δύσφρων
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
δύσφρον, gen. δύσφρονος,
A sad at heart, sorrowful, τὸ δύσφρον στύγος A.Ag.547; ἄτα S.OC202 (lyr.); λῦπαι E.Andr.1043 (lyr.).
II ill-disposed, malignant, δράκοντες A.Supp. 511; ἰός Id.Ag.834; οἱ δύσφρονες ib.608; λόγοι E.Andr.288 (lyr.).
III = ἄφρων, senseless, insensate, A.Th.875 (lyr.); φρενῶν δυσφρόνων ἁμαρτήματα S.Ant.1261 (lyr.). Adv. δυσφρόνως = foolishly, rashly, A.Pers. 552 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
I 1insensato ἰώ, ἰὼ δύσφρονες A.Th.874, cf. Fr.154a.14, φρένες S.Ant.1261, τρόποι Com.Adesp.1064.11, αὐτὴ γὰρ (γαίη) δ. τὸν σὸν θεὸν οὐκ ἐνόησας Orac.Sib.6.22, cf. 2.340.
2 que causa turbación o dolor στύγος A.A.547, ἄτα S.OC 202, cf. E.Cyc.296, ἔρις E.Andr.490, λῦπαι E.Andr.1043, τηκεδών AP 7.475 (Diotim.).
3 hostil, enemigo, malévolo γάμος A.Supp.394, δράκοντες A.Supp.511, ἰός A.A.834, λόγοι E.Andr.288, ἄνδρες AP 7.79 (Mel.)
•subst. οἱ δύσφρονες = los enemigos γυναῖκα ... πολεμίαν τοῖς δύσφροσιν A.A.608, τὰ ... ἐκ γῆς δυσφρόνων μηνίματα las iras de los enemigos procedentes de la tierra, e.e. de los muertos hostiles A.Ch.278.
II adv. δυσφρόνως = insensatamente πάντ' ἐπέσπε δ. A.Pers.552.
German (Pape)
[Seite 690] δύσφρονος, mißmütig; – a) traurig; Aesch. Ag. 833; ἄτη Soph. O. C. 202; λῦπαι Eur. Andr. 1043; τὰ δύσφρονα, Traurigkeit, Pind. Ol. 2, 57. – b) übel gesinnt, feindselig; ἰός, δράκων, Aesch. Ag. 808 Suppl. 506; λόγοι Eur. Andr. 287; ἄνδρες Mel. 118 (VII, 79). – c) unsinnig, töricht; Aesch. Spt. 836; so auch δυσφρόνως Pers. 544; vgl. Soph. Ant. 1247.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 triste, affligé;
2 malfaisant, funeste.
Étymologie: δυσ-, φρήν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δύσφρων -ον [δυσ-, φρήν] treurig, droevig:. ὤμοι δύσφρονος ἄτας wee mij, de droevige ellende! Soph. OC 202. kwaadwillend:. δράκοντες slangen Aeschl. Suppl. 511. onbezonnen, dwaas:; φρενῶν δυσφρόνων ἁμαρτήματα vergissingen van een onbezonnen geest Soph. Ant. 1261; adv.. δυσφρόνως = op onbezonnen wijze.
Russian (Dvoretsky)
δύσφρων: 2, gen. δύσφρονος
1 безрассудный, безумный (sc. ἄνθρωποι Aesch.; φρένες Soph.);
2 тягостный, гнетущий, печальный (στύγος Aesch.; ἄτη Soph.; λῦπαι Eur.);
3 враждебный, роковой, губительный (ἰός Aesch.; λόγοι Eur.).
Greek Monolingual
δύσφρων (δύσφρονος), -ον (Α)
1. δύσθυμος, μελαγχολικός
2. αυτός που έχει κακή διάθεση, εχθρικός
3. ανόητος, μωρός.
Greek Monotonic
δύσφρων: -ον, γεν. δύσφρονος (φρήν)·
I. λυπημένος, θλιμμένος, μελαγχολικός, σε Τραγ.
II. αυτός που έχει κακή διάθεση, κακεντρεχής, εχθρικός, κακοήθης, σε Αισχύλ., Ευρ.
III. ἄφρων, ανόητος, μωρός, σε Αισχύλ., Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
δύσφρων: -ον, γεν. δύσφρονος, δύσθυμος, λίαν τεθλιμμένος, μελαγχολικός, τὸ δ. στύγος (ἴδε στύγος) Αἰσχύλ. Ἀγ. 547· ἄτη Σοφ. Ο. Κ. 202· λῦπαι Εὐρ. Ἀνδρ. 1043. ΙΙ. κακῶς διακείμενος, κακὴν διάθεσιν ἔχων, δράκοντες Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 511, πρβλ. Ἀγ. 608, 834· λόγοι Εὐρ. Ἀνδρ. 287. ΙΙΙ. = ἄφρων, ἀνόητος, μωρός, Αἰσχύλ. Θήβ. 874· φρενῶν δυσφρόνων ἁμαρτήματα Σοφ. Ἀντ. 1261. - Ἐπίρρ. -όνως, ἀνοήτως, μωρῶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 552.
Middle Liddell
δύσ-φρων, δύσφρονος, φρήν
I. sad at heart, sorrowful, melancholy, Trag.
II. ill-disposed, malignant, Aesch., Eur.
III. = ἄφρων, insensate, Aesch., Soph.
English (Woodhouse)
dejected, despondent, disaffected, hostile, malevolent, unfriendly, heartbroken