Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζώπυρον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br />reste de feu prêt à se rallumer ; τὰ ζώπυρα <i>fig.</i> dernières étincelles.<br />'''Étymologie:''' [[ζωός]], [[πῦρ]].
|btext=ου (τό) :<br />reste de feu prêt à se rallumer ; τὰ ζώπυρα <i>fig.</i> dernières étincelles.<br />'''Étymologie:''' [[ζωός]], [[πῦρ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ζώπῠρον''': τό, [[σπινθήρ]], [[σπέρμα]] [[πυρός]], ὁ ἐν τῇ σποδιᾷ μικρὸς σπινθὴρ πρὸς ἄναψιν, [[τεμάχιον]] ἀνημμένου ἄνθρακος, δι’ οὗ ἀνάπτει τις πῦρ· [[ὅθεν]] ὁ [[Πλάτων]] καλεῖ τοὺς μετὰ τὸν κατακλυσμὸν ἐπιζήσαντας σμικρὰ ζ. τοῦ τῶν ἀνθρώπων γένους διασεσωσμένα Νόμ. 677Β, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 3· οὕτω, τὸ βαρὺ καὶ κοῦφον [[οἷον]] ζ. ἄττα κινήσεως Ἀριστ. Οὐρ. 4. 1, 2· βραχέα τινὰ ζ. τῆς Λυκούργου νομοθεσίας Πλούτ. 2. 240Α· ζ. τι πρὸς σωτηρίαν βίου Μάξ. Τύρ., ἴδε Ruhnk. Τιμ. ΙΙ. ἐνεργ., [[φυσητήρ]] δι’ οὗ ἀνάπτεται τὸ πῦρ, Στράβ. 303· ὁ Φώτ. καὶ ὁ Σουΐδ. ἀναφέρουσι ζωπύρια ἢ (κατὰ Πόρσ.) ζωπυρεῖα ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας. ΙΙΙ. [[εἶδος]] φυτοῦ [[ὅπερ]] καλεῖται καὶ [[κλινοπόδιον]], ἀμφίβ. παρὰ τῷ Διοσκ.
|elnltext=ζώπυρον -ου, τό [ζωός, πῦρ] smeulend kooltje; m. n. overdr. vonk, kiem:. σμικρὰ ζώπυρα τοῦ τῶν ἀνθρώπων διασεσωμένα γένους geredde sinteltjes van het mensengeslacht Plat. Lg. 677b.
}}
{{elru
|elrutext='''ζώπῠρον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> досл. догорающий огонь, перен. последняя вспышка, остаток (ζ. τι τοῦ ἀνθρωπίνου σπέρματος Luc.): σμικρὰ ζώπυρα διασεσωσμένα Plat. ничтожные уцелевшие остатки;<br /><b class="num">2)</b> [[искорка]], [[зачаток]], [[зародыш]] (ζώπυρα [[ἄττα]] κινήσεως Arst.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζώπῠρον:''' τό ([[πῦρ]]), [[σπινθήρας]], [[σπίθα]], [[φλογίτσα]], αναμμένο [[κάρβουνο]], σε Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''ζώπῠρον:''' τό ([[πῦρ]]), [[σπινθήρας]], [[σπίθα]], [[φλογίτσα]], αναμμένο [[κάρβουνο]], σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ζώπῠρον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> досл. догорающий огонь, перен. последняя вспышка, остаток (ζ. τι τοῦ ἀνθρωπίνου σπέρματος Luc.): σμικρὰ ζώπυρα διασεσωσμένα Plat. ничтожные уцелевшие остатки;<br /><b class="num">2)</b> [[искорка]], [[зачаток]], [[зародыш]] (ζώπυρα [[ἄττα]] κινήσεως Arst.).
|lstext='''ζώπῠρον''': τό, [[σπινθήρ]], [[σπέρμα]] [[πυρός]], ὁ ἐν τῇ σποδιᾷ μικρὸς σπινθὴρ πρὸς ἄναψιν, [[τεμάχιον]] ἀνημμένου ἄνθρακος, δι’ οὗ ἀνάπτει τις πῦρ· [[ὅθεν]] ὁ [[Πλάτων]] καλεῖ τοὺς μετὰ τὸν κατακλυσμὸν ἐπιζήσαντας σμικρὰ ζ. τοῦ τῶν ἀνθρώπων γένους διασεσωσμένα Νόμ. 677Β, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 3· οὕτω, τὸ βαρὺ καὶ κοῦφον [[οἷον]] ζ. ἄττα κινήσεως Ἀριστ. Οὐρ. 4. 1, 2· βραχέα τινὰ ζ. τῆς Λυκούργου νομοθεσίας Πλούτ. 2. 240Α· ζ. τι πρὸς σωτηρίαν βίου Μάξ. Τύρ., ἴδε Ruhnk. Τιμ. ΙΙ. ἐνεργ., [[φυσητήρ]] δι’ οὗ ἀνάπτεται τὸ πῦρ, Στράβ. 303· ὁ Φώτ. καὶ ὁ Σουΐδ. ἀναφέρουσι ζωπύρια ἢ (κατὰ Πόρσ.) ζωπυρεῖα ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας. ΙΙΙ. [[εἶδος]] φυτοῦ [[ὅπερ]] καλεῖται καὶ [[κλινοπόδιον]], ἀμφίβ. παρὰ τῷ Διοσκ.
}}
{{elnl
|elnltext=ζώπυρον -ου, τό [ζωός, πῦρ] smeulend kooltje; m. n. overdr. vonk, kiem:. σμικρὰ ζώπυρα τοῦ τῶν ἀνθρώπων διασεσωμένα γένους geredde sinteltjes van het mensengeslacht Plat. Lg. 677b.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ζώ-πῠρον, ου, τό, [πῦρ]<br />a [[spark]], ember, Plat., etc.
|mdlsjtxt=ζώ-πῠρον, ου, τό, [πῦρ]<br />a [[spark]], ember, Plat., etc.
}}
}}