Anonymous

διαρρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> διαρρεύσομαι, <i>ao.2</i> [[διερρύην]], <i>pf.</i> [[διερρύηκα]];<br /><b>I.</b> ([[διά]], en séparant);<br /><b>1</b> <i>litt.</i> couler de côté et d'autre ; se dissoudre, s'échapper, se perdre ; <i>en parl. de pers.</i> être épuisé : ὑπὸ μαλακίας PLUT par la mollesse ; δ. [[τῷ]] βίῳ ÉL mener une vie dissolue;<br /><b>2</b> se répandre de côté et d'autre;<br /><b>3</b> si distendre : χείλη διερρυηκότα, les lèvres écartées, la bouche bée;<br /><b>II.</b> ([[διά]], à travers);<br /><b>1</b> couler à travers;<br /><b>2</b> suinter ; <i>en parl. d'un navire</i> faire eau;<br /><b>3</b> couler <i>ou</i> glisser à travers : [[τῶν]] [[χειρῶν]] LUC à travers les mains ; διὰ [[τῶν]] δακτύλων LUC à travers les doigts.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ῥέω]].
|btext=<i>f.</i> διαρρεύσομαι, <i>ao.2</i> [[διερρύην]], <i>pf.</i> [[διερρύηκα]];<br /><b>I.</b> ([[διά]], en séparant);<br /><b>1</b> <i>litt.</i> couler de côté et d'autre ; se dissoudre, s'échapper, se perdre ; <i>en parl. de pers.</i> être épuisé : ὑπὸ μαλακίας PLUT par la mollesse ; δ. [[τῷ]] βίῳ ÉL mener une vie dissolue;<br /><b>2</b> se répandre de côté et d'autre;<br /><b>3</b> si distendre : χείλη διερρυηκότα, les lèvres écartées, la bouche bée;<br /><b>II.</b> ([[διά]], à travers);<br /><b>1</b> couler à travers;<br /><b>2</b> suinter ; <i>en parl. d'un navire</i> faire eau;<br /><b>3</b> couler <i>ou</i> glisser à travers : [[τῶν]] [[χειρῶν]] LUC à travers les mains ; διὰ [[τῶν]] δακτύλων LUC à travers les doigts.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ῥέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαρρέω''': μέλλ. διαρρεύσομαι· ἀόρ. διερρύην· πρκμ. διερρύηκα·― ῥέω διὰ μέσου, διὰ μέσου Ἡρόδ. 7. 108· δ. μέσου [[αὐτοῦ]] Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 1· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ., τὴν χώραν Ἰσοκρ. 224Β· δ. εἰς τὴν θάλασσαν, ἐπὶ ποταμῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15, 2.― Παθ., εἶμαι καταβεβρεγμένος, [[κάθυγρος]], ἱδρῶτι Ἡλιόδ. 10. 13. 2) [[ἐκφεύγω]] διὰ μέσου, διολισθαίνω, τῶν χειρῶν Λουκ. Γυμν. 28. 3) ἐπὶ πλοίου, [[κάμνω]] νερά, ὁ αὐτ. Νεκρ. Διαλ. 10. 1· τὸ [[ἔδαφος]] διαρρέον καὶ τὴν ἰκμάδα παρέχον Θεόφρ. Πυρ. 41. 4) ἐπὶ φήμης, διαδίδομαι, Πλούτ. Αἰμιλ. 25. 5) χείλη διερρυηκότα, διεστηκότα, χαίνοντα, Ἀριστοφ. Νεφ. 873. ΙΙ. [[διαρρέω]] ὡς [[ὕδωρ]], ἐξαφανίζομαι, [[χάρις]] διαρρεῖ Σοφ. Αἴ. 1267· ἐπὶ τῆς σελήνης, [[φθίνω]], [[πάλιν]] διαρρεῖ κἀπὶ μηδὲν ἔρχεται ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 713· ἐπὶ ἀποθανόντος, Ἀριστοφ. Σφ. 1156· ἐπὶ χρημάτων, Δημ. 982. 10· ἐπὶ στρατιωτῶν, δ. ἐκ τῆς στρατοπεδείας, Λατ. dilabi, Πολύβ. 1. 74, 10, πρβλ. Πλούτ. Σύλλ. 27, κτλ.· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἄλλων προσώπων [[καθόλου]], δ. ὑπὸ μαλακίας, Λατ. diffluere luxuria, Πλούτ. 2. 32F, πρβλ. ὁ αὐτ. Ἀγησ. 14, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 11. 4, κτλ.· δ. τῷ βίῳ, [[διάγω]] ζωὴν ἀνειμένην καὶ παραλελυμένην, Αἰλ. Π. Ἱστ. 9. 24.
|elnltext=διαρρέω [διά, ῥέω] door... heen stromen; met διά + gen.:; διά … σφεων τοῦ μέσου Λίσος ποταμὸς διαρρέει door het midden van de twee (steden) stroomt de rivier de Lisus Hdt. 7.108.2; overdr. door... heen glippen; met gen., διά + gen.; zelden abs. lek zijn. wegstromen, steeds overdr.: διερρύη τὰ τῆς φήμης het gerucht stierf uit Plut. Aem. 24.6; τῶν Ἀρκάδων ἀρξαμένων ἀπιέναι καὶ διαρρεῖν ἀτάκτως omdat de Arcadiërs begonnen zich terug te trekken en zich ordeloos te verspreiden Plut. Ages. 32.13. slap worden:; τοῖσι χείλεσιν διερρυηκόσιν met de lippen helemaal slap (zodat niet goed gearticuleerd kan worden) Aristoph. Nub. 873; overdr., van personen slap, week worden (door luxe).
}}
{{elru
|elrutext='''διαρρέω:''' (fut. διαρρεύσομαι, aor. 2 [[διερρύην]])<br /><b class="num">1)</b> [[течь сквозь или через]], [[протекать]] (διὰ μέσου Her. и διὰ τῶν δακτύλων Luc.; τὴν νῆσον Isocr.; τὸν Ἀπεννῖνον Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[втекать]], [[впадать]] (ποταμοὶ διαρρέοντες εἰς τὴν θάλατταν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[протекать]], [[иметь течь]] (τὸ [[σκαφίδιον]] διαρρεῖ Luc.);<br /><b class="num">4)</b> [[вытекать]], [[утекать]], [[уплывать]] ([[διαρρυῆναι]] τῶν [[χειρῶν]] Luc.; τὸ [[ἀργύριον]] [[διαρρυέν]] Dem.): διαρρεῖ [[χάρις]] τινός Soph. пропадает чувство благодарности к кому-л.;<br /><b class="num">5)</b> досл. растекаться, расплываться, перен. разбегаться (ἐκ τῆς στρατοπεδείας Polyb.; [[ἀπιέναι]] καὶ δ. [[ἀτάκτως]] Plat.): χείλεσιν διερρυηκόσιν Arph. широко растянутыми губами, т. е. уверенным голосом;<br /><b class="num">6)</b> [[становиться расслабленным]], [[лишаться сил или вырождаться]] (ὑπὸ πλούτου καὶ τρυφῆς Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''διαρρέω:''' μέλ. <i>διαρ-ρεύσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>δι-ερρύην</i>, παρακ. <i>δι-ερρύηκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> ρέω [[ανάμεσα]], δια μέσου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[διολισθαίνω]], [[ξεγλιστρώ]], [[τῶν]] [[χειρῶν]], σε Λουκ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[πλοίο]], έχω [[διαρροή]], [[βάζω]] νερά, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για [[φήμη]], διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, σε Πλούτ.<br /><b class="num">5.</b> <i>χείλη διερρυηκότα</i>, με ανοιχτό το [[στόμα]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[διαρρέω]] όπως το [[νερό]], εξαφανίζομαι ή φθείρομαι, <i>χάριςδιαρρεῖ</i>, σε Σοφ.· λέγεται για κάποιον που νοσεί, [[ιδροκοπώ]], σε Αριστοφ.· λέγεται για χρήματα, ξοδεύομαι, σε Δημ.
|lsmtext='''διαρρέω:''' μέλ. <i>διαρ-ρεύσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>δι-ερρύην</i>, παρακ. <i>δι-ερρύηκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> ρέω [[ανάμεσα]], δια μέσου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[διολισθαίνω]], [[ξεγλιστρώ]], [[τῶν]] [[χειρῶν]], σε Λουκ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[πλοίο]], έχω [[διαρροή]], [[βάζω]] νερά, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για [[φήμη]], διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, σε Πλούτ.<br /><b class="num">5.</b> <i>χείλη διερρυηκότα</i>, με ανοιχτό το [[στόμα]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[διαρρέω]] όπως το [[νερό]], εξαφανίζομαι ή φθείρομαι, <i>χάριςδιαρρεῖ</i>, σε Σοφ.· λέγεται για κάποιον που νοσεί, [[ιδροκοπώ]], σε Αριστοφ.· λέγεται για χρήματα, ξοδεύομαι, σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαρρέω:''' (fut. διαρρεύσομαι, aor. 2 [[διερρύην]])<br /><b class="num">1)</b> [[течь сквозь или через]], [[протекать]] (διὰ μέσου Her. и διὰ τῶν δακτύλων Luc.; τὴν νῆσον Isocr.; τὸν Ἀπεννῖνον Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[втекать]], [[впадать]] (ποταμοὶ διαρρέοντες εἰς τὴν θάλατταν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[протекать]], [[иметь течь]] (τὸ [[σκαφίδιον]] διαρρεῖ Luc.);<br /><b class="num">4)</b> [[вытекать]], [[утекать]], [[уплывать]] ([[διαρρυῆναι]] τῶν [[χειρῶν]] Luc.; τὸ [[ἀργύριον]] [[διαρρυέν]] Dem.): διαρρεῖ [[χάρις]] τινός Soph. пропадает чувство благодарности к кому-л.;<br /><b class="num">5)</b> досл. растекаться, расплываться, перен. разбегаться (ἐκ τῆς στρατοπεδείας Polyb.; [[ἀπιέναι]] καὶ δ. [[ἀτάκτως]] Plat.): χείλεσιν διερρυηκόσιν Arph. широко растянутыми губами, т. е. уверенным голосом;<br /><b class="num">6)</b> [[становиться расслабленным]], [[лишаться сил или вырождаться]] (ὑπὸ πλούτου καὶ τρυφῆς Plut.).
|lstext='''διαρρέω''': μέλλ. διαρρεύσομαι· ἀόρ. διερρύην· πρκμ. διερρύηκα·― ῥέω διὰ μέσου, διὰ μέσου Ἡρόδ. 7. 108· δ. μέσου [[αὐτοῦ]] Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 1· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ., τὴν χώραν Ἰσοκρ. 224Β· δ. εἰς τὴν θάλασσαν, ἐπὶ ποταμῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15, 2.― Παθ., εἶμαι καταβεβρεγμένος, [[κάθυγρος]], ἱδρῶτι Ἡλιόδ. 10. 13. 2) [[ἐκφεύγω]] διὰ μέσου, διολισθαίνω, τῶν χειρῶν Λουκ. Γυμν. 28. 3) ἐπὶ πλοίου, [[κάμνω]] νερά, ὁ αὐτ. Νεκρ. Διαλ. 10. 1· τὸ [[ἔδαφος]] διαρρέον καὶ τὴν ἰκμάδα παρέχον Θεόφρ. Πυρ. 41. 4) ἐπὶ φήμης, διαδίδομαι, Πλούτ. Αἰμιλ. 25. 5) χείλη διερρυηκότα, διεστηκότα, χαίνοντα, Ἀριστοφ. Νεφ. 873. ΙΙ. [[διαρρέω]] ὡς [[ὕδωρ]], ἐξαφανίζομαι, [[χάρις]] διαρρεῖ Σοφ. Αἴ. 1267· ἐπὶ τῆς σελήνης, [[φθίνω]], [[πάλιν]] διαρρεῖ κἀπὶ μηδὲν ἔρχεται ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 713· ἐπὶ ἀποθανόντος, Ἀριστοφ. Σφ. 1156· ἐπὶ χρημάτων, Δημ. 982. 10· ἐπὶ στρατιωτῶν, δ. ἐκ τῆς στρατοπεδείας, Λατ. dilabi, Πολύβ. 1. 74, 10, πρβλ. Πλούτ. Σύλλ. 27, κτλ.· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἄλλων προσώπων [[καθόλου]], δ. ὑπὸ μαλακίας, Λατ. diffluere luxuria, Πλούτ. 2. 32F, πρβλ. ὁ αὐτ. Ἀγησ. 14, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 11. 4, κτλ.· δ. τῷ βίῳ, [[διάγω]] ζωὴν ἀνειμένην καὶ παραλελυμένην, Αἰλ. Π. Ἱστ. 9. 24.
}}
{{elnl
|elnltext=διαρρέω [διά, ῥέω] door... heen stromen; met διά + gen.:; διά … σφεων τοῦ μέσου Λίσος ποταμὸς διαρρέει door het midden van de twee (steden) stroomt de rivier de Lisus Hdt. 7.108.2; overdr. door... heen glippen; met gen., διά + gen.; zelden abs. lek zijn. wegstromen, steeds overdr.: διερρύη τὰ τῆς φήμης het gerucht stierf uit Plut. Aem. 24.6; τῶν Ἀρκάδων ἀρξαμένων ἀπιέναι καὶ διαρρεῖν ἀτάκτως omdat de Arcadiërs begonnen zich terug te trekken en zich ordeloos te verspreiden Plut. Ages. 32.13. slap worden:; τοῖσι χείλεσιν διερρυηκόσιν met de lippen helemaal slap (zodat niet goed gearticuleerd kan worden) Aristoph. Nub. 873; overdr., van personen slap, week worden (door luxe).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. διαρ-ρεύσομαι aor2 δι-ερρύην perf. δι-ερρύηκα<br /><b class="num">I.</b> to [[flow]] [[through]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[slip]] [[through]], τῶν [[χειρῶν]] Luc.<br /><b class="num">3.</b> of a [[vessel]], to [[leak]], Luc.<br /><b class="num">4.</b> of a [[report]], to [[spread]] [[abroad]], Plut.<br /><b class="num">5.</b> χείλη διερρυηκότα [[gaping]] lips, Ar.<br /><b class="num">II.</b> to [[fall]] [[away]] like [[water]], die or [[waste]] [[away]], [[χάρις]] διαρρεῖ Soph.; of one [[diseased]], Ar.; of [[money]], Dem.
|mdlsjtxt=fut. διαρ-ρεύσομαι aor2 δι-ερρύην perf. δι-ερρύηκα<br /><b class="num">I.</b> to [[flow]] [[through]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[slip]] [[through]], τῶν [[χειρῶν]] Luc.<br /><b class="num">3.</b> of a [[vessel]], to [[leak]], Luc.<br /><b class="num">4.</b> of a [[report]], to [[spread]] [[abroad]], Plut.<br /><b class="num">5.</b> χείλη διερρυηκότα [[gaping]] lips, Ar.<br /><b class="num">II.</b> to [[fall]] [[away]] like [[water]], die or [[waste]] [[away]], [[χάρις]] διαρρεῖ Soph.; of one [[diseased]], Ar.; of [[money]], Dem.
}}
}}