Anonymous

διασπάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> διασπάσω, <i>etc.</i><br /><b>1</b> déchirer, mettre en pièces;<br /><b>2</b> séparer par la force ; <i>Pass.</i> διασπᾶσθαι ἀπὸ [[τῶν]] φίλων ARSTT être séparé de ses amis;<br /><b>3</b> tirailler en tous sens : τοὺς νόμους XÉN tirailler les lois, <i>càd</i> les violer de mille manières, <i>ou</i> les interpréter selon ses intérêts ; <i>Pass.</i> être tiraillé (par des soucis, des obligations);<br /><b>4</b> disperser, <i>ou sans idée de violence</i> distribuer (des troupes dans des cantonnements;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[διασπάομαι]], [[διασπῶμαι]] (<i>f.</i> διασπάσομαι, <i>ao.</i> διεσπασάμην) séparer violemment ; mettre en pièces.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σπάω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> διασπάσω, <i>etc.</i><br /><b>1</b> déchirer, mettre en pièces;<br /><b>2</b> séparer par la force ; <i>Pass.</i> διασπᾶσθαι ἀπὸ [[τῶν]] φίλων ARSTT être séparé de ses amis;<br /><b>3</b> tirailler en tous sens : τοὺς νόμους XÉN tirailler les lois, <i>càd</i> les violer de mille manières, <i>ou</i> les interpréter selon ses intérêts ; <i>Pass.</i> être tiraillé (par des soucis, des obligations);<br /><b>4</b> disperser, <i>ou sans idée de violence</i> distribuer (des troupes dans des cantonnements;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[διασπάομαι]], [[διασπῶμαι]] (<i>f.</i> διασπάσομαι, <i>ao.</i> διεσπασάμην) séparer violemment ; mettre en pièces.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σπάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διασπάω''': μέλλ. -σπάσομαι [ᾰ] Ἀριστοφ. Βατρ. 477, Ἐκκλ. 1076, ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]] -σπάσω Ἡρόδ. 7. 236· ἀόρ. -έσπᾰσα, ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]] -εσπασάμην Εὐρ. Ἑκ. 1126, Βάκχ. 339. ‒ Παθ., ἀόρ. -εσπάσθην, πρκμ. -έσπασμαι. Διαχωρίζω μετὰ βίας, μεθ᾿ ὁρμῆς, Λατ. divellere, τοὺς ἄνδρας κρεουργηδὸν δ. Ἡρόδ. 3. 13, πρβλ. 7. 236, Εὐρ. καὶ Ἀριστοφ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., κτλ.· ἐμὲ καὶ τὸν ἄνδρα δ. Ξεν. Κύρ. 6. 1. 45· δ. τὸ [[σταύρωμα]], [[κατακρημνίζω]] [[διασχίζω]], [[καταστρέφω]], ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 4, 10· δ. τὴν γέφυραν, τὸ [[ἔδαφος]] Πολύβ. 6. 55, 1, Πλούτ. Καμίλλ. 5, κτλ. ‒ Παθ., τὸ Ἀττικὸν [[ἔθνος]]… διεσπασμένον Ἡρόδ. 1. 59· μόνον οὐ διεσπάσθην Δημ. 58. 8· δ. ἀπὸ τῶν φίλων, ἀποσπῶμαι ἀπὸ τῶν…, Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 10. 2) ἐπὶ στρατιωτικῆς ἐννοίας, ἀποσπῶ, [[ἀποχωρίζω]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] τοῦ στρατεύματος, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 19· δ. τὰς φάλαγγας, [[διαλύω]], κατα-[[στρέφω]], Ἀριστ. Πολ. 5. 3, 16. ‒ Παθ., [[στράτευμα]] διεσπασμένον, στρατὸς διεσκορπισμένος καὶ ἄτακτος, Θουκ. 6. 98, πρβλ. 7. 44., 8. 104· πρβλ. διάβασις· ‒ ἐπὶ στρατιωτῶν, [[ὡσαύτως]], διαμοιραζόμεθα εἰς καταλύματα, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 9. 3) μεταφ., [[σύρω]] κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, ταράττω, Λατ. distrahere δ. τὴν πόλιν, ταράττω τὴν πόλιν ἢ πολιτείαν, Πλάτ. Πολ. 462Α· τὰς πολιτείας Δημ. 54. 5· τοὺς νόμους Ξεν. Κύρ. 8. 5, 25. - Παθ., διασπώμενος, ἀπασχολούμενος, Λατ. negotiis distractus, Λουκ. Θ. Διαλ. 24. 1.
|elnltext=δια-σπάω uit elkaar trekken:; τοὺς ἄνδρας κρεοργηδὸν διασπάσαντες ἐφόρεον ἐς τὸ τεῖχος ze rukten de mannen als slagers aan stukken en brachten ze binnen de muren Hdt. 3.13.2; διασπάσαντες σταύρωμα een palissade openbreken Xen. Hell. 4.4.10; ook med.; pass.:; χωρία … διεσπασμένα πολλαχοῦ terreinen met veel onderbrekingen Plut. Alex. 20.6; vaak milit.:; διεσπασμένου τοῦ ναυτικοῦ toen zijn vloot gesplitst was Thuc. 8.42.2; ἵνα … μὴ διασπασθείη αὐτοῖς ἡ τάξις opdat er bij hen geen gaten zouden vallen in de formatie Thuc. 5.70; overdr.. τό … κοινὸν συνδεῖ, τὸ δὲ ἴδιον διασπᾷ τὰς πόλεις het gemeenschappelijk belang verbindt, het individuele belang trekt staten uiteen Plat. Lg. 875a; πρὸς τοσαύτας ὑπηρεσίας διασπώμενος terwijl ik door zoveel taken verscheurd word Luc. 79.4.1. wegtrekken, wegrukken van, met ἀπό + gen., pass.: διὸ καὶ τὸ διασπᾶσθαι ἀπὸ φίλων καὶ συνήθων ἐλεεινόν daarom is ook het weggerukt worden van vrienden en bekenden sneu Aristot. Rh. 1386a10.
}}
{{elru
|elrutext='''διασπάω:''' (fut. тж. διασπάσομαι, aor. тж. διεσπασάμην)<br /><b class="num">1)</b> [[разрывать на части]], [[растерзывать]] (τινα [[κρεουργηδόν]] Her.; med. [[χεροῖν]] [[χρόα]] Eur.; οὐχ [[ὅλος]], ἀλλὰ διεσπασμένος Arst.; ὑπὸ τῶν κυνῶν διασπᾶσθαι Plut.; перен. πρὸς τοσαύτας ὑπηρεσίας διασπώμενος Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[разбивать]], [[разрушать]] ([[σταύρωμα]] Xen.; γέφυραν Polyb.; χάρακα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[сокрушать]], [[подрывать]] (νόμους Xen.; πόλιν Plat.; πολιτείας Dem.);<br /><b class="num">4)</b> воен. [[прорывать]], [[рассеивать]] (τὸ [[στράτευμα]] διεσπασμένον Thuc.; τὰς φάλαγγας Arst.; τὴν τάξιν Plut.): τὸ διεσπάσθαι τὰς δυνάμεις Xen. разбросанность (рассредоточенность) войсковых частей;<br /><b class="num">5)</b> [[отрывать]], [[разделять]], [[разлучать]] (τινα [[καί]] τινα ἀπ᾽ [[ἀλλήλων]] Xen.; διασπᾶσδαι ἀπὸ τῶν [[φίλων]] καὶ συνήθων Arst.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''διασπάω:''' μέλ. <i>-σπάσω</i>, Αττ. <i>-σπάσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-έσπᾰσα</i>· — Παθ. αόρ. αʹ <i>-εσπάσθην</i>, παρακ. <i>-έσπασμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[τεμαχίζω]], [[διαλύω]] με [[δύναμη]], Λατ. divellere, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· δ. τὸ [[σταύρωμα]], [[ρίχνω]] [[κάτω]], [[γκρεμίζω]] το [[χαράκωμα]], σε Ξεν. — Παθ., μτχ. παρακ. <i>διεσπασμένος</i>, τεμαχισμένος, κατακερματισμένος, σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με στρατιωτική [[σημασία]], [[αποκόπτω]] [[κομμάτι]], [[αποσπώ]] [[μερίδα]] του στρατού, σε Ξεν. — Παθ., [[στράτευμα]] διεσπασμένον, διασκορπισμένο και άτακτο, σε Θουκ.· λέγεται για στρατιώτες, ομοίως, είμαι διαιρεμένος σε μοίρες, σε Ξεν.· μεταφ., [[αποσπώ]], [[επιφέρω]] [[σύγχυση]] και [[αταξία]], στον ίδ.
|lsmtext='''διασπάω:''' μέλ. <i>-σπάσω</i>, Αττ. <i>-σπάσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-έσπᾰσα</i>· — Παθ. αόρ. αʹ <i>-εσπάσθην</i>, παρακ. <i>-έσπασμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[τεμαχίζω]], [[διαλύω]] με [[δύναμη]], Λατ. divellere, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· δ. τὸ [[σταύρωμα]], [[ρίχνω]] [[κάτω]], [[γκρεμίζω]] το [[χαράκωμα]], σε Ξεν. — Παθ., μτχ. παρακ. <i>διεσπασμένος</i>, τεμαχισμένος, κατακερματισμένος, σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με στρατιωτική [[σημασία]], [[αποκόπτω]] [[κομμάτι]], [[αποσπώ]] [[μερίδα]] του στρατού, σε Ξεν. — Παθ., [[στράτευμα]] διεσπασμένον, διασκορπισμένο και άτακτο, σε Θουκ.· λέγεται για στρατιώτες, ομοίως, είμαι διαιρεμένος σε μοίρες, σε Ξεν.· μεταφ., [[αποσπώ]], [[επιφέρω]] [[σύγχυση]] και [[αταξία]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διασπάω:''' (fut. тж. διασπάσομαι, aor. тж. διεσπασάμην)<br /><b class="num">1)</b> [[разрывать на части]], [[растерзывать]] (τινα [[κρεουργηδόν]] Her.; med. [[χεροῖν]] [[χρόα]] Eur.; οὐχ [[ὅλος]], ἀλλὰ διεσπασμένος Arst.; ὑπὸ τῶν κυνῶν διασπᾶσθαι Plut.; перен. πρὸς τοσαύτας ὑπηρεσίας διασπώμενος Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[разбивать]], [[разрушать]] ([[σταύρωμα]] Xen.; γέφυραν Polyb.; χάρακα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[сокрушать]], [[подрывать]] (νόμους Xen.; πόλιν Plat.; πολιτείας Dem.);<br /><b class="num">4)</b> воен. [[прорывать]], [[рассеивать]] (τὸ [[στράτευμα]] διεσπασμένον Thuc.; τὰς φάλαγγας Arst.; τὴν τάξιν Plut.): τὸ διεσπάσθαι τὰς δυνάμεις Xen. разбросанность (рассредоточенность) войсковых частей;<br /><b class="num">5)</b> [[отрывать]], [[разделять]], [[разлучать]] (τινα [[καί]] τινα ἀπ᾽ [[ἀλλήλων]] Xen.; διασπᾶσδαι ἀπὸ τῶν [[φίλων]] καὶ συνήθων Arst.).
|lstext='''διασπάω''': μέλλ. -σπάσομαι [ᾰ] Ἀριστοφ. Βατρ. 477, Ἐκκλ. 1076, ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]] -σπάσω Ἡρόδ. 7. 236· ἀόρ. -έσπᾰσα, ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]] -εσπασάμην Εὐρ. Ἑκ. 1126, Βάκχ. 339. ‒ Παθ., ἀόρ. -εσπάσθην, πρκμ. -έσπασμαι. Διαχωρίζω μετὰ βίας, μεθ᾿ ὁρμῆς, Λατ. divellere, τοὺς ἄνδρας κρεουργηδὸν δ. Ἡρόδ. 3. 13, πρβλ. 7. 236, Εὐρ. καὶ Ἀριστοφ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., κτλ.· ἐμὲ καὶ τὸν ἄνδρα δ. Ξεν. Κύρ. 6. 1. 45· δ. τὸ [[σταύρωμα]], [[κατακρημνίζω]] [[διασχίζω]], [[καταστρέφω]], ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 4, 10· δ. τὴν γέφυραν, τὸ [[ἔδαφος]] Πολύβ. 6. 55, 1, Πλούτ. Καμίλλ. 5, κτλ. ‒ Παθ., τὸ Ἀττικὸν [[ἔθνος]]διεσπασμένον Ἡρόδ. 1. 59· μόνον οὐ διεσπάσθην Δημ. 58. 8· δ. ἀπὸ τῶν φίλων, ἀποσπῶμαι ἀπὸ τῶν…, Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 10. 2) ἐπὶ στρατιωτικῆς ἐννοίας, ἀποσπῶ, [[ἀποχωρίζω]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] τοῦ στρατεύματος, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 19· δ. τὰς φάλαγγας, [[διαλύω]], κατα-[[στρέφω]], Ἀριστ. Πολ. 5. 3, 16. ‒ Παθ., [[στράτευμα]] διεσπασμένον, στρατὸς διεσκορπισμένος καὶ ἄτακτος, Θουκ. 6. 98, πρβλ. 7. 44., 8. 104· πρβλ. διάβασις· ‒ ἐπὶ στρατιωτῶν, [[ὡσαύτως]], διαμοιραζόμεθα εἰς καταλύματα, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 9. 3) μεταφ., [[σύρω]] κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, ταράττω, Λατ. distrahere δ. τὴν πόλιν, ταράττω τὴν πόλιν ἢ πολιτείαν, Πλάτ. Πολ. 462Α· τὰς πολιτείας Δημ. 54. 5· τοὺς νόμους Ξεν. Κύρ. 8. 5, 25. - Παθ., διασπώμενος, ἀπασχολούμενος, Λατ. negotiis distractus, Λουκ. Θ. Διαλ. 24. 1.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-σπάω uit elkaar trekken:; τοὺς ἄνδρας κρεοργηδὸν διασπάσαντες ἐφόρεον ἐς τὸ τεῖχος ze rukten de mannen als slagers aan stukken en brachten ze binnen de muren Hdt. 3.13.2; διασπάσαντες σταύρωμα een palissade openbreken Xen. Hell. 4.4.10; ook med.; pass.:; χωρία … διεσπασμένα πολλαχοῦ terreinen met veel onderbrekingen Plut. Alex. 20.6; vaak milit.:; διεσπασμένου τοῦ ναυτικοῦ toen zijn vloot gesplitst was Thuc. 8.42.2; ἵνα … μὴ διασπασθείη αὐτοῖς ἡ τάξις opdat er bij hen geen gaten zouden vallen in de formatie Thuc. 5.70; overdr.. τό … κοινὸν συνδεῖ, τὸ δὲ ἴδιον διασπᾷ τὰς πόλεις het gemeenschappelijk belang verbindt, het individuele belang trekt staten uiteen Plat. Lg. 875a; πρὸς τοσαύτας ὑπηρεσίας διασπώμενος terwijl ik door zoveel taken verscheurd word Luc. 79.4.1. wegtrekken, wegrukken van, met ἀπό + gen., pass.: διὸ καὶ τὸ διασπᾶσθαι ἀπὸ φίλων καὶ συνήθων ἐλεεινόν daarom is ook het weggerukt worden van vrienden en bekenden sneu Aristot. Rh. 1386a10.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj