλω]] [[δίαιτα]]· <i>δ. τοὺς νοσοῦντας</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ. και Παθ., [[ακολουθώ]] [[μία]] συγκεκριμένη [[διαδρομή]] στη [[ζωή]], ζω, [[διαμένω]], σε Ηρόδ., Σοφ.· δ. [[νόμιμα]], ζω σύμφωνα με την [[τήρηση]] των νόμων, των κανόνων, σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> είμαι [[κριτής]] ή [[διαιτητής]] ([[διαιτητής]]), σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[ορίζω]], [[προσδιορίζω]], [[καθορίζω]], [[αποφασίζω]], σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαιτάω:'''<br /><b class="num">I</b> (aor. 1 διῄτησα - дор. διαίτᾱσα; med.-pass.: impf. διῃτώμην - ион. διαιτώμην, fut. διαιτήσομαι, aor. διητήθην - ион. διαιτήθην, pf. δεδιῄτημαι)<br /><b class="num">1)</b> [[лечить диэтой]] (θεραπεύειν καὶ δ. τοὺς νοσοῦντας Plut.);<br /><b class="num">2)</b> med.-pass. (тж. δ. δίαιταν Plat., Plut.) вести (определенный) образ жизни, жить ([[ἀνειμένως]] Thuc.; [[ἀκολάστως]] Arst.; [[τεταγμένως]] καὶ [[δημοτικῶς]] Plut.): ὡς ἂν διαιτώμενοι ὑγιαίνοιεν; Plat. придерживаясь какого образа жизни, они могли бы выздороветь?;<br /><b class="num">3)</b> med.-pass. [[проживать]], [[обитать]] (ἐπ᾽ ἀγροῦ Her. и ἐν τοῖς ἀγροῖς Thuc.; [[παρά]] τινι Soph., Her.): ἐγὼ [[ἄνω]] διῃτώμην Lys. я жил в верхнем этаже.<br /><b class="num">II</b> (тж. δ. δίαιταν Arst.)<br /><b class="num">1)</b> [[быть третейским судьей]], [[посредничать в споре]] (τινι и τινα [[καί]] τινα Dem.): δ. τισί τι Thuc. рассудить кого-л. в споре о чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[править]], [[управлять]] (πόλιν λαόν τε Pind.).
|lstext='''δῐαιτάω''': παρατ. διῄτων Διον. Ἁλ. 2. 75, ἀλλ’ ὡσαύτς ἐδιαίτων Α. Β. 91, ἐν συνθέσ. κατεδιῄτα Δημ. 1190. 7· μέλλ. διαιτήσω ὁ αὐτ. 861. 28· - ἀόρ. α΄ διῄτησα Ἰσαῖ. Μενεκλ. § 31, Πλούτ., κλ.· ἀπεδιῄτησα Ἰσαῖ. Εὐφιλ. § 12, Δημ. 1013. 14· κατεδ- ὁ αὐτ. 541, ἐν τέλ., 545. 25, κτλ.· μετεδ- Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 3· Δωρ. διαίτᾱσα Πίνδ. Π. 9. 119· - πρκμ. δεδιῄτηκα Δημ. 902. 26· ὑπερσυντ. κατεδεδιῃτήκει ὁ αὐτ. 542. 6. - Μέσ. καὶ παθ., παρατ. διῃτώμην Πλάτ. Κωμ. Ὑπερβ. 1, Λυσ. 897. 7, κτλ., Ἰων. διαιτώμην, -ᾶτο Ἡρόδ. 3. 65., 4. 95· μέλλ. διαιτήσομαι Λυσ. 145, ἐν τέλ.· οὕτω καὶ ἐν τοῖς παθ. τύποις, ἀόρ. διῃτήθην Θουκ. 7. 87, Ἰσαῖ. 57. 40· διαιτήθην Ἡρόδ. 2. 112 (μέσ. ἀόρ. μόνον ἐν συνθέτοις κατα-)· πρκμ. δεδιῄτημαι Θουκ. 7. 77· ὑπερσ. ἐξεδεδιῄτητο ὁ αὐτ. 1. 132. - Ἡ [[διπλῆ]] [[αὔξησις]] καὶ ἀναδιπλ. [[εἶναι]] συνήθη ἐν τοῖς συνθέτοις, ἀλλ’ ἐν τῷ ἁπλῷ ῥήματι μόνον ἐν τῷ παρκμ. καὶ ὑπερσ., ἴδε Veitch Ἀνώμ. Ρήμ. ἐν λ. ([[δίαιτα]]). Τρέφω κατά τινα ὡρισμένον τρόπον, [[ἐπιβάλλω]] δίαιταν τινά πως Ἱππ. Ἀφ. 1243· δ. τοὺς νοσοῦντας Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 23. - Παθ., διαιτᾶσθαι κατὰ [[ποτὸν]] Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1086· διαιτᾶται [[σκέλος]] ὁ αὐτ. Ἄρθρ. 824. 2) Μέσ. καὶ παθ., [[διάγω]] κατά τινα τρόπον, ζῷ, [[διαμένω]], ἐπ’ ἀγροῦ Ἡρόδ. 1. 120, πρβλ. 123, Θουκ. 1. 6, κτλ.· [[παρά]] τινι Ἡρόδ. 2. 112, Σοφ. Ο. Κ. 928· τοὺν δόμοισιν αὐτ. 769, κτλ.· διαιτᾶσθαι ἄνω, [[κάτω]], κατοικῶ εἰς τὸ ἄνω ἢ τὸ [[κάτω]] πάτωμα, Λυσ. 92. 31· πολλὰ ἐς θεοὺς [[νόμιμα]] δ., διατελῶ τηρῶν…, Θουκ. 7. 77· δ. ἀκριβῶς Ἀνδοκ. 33. 19· [[ἀνειμένως]] Θουκ. 2. 39, πρβλ. 1. 6, κτλ.· δίαιτάν τινα δ. Ἐπ. Πλάτ. 330C. ΙΙ. εἶμαι κριτὴς ἢ [[διαιτητής]], Ἰσαῖ. π. Μενεκλ. Κλ. § 38· [[οὗτος]] διαιτῶν ἡμῖν Δημ. 541. 20· μετ’ αἰτιατ. συστοίχ., δ. δίαιταν Ἀριστ. Ἀποσπ. 414. 2) μετ’ αἰτιατ. πράγμ., [[κρίνω]] [[περί]] τινος, [[ὁρίζω]], ἀποφασίζω τι, Θεόκρ. 12. 34, Διον. Ἁλ. 7. 52· - [[ὡσαύτως]], τακτοπιῶ, διορθώνω, κατορθώνω τι, ἐκτελῶ, Πίνδ. Π. 9. 121. 3) [[καθόλου]], [[διευθύνω]], κυβερνῶ, πόλιν ὁ αὐτ. Ο. 9. 100, πρβλ. Δημ. 1142. 26. 4) [[διαλλάσσω]], συμφιλιώνω, τινά τινι Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 93.
}}
{{elnl
|elnltext=διαιτάω, [etymol. onzeker] aor. διῄτησα, pass. διῃτήθην, Ion. διαιτήθην; perf. act. δεδιῄτηκα; perf. med.-pass. δεδιῄτημαι; fut. διαιτήσω ~ δίαιτα med. met acc. v. h. inw. obj. een (bepaald) leven leiden:. δίαιταν διαιτᾶσθαι μοχθηράν er een slechte leefwijze op na houden Plat. Epist. 330c; πολλὰ ἐς θεοὺς νόμιμα δεδιῄτημαι ik heb in mijn leven vele godsdienstige gebruiken in acht genomen Thuc. 7.77.2; δ. ἀκριβῶς een spaarzaam leven leiden And. 4.32. verblijven, verblijf houden, wonen, wonen: met prep.:; δ. ἐπ’ ἀγροῦ op het land wonen Hdt. 1.120.2; παρ’ ἀστοῖς... διαιτᾶσθαι wonen onder de burgers van de stad Soph. OC 928; met adv.: ἐγὼ μὲν ἄνω διῃτώμην ik verbleef boven Lys. 1.9. leven van, zich voeden, met acc.: τἄλλα, ὅσα διαιτώμεθα alle andere zaken die ons tot voedsel dienen Hp. Vict. 3.67. act. geneesk. behandelen:. δ. τοὺς νοσοῦντας οἴκοι de zieken thuis behandelen Plut. CMa 23.5. een dieet volgen:. ἐνδέχεται ἁδροτέρως διαιτᾶν het is mogelijk een minder streng dieet te volgen HP. Aph. 1.7. ~ διαιτητής scheidsrechter zijn:. διαιτῶν ἡμῖν als scheidsrechter voor ons optredend Dem. 21.84; ὄλβιος ὅστις παισὶ φιλήματα κεῖνα διαιτᾷ gelukkig hij die die kussen voor de jongens beoordeelt Theocr. 12.34. regelen:. δ. τὰ ἐκ τῶν διαθηκῶν de bepalingen van het testament regelen Luc. 57.23.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[Note the bizarre [[perfect]]<br /><b class="num">I.</b> to [[feed]] in a [[certain]] way, to [[diet]], δ. τοὺς νοσοῦντας Plut.<br /><b class="num">2.</b> Mid. and Pass. to [[lead]] a [[certain]] [[course]] of [[life]], to [[live]], Hdt., Soph.; δ. [[νόμιμα]] to [[live]] in the [[observance]] of laws, Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to be [[arbiter]] or [[umpire]] ([[διαιτητής]]), Dem., etc.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. rei, to [[determine]], [[decide]], Theocr.
|mdlsjtxt=[Note the bizarre [[perfect]]<br /><b class="num">I.</b> to [[feed]] in a [[certain]] way, to [[diet]], δ. τοὺς νοσοῦντας Plut.<br /><b class="num">2.</b> Mid. and Pass. to [[lead]] a [[certain]] [[course]] of [[life]], to [[live]], Hdt., Soph.; δ. [[νόμιμα]] to [[live]] in the [[observance]] of laws, Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to be [[arbiter]] or [[umpire]] ([[διαιτητής]]), Dem., etc.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. rei, to [[determine]], [[decide]], Theocr.
}}
}}