Anonymous

δύσφρων: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> triste, affligé;<br /><b>2</b> malfaisant, funeste.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[φρήν]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> triste, affligé;<br /><b>2</b> malfaisant, funeste.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[φρήν]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δύσφρων''': -ον, γεν. -ονος, [[δύσθυμος]], [[λίαν]] τεθλιμμένος, [[μελαγχολικός]], τὸ δ. [[στύγος]] (ἴδε [[στύγος]]) Αἰσχύλ. Ἀγ. 547· ἄτη Σοφ. Ο. Κ. 202· λῦπαι Εὐρ. Ἀνδρ. 1043. ΙΙ. κακῶς διακείμενος, κακὴν διάθεσιν ἔχων, δράκοντες Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 511, πρβλ. Ἀγ. 608, 834· λόγοι Εὐρ. Ἀνδρ. 287. ΙΙΙ. = [[ἄφρων]], [[ἀνόητος]], [[μωρός]], Αἰσχύλ. Θήβ. 874· φρενῶν δυσφρόνων ἁμαρτήματα Σοφ. Ἀντ. 1261. - Ἐπίρρ. -όνως, ἀνοήτως, μωρῶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 552.
|elnltext=δύσφρων -ον [δυσ-, φρήν] treurig, droevig:. ὤμοι δύσφρονος ἄτας wee mij, de droevige ellende! Soph. OC 202. kwaadwillend:. δράκοντες slangen Aeschl. Suppl. 511. onbezonnen, dwaas:; φρενῶν δυσφρόνων ἁμαρτήματα vergissingen van een onbezonnen geest Soph. Ant. 1261; adv.. δυσφρόνως op onbezonnen wijze.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσφρων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> [[безрассудный]], [[безумный]] (sc. ἄνθρωποι Aesch.; φρένες Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[тягостный]], [[гнетущий]], [[печальный]] ([[στύγος]] Aesch.; [[ἄτη]] Soph.; λῦπαι Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[враждебный]], [[роковой]], [[губительный]] ([[ἰός]] Aesch.; λόγοι Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δύσφρων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[φρήν]])·<br /><b class="num">I.</b> [[λυπημένος]], [[θλιμμένος]], [[μελαγχολικός]], σε Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει κακή [[διάθεση]], [[κακεντρεχής]], [[εχθρικός]], [[κακοήθης]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> [[ἄφρων]], [[ανόητος]], [[μωρός]], σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''δύσφρων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[φρήν]])·<br /><b class="num">I.</b> [[λυπημένος]], [[θλιμμένος]], [[μελαγχολικός]], σε Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει κακή [[διάθεση]], [[κακεντρεχής]], [[εχθρικός]], [[κακοήθης]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> [[ἄφρων]], [[ανόητος]], [[μωρός]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δύσφρων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> [[безрассудный]], [[безумный]] (sc. ἄνθρωποι Aesch.; φρένες Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[тягостный]], [[гнетущий]], [[печальный]] ([[στύγος]] Aesch.; [[ἄτη]] Soph.; λῦπαι Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[враждебный]], [[роковой]], [[губительный]] ([[ἰός]] Aesch.; λόγοι Eur.).
|lstext='''δύσφρων''': -ον, γεν. -ονος, [[δύσθυμος]], [[λίαν]] τεθλιμμένος, [[μελαγχολικός]], τὸ δ. [[στύγος]] (ἴδε [[στύγος]]) Αἰσχύλ. Ἀγ. 547· ἄτη Σοφ. Ο. Κ. 202· λῦπαι Εὐρ. Ἀνδρ. 1043. ΙΙ. κακῶς διακείμενος, κακὴν διάθεσιν ἔχων, δράκοντες Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 511, πρβλ. Ἀγ. 608, 834· λόγοι Εὐρ. Ἀνδρ. 287. ΙΙΙ. = [[ἄφρων]], [[ἀνόητος]], [[μωρός]], Αἰσχύλ. Θήβ. 874· φρενῶν δυσφρόνων ἁμαρτήματα Σοφ. Ἀντ. 1261. - Ἐπίρρ. -όνως, ἀνοήτως, μωρῶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 552.
}}
{{elnl
|elnltext=δύσφρων -ον [δυσ-, φρήν] treurig, droevig:. ὤμοι δύσφρονος ἄτας wee mij, de droevige ellende! Soph. OC 202. kwaadwillend:. δράκοντες slangen Aeschl. Suppl. 511. onbezonnen, dwaas:; φρενῶν δυσφρόνων ἁμαρτήματα vergissingen van een onbezonnen geest Soph. Ant. 1261; adv.. δυσφρόνως op onbezonnen wijze.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj