Anonymous

διαμπάξ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> de part en part : στέρνων [[διαμπάξ]] ESCHL de part en part à travers la poitrine;<br /><b>2</b> <i>en parl. d'un pays</i> d'un bout à l'autre.<br />'''Étymologie:''' DELG [[διά]], [[ἀνά]] et *[[πάξ]] de [[ἅπαξ]].
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> de part en part : στέρνων [[διαμπάξ]] ESCHL de part en part à travers la poitrine;<br /><b>2</b> <i>en parl. d'un pays</i> d'un bout à l'autre.<br />'''Étymologie:''' DELG [[διά]], [[ἀνά]] et *[[πάξ]] de [[ἅπαξ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαμπάξ''': ἐπίρρ., [[πέρα]] [[πέρα]], ἀπ’ ἄκρου εἰς [[ἄκρον]], μετὰ γεν., στέρνων δ. Αἰσχύλ. Πρ. 65, πρβλ. Ἱκέτ. 945, Εὐρ. Βάκχ. 994· δι’ αἴας Φρυγίας δ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 548· ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν δ. Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 23· δ. ἄχρις Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 4.
|elnltext=διαμπάξ [διά, ἀνά, ~ πήγνυμι] adv., dwars erdoorheen, dwars doormidden:; ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν διαμπάξ hij had een wond in zijn dijbeen opgelopen, er dwars doorheen Xen. Hell. 7.3.24; πόδας διαμπὰξ προσεληλαμένους πρὸς τοὔδαφος de voeten waren dwars door het midden aan de grond gespijkerd Plut. Crass. 25.6; met gen.: στέρνων δ. dwars door de borst Aeschl. PV 65; Φρυγίας διαμπάξ dwars door Frygië heen Aeschl. Suppl. 548.
}}
{{elru
|elrutext='''διαμπάξ:'''<br /><b class="num">I</b> adv. (на)сквозь, навылет (τετρῶσθαι τὸν μηρὸν δ. Xen.; δ. διελαύνεσθαι Luc.).<br /><b class="num">II</b> praep. [[cum]] gen.<br /><b class="num">1)</b> [[через]] (ἰάπτειν Ἀσίδος δι᾽ αἴας Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[навылет]] (στέρνων δ. Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διαμπάξ:''' επίρρ., επιτετ. [[τύπος]] του [[διά]], πέρα ως πέρα, απ' [[άκρη]] σε [[άκρη]], εντελώς δια μέσου, με γεν., σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με αιτ., σε Ξεν.
|lsmtext='''διαμπάξ:''' επίρρ., επιτετ. [[τύπος]] του [[διά]], πέρα ως πέρα, απ' [[άκρη]] σε [[άκρη]], εντελώς δια μέσου, με γεν., σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με αιτ., σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαμπάξ:'''<br /><b class="num">I</b> adv. (на)сквозь, навылет (τετρῶσθαι τὸν μηρὸν δ. Xen.; δ. διελαύνεσθαι Luc.).<br /><b class="num">II</b> praep. [[cum]] gen.<br /><b class="num">1)</b> [[через]] (ἰάπτειν Ἀσίδος δι᾽ αἴας Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[навылет]] (στέρνων δ. Aesch.).
|lstext='''διαμπάξ''': ἐπίρρ., [[πέρα]] [[πέρα]], ἀπ’ ἄκρου εἰς [[ἄκρον]], μετὰ γεν., στέρνων δ. Αἰσχύλ. Πρ. 65, πρβλ. Ἱκέτ. 945, Εὐρ. Βάκχ. 994· δι’ αἴας Φρυγίας δ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 548· ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν δ. Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 23· δ. ἄχρις Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 4.
}}
{{elnl
|elnltext=διαμπάξ [διά, ἀνά, ~ πήγνυμι] adv., dwars erdoorheen, dwars doormidden:; ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν διαμπάξ hij had een wond in zijn dijbeen opgelopen, er dwars doorheen Xen. Hell. 7.3.24; πόδας διαμπὰξ προσεληλαμένους πρὸς τοὔδαφος de voeten waren dwars door het midden aan de grond gespijkerd Plut. Crass. 25.6; met gen.: στέρνων δ. dwars door de borst Aeschl. PV 65; Φρυγίας διαμπάξ dwars door Frygië heen Aeschl. Suppl. 548.
}}
}}
{{etym
{{etym