Anonymous

κάμνω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> [[καμοῦμαι]], <i>ao.2</i> [[ἔκαμον]], <i>pf.</i> [[κέκμηκα]];<br /><b>I.</b> <i>intr.</i><br /><b>1</b> travailler, prendre de la peine, faire effort, se fatiguer : [[πολλά]] IL grandement ; τινι, pour qqn ; avec un inf. : [[οὐ]] [[μέν]] [[θην]] κάμετον ὀλλῦσαι Τρῶας IL vous n’avez pas dû tous deux vous fatiguer beaucoup à tuer des Troyens ; avec un part. : [[οὐκ]] [[ἔκαμον]] τανύων OD je n’eus pas besoin de beaucoup d'efforts pour tendre (l'arc);<br /><b>2</b> être fatigué : χεῖρα, ὦμον, γυῖα IL avoir la main, l'épaule, les membres fatigués ; avec un part., se lasser de faire qch : [[ἐπεί]] [[κε]] κάμω πολεμίζων IL après que je me serai fatigué à combattre ; <i>en parl. d'un navire</i> souffrir d'une traversée;<br /><b>3</b> être souffrant, souffrir : νόσου SOPH être atteint d'une maladie ; κ. τοὺς ὀφθαλμούς HDT, τὸ [[σῶμα]] PLAT avoir les yeux, le corps malade ; <i>abs.</i> κεκμηκώς, souffrant, fatigué ; <i>au mor.</i> [[ἴσον]] λύπης SOPH souffrir d'une peine égale;<br /><b>4</b> <i>abs.</i> mourir, périr : [[οἱ]] καμόντες IL, OD, [[οἱ]] κεκμηκότες ESCHL les morts (<i>propr.</i> ceux qui ont supporté les fatigues de la vie);<br /><b>II.</b> <i>tr. (d'ord. à l'ao.2)</i> travailler : μίτρην IL, ὅπλα IL fabriquer une mitre (ou caleçon garni de plaques de métal), des armes ; πέπλον IL confectionner un manteau;<br /><i><b>Moy.</b></i> κάμνομαι (<i>ao.2</i> ἐκαμόμην);<br /><b>1</b> travailler pour soi ; νῆσον OD labourer et cultiver une île pour son usage;<br /><b>2</b> gagner <i>ou</i> obtenir par ses efforts ; [[τι]], qch.<br />'''Étymologie:''' R. Καμ, se courber, se fatiguer, cf. [[κάμπτω]].
|btext=<i>f.</i> [[καμοῦμαι]], <i>ao.2</i> [[ἔκαμον]], <i>pf.</i> [[κέκμηκα]];<br /><b>I.</b> <i>intr.</i><br /><b>1</b> travailler, prendre de la peine, faire effort, se fatiguer : [[πολλά]] IL grandement ; τινι, pour qqn ; avec un inf. : [[οὐ]] [[μέν]] [[θην]] κάμετον ὀλλῦσαι Τρῶας IL vous n’avez pas dû tous deux vous fatiguer beaucoup à tuer des Troyens ; avec un part. : [[οὐκ]] [[ἔκαμον]] τανύων OD je n’eus pas besoin de beaucoup d'efforts pour tendre (l'arc);<br /><b>2</b> être fatigué : χεῖρα, ὦμον, γυῖα IL avoir la main, l'épaule, les membres fatigués ; avec un part., se lasser de faire qch : [[ἐπεί]] [[κε]] κάμω πολεμίζων IL après que je me serai fatigué à combattre ; <i>en parl. d'un navire</i> souffrir d'une traversée;<br /><b>3</b> être souffrant, souffrir : νόσου SOPH être atteint d'une maladie ; κ. τοὺς ὀφθαλμούς HDT, τὸ [[σῶμα]] PLAT avoir les yeux, le corps malade ; <i>abs.</i> κεκμηκώς, souffrant, fatigué ; <i>au mor.</i> [[ἴσον]] λύπης SOPH souffrir d'une peine égale;<br /><b>4</b> <i>abs.</i> mourir, périr : [[οἱ]] καμόντες IL, OD, [[οἱ]] κεκμηκότες ESCHL les morts (<i>propr.</i> ceux qui ont supporté les fatigues de la vie);<br /><b>II.</b> <i>tr. (d'ord. à l'ao.2)</i> travailler : μίτρην IL, ὅπλα IL fabriquer une mitre (ou caleçon garni de plaques de métal), des armes ; πέπλον IL confectionner un manteau;<br /><i><b>Moy.</b></i> κάμνομαι (<i>ao.2</i> ἐκαμόμην);<br /><b>1</b> travailler pour soi ; νῆσον OD labourer et cultiver une île pour son usage;<br /><b>2</b> gagner <i>ou</i> obtenir par ses efforts ; [[τι]], qch.<br />'''Étymologie:''' R. Καμ, se courber, se fatiguer, cf. [[κάμπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κάμνω''': ἐκτεταμένος [[τύπος]] ἐκ τῆς √ΚΑΜ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ.: μέλλ. κᾰμοῦμαι, κακεῖ Σοφ. Τρ. 1215· καμεῖται Ἰλ. Β. 389, Αἰσχύλ.· Ἐπικ. ἀπαρ. -έεσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 580: ἀόρ. β΄ ἔκᾰμον, ἀπαρ. καμεῖν, Ἐπικ. ὑποτακτ. μετ’ ἀναδιπλ. κεκάμω, κεκάμῃσι, κεκάμωσι Ἰλ. Α. 168, Η. 5, Ρ. 658 ([[ἔνθα]] ὁ Ἀρίσταρχ. ἀνεγίνωσκε: κε κάμω, κτλ.): πρκμ. [[κέκμηκα]] Ἰλ. Ζ. 262, Ἀττ.· ὑπερσ. ἐκεκμήκεσαν Θουκ. 3. 98· Ἐπικ. μετοχ. [[κεκμηώς]], κεκμηῶτι, κεκμηῶτα Ἰλ. Ψ. 232, Ζ. 261, Ὀδ. Κ. 31· κεκμηότας Ἰλ. Λ. 802· τὸ δὲ κεκμηῶτα, ἐν Θουκ. 3. 59 [[εἶναι]] πιθαν. [[σφάλμα]] ἀντὶ κεκμηκότας. -Μεσ., ἀόρ. ἐκᾰμόμην Ὀδ. Ι. 130, καμόμεσθα Ἰλ. Σ. 341. Ι. μεταβ., [[κατασκευάζω]] τι μετὰ κόπου, [[κάμνω]], ἐπὶ ἔργου τοῦ χαλκέως ἢ σιδηρουργοῦ, ζῶμά τε καὶ μίτρη τὴν χαλκῆες κάμον ἄνδρες, τὴν ὁποίαν ἔκαμαν ἄνδρες χαλκουργοί, Ἰλ. Δ. 187, 216· [[ἐπεὶ]] πάνθ’ ὅπλα [[κάμε]], ὅτε κατεσκεύασε πάντα τὰ ὅπλα, Σ. 614· [[σκῆπτρον]].., τὸ μὲν [[Ἥφαιστος]] [[κάμε]] τεύχων Β. 101, πρβλ. Θ. 195· [[ὡσαύτως]], οὐδ’ ἄνδρες [[νηῶν]] ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους Ὀδ. Ι. 126· πέπλου, ὅν αἱ Χάριτες κάμον αὐταὶ Ἰλ. Ε. 338, πρβλ. Ὀδ. Ο. 105· ὅτ’ εἰς ἵππον κατεβαίνομεν, ὅν κάμ’ Ἐπειὸς Λ. 523· Λέχος Ψ. 189. 3) κατὰ μέσ. ἀόρ., διὰ κόπου κτῶμαι τι, τὰς (δηλ. γυναῖκας) αὐτοὶ καμόμεσθα βίηφί τε δουρί τε μακρῷ Ἰλ. Σ. 341. 3) ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, [[ἐργάζομαι]], καλλιεργῶ μετὰ κὸπου, οἵ κέ [[σφιν]] καὶ νῆσον.. ἐκάμνοντο Ὀδ. Ι. 130· ἱρὸν.., ὅ ῥ’ ἐκάμοντο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 718, πρβλ. Φιλητ. 7. Ὅτι αὕτη ἦτο ἡ πρώτη [[σημασία]] ἀποδεικνύεται ἐκ τῆς ὁμιλουμένης Ἑλληνικῆς, ἐν ᾗ μεγίστη γίνεται [[χρῆσις]] τοῦ [[κάμνω]] ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας. Περὶ τῆς χρήσεως τοῦ ῥήματος τούτου ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς Ἑλληνικῇ καὶ τῶν ποικίλων ἐξ [[αὐτοῦ]] φράσεων, ἴδε Κοραῆ Ἄτακτα τόμ. Β΄, σ. 172 κἑξ. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἐργάζομαι]], [[κοπιάζω]], ὑπέρ τινος Θουκ. 2. 41: -ἀκολούθως, ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος συνεχοῦς ἐργασίας, κουράζομαι, ἀνδρὶ δὲ κεκμηῶτι [[μένος]] μέγα [[οἶνος]] ἀέξει, «ἀνδρὶ δὲ κακοπιακότ. τὴν δύναμιν [[μεγάλως]] αὔξει ὁ [[οἶνος]]» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ζ. 261, πρβλ. Λ. 802· οὐδ’ εἰ [[μάλα]] πολλὰ κάμοιτε Θ. 22· τινι, ὅς οἱ πολλά κάμῃσι, θεὸς δ’ ἐπὶ ἀέξῃ Ὀδ. Ξ. 65· μετ’ αἰτ. τοῦ μέρους καθ’ ὅ τις αἰσθάνεται κόπωσιν, [[οὐδέ]] τι γυῖα.. κάμνει, [[οὔτε]] αἰσθάνεται κόπον εἰς τὰ [[μέλη]] του, Ἰλ. Τ. 170, κτλ.· περὶ δ’ ἔγχεϊ χεῖρα καμεῖται Ἰλ. Β. 389· ὁ δ’ ἀριστερὸν ὦμον ἔκαμνεν Π. 106· - [[ὡσαύτως]] συχνότατα μετὰ μετοχ., κάμνει πολεμίζων, ἐλαύνων, ἐρεθίζων, δακρυχέουσα, θέουσα, κτλ. Α. 168, Η. 5, Ρ. 658, κτλ.· οὐ μέν θην κάμετον.. ὀλλῦσαι Τρῶας Θ. 448· ἔκαμον δέ μοι [[ὄσσε]] πάντῃ παπταίνοντι Ὀδ. Μ. 232· ἀλλ’ ἐπὶ διαφόρου ἐννοίας, οὐκ ἔκαμον τανύων, δὲν ᾐσθάνθην κόπωσιν τανύων τὸ [[τόξον]], εὐκόλως ἐτάνυσα αὐτό, Φ. 426, πρβλ. Ἰλ. Θ. 448· - παρ’ Ἀττ. [[συχνάκις]] μετ’ ἀρνήσεως, [[οὔτοι]] καμοῦμαι... λέγουσα, δὲν θὰ κουρασθῶ λέγουσα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 881· μὴ κάμῃς λέγων Εὐρ. Ι. Α. 1143· οὐκ ἄν κάμοιμι τὰς κακὰς κτείνων αὐτ. ἐν Ὀρ. 1590· οὔποτ’ ἄν κάμοιμ’ ὁρχουμένη Ἀριστοφ. Λυσ. 541, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 470C, Νόμ. 912Ε, κτλ.· - μετὰ δοτ., μὴ κάμνε [[λίαν]] δαπάναις, «μὴ ἀπόκαμνε εἰς τὰς δαπάνας» (Σχόλ.) Πινδ. Π. 1. 175. 2) καταβάλλομαι ἐν τῇ μάχῃ, ἡττῶμαι, ταῖσι (δηλ. μάχαις) Μήδειοι κάμον, ἐν αἷς ἡττήθησαν οἱ Μήδοι, [[αὐτόθι]] 1. 151, 156· εἰς τὸ κάμνον οἰκείου στρατοῦ, τὸ καταπονούμενον ὑπὸ τῶν πολεμίων [[μέρος]] τοῦ στρατοῦ [[αὐτοῦ]], Εὐρ. Ἱκέτ. 709. 3) εἶμαι ἀσθενὴς ἢ ἄρρωστος, [[ὑποφέρω]] ἐξ ἀσθενείας, οἱ κάμνοντες (μετοχ. ἐνεστ.), οἱ ἀσθενεῖς, Ἡρόδ. 1. 197, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 282, Ἀριστοφ. Νεφ. 708, Ἀνδοκ. 9. 20, Πλάτ. κλ.· καμοῦσα ἀπέθανε, νοσήσασα ἀπέθανε, Ἀνδοκ. 16. 3, πρβλ. Δημ. 307. 29· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κάμνειν νόσον Εὐρ. Ἡρακλ. 990, Πλάτ. Πολ. 408Ε· κάμνουσι ποδάγραν, πάσχουσιν ἐκ ποδάγρας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 1· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], κ. τοὺς ὀφθαλμοὺς Ἡρόδ. 2. 111· [[κάμνω]] τὸ [[σῶμα]], εἶμαι ἀσθενὴς κατὰ τὸ [[σῶμα]], ἔχω κακὴν κρᾶσιν, Πλάτ. Γοργ. 478Α· ― [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ. τρόπου, κ. πάθᾳ Πινδ. ΙΙ. 8. 68· νοσήματι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 1· ἐν χρήσει καὶ ὡς Παθ., κάμνειν ὑπὸ νόσου, πάσχειν ἐκ νόσου, Ἡρῳδιαν, 3. 14, 4· ἀπὸ τοῦ τραύματος Λουκ. Τόξ. 60. 4) [[καθόλου]], [[ὑποφέρω]] [[πάσχω]], θλίβομαι, στεναχωροῦμαι, στρατοῦ καμόντος Αἰσχύλ. Ἀγ. 670· τῷ πεπεοιημένῳ κ. [[μεγάλως]] Ἡρόδ. 1. 118, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 482, Εὐρ. Μήδ. 1138, Ἡρ. Μαινόμ. 293· οὐ καμεῖ τοὐμὸν [[μέρος]], δὲν θὰ εὕρης [[κώλυμα]] παρ᾿ ἐμοῦ, δὲν θὰ ἔχῃς νὰ παραπονεθῇς [[ἐναντίον]] μου, Σοφ. Τρ. 1215· [[ὡσαύτως]], κ. ἔν τινι Εὐρ. Ἑκ. 306, Ι. Α. 966· [[οὕτως]] ἐπὶ πλοίου, νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι Αἰσχύλ. Θηβ. 210· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., οὐκ ἴσον καμὼν ἐμοὶ λύπης Σοφ. Ἠλ. 532· καμάτους κ. Ἡρῳδιαν. 3. 6. 5) οἱ καμόντες (μετοχ. ἀορ.), οἱ τελέσαντες τὸ ἑαυτῶν [[ἔργον]], Λατ. defuncti, δηλ. οἱ νεκροί, Ἰλ. Γ. 278· βροτῶν εἴδωλα καμόντων Ὀδ. Λ. 476· εἴδωλα καμ. Ω. 14, Ἰλ. Ψ. 72, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 231, κτλ.· οὕτω παρ᾿ Ἀττ., κεκμηκότες Σοφ. Ἀποσπ. 268, Εὐρ. Ἱκέτ. 576· παρὰ πεζολόγοις, οἱ κεκμηκότες Θουκ. 3. 59, Πλάτ. Νόμ. 718Α, 927Β, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 11, 6· ― ἀλλ᾿ ἐν Εὐρ. Τρ. 96 κεκμηκότες [[εἶναι]] αἱ σκιαί, τὰ πνεύματα τῶν νεκρῶν, Λατ. dii manes. ― Ὁ πρκμ. [[εἶναι]] ἀείποτε ἀμετάβ.
|elnltext=κάμνω [~ κομέω, κομίζω] aor. ἔκαμον, ep. κάμον, med. καμόμην; perf. (steeds intrans. ) κέκμηκα, ep. ptc. κεκμηώς, gen. κεκμηῶτος en κεκμηότος, plqperf. ἐκεκμήκειν; fut. med. καμοῦμαι met acc. (met inspanning) maken, vervaardigen:; μίτρη, τὴν χαλκῆες κάμον ἄνδρες een gordel die smeden hadden vervaardigd Il. 4.187; ἵππον... ὃν κάμε Ἐπειός het (houten) paard, dat Epeius had gebouwd Od. 11.523; οἵ κέ σφιν καὶ νῆσον ἐϋκτιμένην ἐκάμοντο die voor hen het eiland welvarend hadden kunnen maken Od. 9.130; aor. med. verwerven:. τὰς αὐτοὶ καμόμεσθα βίηφί τε δουρί τε μακρῷ (de vrouwen) die wij met het geweld van onze lange lans hebben verworven Il. 18.341. zonder acc. zwoegen, zich inspannen:. κ. ὑπὲρ τῆς πόλεως voor het vaderland zwoegen Thuc. 2.41.5. moe worden: met acc. van betr.:; ὁ δ’ ἀριστερὸν ὦμον ἔκαμνεν zijn linker schouder werd moe Il. 16.106; met ptc.:; ἐπεί κε κάμω πολεμίζων wanneer ik moe geworden ben van het vechten Il. 1.168; ἔκαμον δέ μοι ὄσσε πάντῃ παπταίνοντι mijn ogen werden moe van het rondkijken Od. 12.232; πολλὰ μὴ κάμῃς λέγων doe geen moeite lang te spreken Eur. IA 1143; met dat.:; μὴ κάμνε λίαν δαπάναις wees niet te snel moe met uitgaven Pind. P. 1.90; perf. vermoeid zijn; subst. ptc. aor. οἱ καμόντες en subst. ptc. perf. οἱ κεκμηκότες de doden. het zwaar te verduren hebben, in moeilijkheden zitten:; στρατοῦ καμόντος nu het leger het zwaar te verduren had Aeschl. Ag. 670; τῷ... πεποιημένῳ... ἔκαμον μεγάλως ik was zeer aangedaan door het gebeurde Hdt. 1.118.2; κοὐ καμῇ τοὐμὸν μέρος u zult geen problemen hebben voorzover het van mij afhangt Soph. Tr. 1215; met acc. v. h. inw. obj.: οὐκ ἴσον καμὼν ἐμοὶ λύπης niet gelijke pijn voelend als ik Soph. El. 532. ziek zijn:; τί πάσχεις; τί κάμνεις; wat mankeert je? waar lijd je aan? Aristoph. Nub. 708; καμοῦσα ἀπέθανε zij werd ziek en stierf And. 1.120; met acc. v. h. inw. obj.:; κ. τοὺς ὀφθαλμούς een oogziekte hebben Hdt. 2.111.2; subst. ptc. praes. ὁ κάμνων de patiënt.
}}
{{elru
|elrutext='''κάμνω:''' (fut. κᾰμοῦμαι, aor. 2 [[ἔκαμον|ἔκᾰμον]] - эп. [[κάμον]], pf. [[κέκμηκα]] - дор. κέκμᾱκα; эп. aor. 2 conjct. [[κεκάμω]]; aor. 2 med. ἐκαμόμην - эп. [[καμόμην]]; part. pf. [[κεκμηώς]] с acc. pl. κεκμηότας)<br /><b class="num">1)</b> [[трудиться до усталости]], [[работать до изнеможения]], [[уставать]] (ἔκαμόν μοι [[ὄσσε]] Hom.; κ. ταῖς ψυχαῖς NT): τινὶ πολλὰ κ. Hom. усердно работать на кого-л.; κεκμηότες [[ἄνδρες]] Hom. изнуренные люди; περὶ δ᾽ ἔγχεϊ χεῖρα [[καμεῖται]] Hom. вокруг копья (каждый) устанет рукой, т. е. рука устанет работать копьем; δ᾽ ἀριστερὸν ὦμον ἔκαμνεν Hom. левая рука у него устала (держать щит) (досл. он изнемог левым плечом); [[κάμε]] δακρυχέουσα Hom. (Ниоба) изнемогла от плача; οὐδὲ [[τόξον]] δὴν [[ἔκαμον]] τανύων Hom. я натянул лук без труда; ἐγὼ [[χαλεπῶς]] [[κάμνω]] τὴν ἀσπίδα φέρων Xen. мне очень тяжело нести щит; μὴ κάμῃς [[φίλον]] ἄνδρα εὐεργετῶν Plat. не уставай делать добро другу; [[οὔτοι]] καμοῦμαί σοι λέγουσα [[τἀγαθά]] Aesch. я не устану (т. е. не перестану) давать тебе благие советы; νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι Aesch. когда корабль изнемогает в борьбе с морскими волнами;<br /><b class="num">2)</b> [[слабеть]], [[ослабевать]], [[гнуться]] (θυμῷ Pind.): τὸ κάμνον στράτου Eur. дрогнувшая часть войска;<br /><b class="num">3)</b> [[страдать]], [[болеть]], [[мучиться]] (σῶσαι τὸν κάμνοντα NT): οἱ εὐγενεῖς κάμνουσι τοῖς αἰσχροῖσι τῶν τέκνων [[ὕπερ]] Eur. благородные люди страдают от постыдных поступков (своих) детей; κ. νόσου Soph., νοσήματι Plat. и νόσον Eur. быть пораженным болезнью, болеть; κ. τοὺς ὀφθαλμούς Her. страдать болезнью глаз; κ. [[ἴσον]] λύπης Soph. испытывать те же страдания; κεκμηκὼς ἢ τετρωμένος Plat. больной или раненый; οἱ καμόντες Hom. или οἱ κεκμηκότες Aesch., Thuc., Arst. отстрадавшие, т. е. умершие; οἱ καμόντες Xen. измученные, изнуренные;<br /><b class="num">4)</b> (только aor. 2; тж. med.) изготовить, сделать, сработать (πάνθ᾽ [[ὅπλα]], [[σκῆπτρον]], πέπλους παμποικίλους Hom.): νῆσον καμεῖσθαι ἐϋκτιμένην Hom. сделать остров богатым;<br /><b class="num">5)</b> med. [[добывать себе]], [[завладевать]] (τινα [[βίῃφι]] Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 37: Line 40:
|lsmtext='''κάμνω:''' (εκτετ. [[τύπος]] από την √<i>ΚΑΜ</i>)· <i>κᾰμοῦμαι</i>· αόρ. βʹ <i>ἔκᾰμον</i>, απαρ. [[καμεῖν]], Επικ. υποτ. με αναδιπλ. [[κεκάμω]], γʹ ενικ. <i>κεκάμῃσι</i>, γʹ πληθ. <i>κεκάμωσι</i>· παρακ. [[κέκμηκα]]· γʹ πληθ. υπερσ. <i>ἐκεκμήκεσαν</i>· Επικ. μτχ. [[κεκμηώς]], <i>κεκμηῶτι</i>, <i>κεκμηῶτα</i>, αιτ. πληθ. <i>κεκμηότας</i> — Μέσ., Επικ. αόρ. βʹ [[καμόμην]]·<br /><b class="num">I.</b> μτβ., [[κοπιάζω]], λέγεται για την δουλειά ενός σιδηρουργού, [[σκῆπτρον]], τὸ μὲν [[Ἥφαιστος]] [[κάμε]], το οποίο [[εκείνος]] κατασκεύασε, σε Ομήρ. Ιλ.· κ. [[νῆας]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., [[κερδίζω]], [[αποκτώ]] με κόπο, [[τὰς]] (<i>γυναῖκας</i>) <i>αὐτοὶ καμόμεσθα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εργάζομαι]] ή [[οργώνω]], [[καλλιεργώ]] με μόχθο, κόπο, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αμτβ., [[εργάζομαι]], [[κοπιάζω]], σε Θουκ.· [[έπειτα]], κουράζομαι, ἀνδρὶ δὲ κεκμηῶτι [[μένος]] [[οἶνος]] ἀέξει, σε Ομήρ. Ιλ.· [[οὐδέ]] τι γυῖα κάμνει, [[ούτε]] αισθάνεται [[κόπωση]] στα [[μέλη]] του, στο ίδ.· περὶ δ' ἔγχεϊ χεῖρα [[καμεῖται]], θα κουραζόταν το [[χέρι]] του από το [[πιάσιμο]], από το [[σφίξιμο]] του [[δόρατος]], στο ίδ.· με μτχ., <i>κάμει πολεμίζων</i>, <i>ἐλαύνων</i>, είναι κουρασμένος από την [[μάχη]], από την [[κωπηλασία]], στο ίδ.· οὐκ [[ἔκαμον]] τανύων, δεν συνάντησα, αντιμετώπισα καμία [[δυσκολία]] στο [[χόρδισμα]] του τόξου, δηλ. το έκανα [[χωρίς]] [[πρόβλημα]], σε Ομήρ. Οδ.· [[οὔτοι]] [[καμοῦμαι]] λέγουσα, [[ποτέ]] δεν θα κουρασθώ να λέω, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι [[ασθενής]] ή [[άρρωστος]], [[υποφέρω]] από [[ασθένεια]], <i>οἱ κάμνοντες</i>, οι άρρωστοι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως και, <i>κάμνειν νόσον</i>, σε Ευρ.· <i>κ. τοὺς ὀφθαλμούς</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[υποφέρω]], [[πάσχω]] ή θλίβομαι, στενοχωριέμαι, βασανίζομαι, <i>στρατοῦ καμόντος</i>, σε Αισχύλ.· <i>οὐ καμεῖ</i>, δεν θα έχεις να παραπονεθείς [[εναντίον]] μου, σε Σοφ.· οὐκ [[ἴσον]] καμὼν ἐμοὶ λύπης, μην έχοντας ίσο [[μερίδιο]] λύπης μαζί μου, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> <i>οἱ καμόντες</i> (μτχ. αορ.), αυτοί που ολοκλήρωσαν την δική τους δουλειά, Λατ. defuncti, δηλ. οι νεκροί, σε Όμηρ.· ομοίως και <i>κεκμηκότες</i>, σε Ευρ., Θουκ.
|lsmtext='''κάμνω:''' (εκτετ. [[τύπος]] από την √<i>ΚΑΜ</i>)· <i>κᾰμοῦμαι</i>· αόρ. βʹ <i>ἔκᾰμον</i>, απαρ. [[καμεῖν]], Επικ. υποτ. με αναδιπλ. [[κεκάμω]], γʹ ενικ. <i>κεκάμῃσι</i>, γʹ πληθ. <i>κεκάμωσι</i>· παρακ. [[κέκμηκα]]· γʹ πληθ. υπερσ. <i>ἐκεκμήκεσαν</i>· Επικ. μτχ. [[κεκμηώς]], <i>κεκμηῶτι</i>, <i>κεκμηῶτα</i>, αιτ. πληθ. <i>κεκμηότας</i> — Μέσ., Επικ. αόρ. βʹ [[καμόμην]]·<br /><b class="num">I.</b> μτβ., [[κοπιάζω]], λέγεται για την δουλειά ενός σιδηρουργού, [[σκῆπτρον]], τὸ μὲν [[Ἥφαιστος]] [[κάμε]], το οποίο [[εκείνος]] κατασκεύασε, σε Ομήρ. Ιλ.· κ. [[νῆας]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., [[κερδίζω]], [[αποκτώ]] με κόπο, [[τὰς]] (<i>γυναῖκας</i>) <i>αὐτοὶ καμόμεσθα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εργάζομαι]] ή [[οργώνω]], [[καλλιεργώ]] με μόχθο, κόπο, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αμτβ., [[εργάζομαι]], [[κοπιάζω]], σε Θουκ.· [[έπειτα]], κουράζομαι, ἀνδρὶ δὲ κεκμηῶτι [[μένος]] [[οἶνος]] ἀέξει, σε Ομήρ. Ιλ.· [[οὐδέ]] τι γυῖα κάμνει, [[ούτε]] αισθάνεται [[κόπωση]] στα [[μέλη]] του, στο ίδ.· περὶ δ' ἔγχεϊ χεῖρα [[καμεῖται]], θα κουραζόταν το [[χέρι]] του από το [[πιάσιμο]], από το [[σφίξιμο]] του [[δόρατος]], στο ίδ.· με μτχ., <i>κάμει πολεμίζων</i>, <i>ἐλαύνων</i>, είναι κουρασμένος από την [[μάχη]], από την [[κωπηλασία]], στο ίδ.· οὐκ [[ἔκαμον]] τανύων, δεν συνάντησα, αντιμετώπισα καμία [[δυσκολία]] στο [[χόρδισμα]] του τόξου, δηλ. το έκανα [[χωρίς]] [[πρόβλημα]], σε Ομήρ. Οδ.· [[οὔτοι]] [[καμοῦμαι]] λέγουσα, [[ποτέ]] δεν θα κουρασθώ να λέω, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι [[ασθενής]] ή [[άρρωστος]], [[υποφέρω]] από [[ασθένεια]], <i>οἱ κάμνοντες</i>, οι άρρωστοι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως και, <i>κάμνειν νόσον</i>, σε Ευρ.· <i>κ. τοὺς ὀφθαλμούς</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[υποφέρω]], [[πάσχω]] ή θλίβομαι, στενοχωριέμαι, βασανίζομαι, <i>στρατοῦ καμόντος</i>, σε Αισχύλ.· <i>οὐ καμεῖ</i>, δεν θα έχεις να παραπονεθείς [[εναντίον]] μου, σε Σοφ.· οὐκ [[ἴσον]] καμὼν ἐμοὶ λύπης, μην έχοντας ίσο [[μερίδιο]] λύπης μαζί μου, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> <i>οἱ καμόντες</i> (μτχ. αορ.), αυτοί που ολοκλήρωσαν την δική τους δουλειά, Λατ. defuncti, δηλ. οι νεκροί, σε Όμηρ.· ομοίως και <i>κεκμηκότες</i>, σε Ευρ., Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κάμνω:''' (fut. κᾰμοῦμαι, aor. 2 [[ἔκαμον|ἔκᾰμον]] - эп. [[κάμον]], pf. [[κέκμηκα]] - дор. κέκμᾱκα; эп. aor. 2 conjct. [[κεκάμω]]; aor. 2 med. ἐκαμόμην - эп. [[καμόμην]]; part. pf. [[κεκμηώς]] с acc. pl. κεκμηότας)<br /><b class="num">1)</b> [[трудиться до усталости]], [[работать до изнеможения]], [[уставать]] (ἔκαμόν μοι [[ὄσσε]] Hom.; κ. ταῖς ψυχαῖς NT): τινὶ πολλὰ κ. Hom. усердно работать на кого-л.; κεκμηότες [[ἄνδρες]] Hom. изнуренные люди; περὶ δ᾽ ἔγχεϊ χεῖρα [[καμεῖται]] Hom. вокруг копья (каждый) устанет рукой, т. е. рука устанет работать копьем; ὁ δ᾽ ἀριστερὸν ὦμον ἔκαμνεν Hom. левая рука у него устала (держать щит) (досл. он изнемог левым плечом); [[κάμε]] δακρυχέουσα Hom. (Ниоба) изнемогла от плача; οὐδὲ [[τόξον]] δὴν [[ἔκαμον]] τανύων Hom. я натянул лук без труда; ἐγὼ [[χαλεπῶς]] [[κάμνω]] τὴν ἀσπίδα φέρων Xen. мне очень тяжело нести щит; μὴ κάμῃς [[φίλον]] ἄνδρα εὐεργετῶν Plat. не уставай делать добро другу; [[οὔτοι]] καμοῦμαί σοι λέγουσα [[τἀγαθά]] Aesch. я не устану (т. е. не перестану) давать тебе благие советы; νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι Aesch. когда корабль изнемогает в борьбе с морскими волнами;<br /><b class="num">2)</b> [[слабеть]], [[ослабевать]], [[гнуться]] (θυμῷ Pind.): τὸ κάμνον στράτου Eur. дрогнувшая часть войска;<br /><b class="num">3)</b> [[страдать]], [[болеть]], [[мучиться]] (σῶσαι τὸν κάμνοντα NT): οἱ εὐγενεῖς κάμνουσι τοῖς αἰσχροῖσι τῶν τέκνων [[ὕπερ]] Eur. благородные люди страдают от постыдных поступков (своих) детей; κ. νόσου Soph., νοσήματι Plat. и νόσον Eur. быть пораженным болезнью, болеть; κ. τοὺς ὀφθαλμούς Her. страдать болезнью глаз; κ. [[ἴσον]] λύπης Soph. испытывать те же страдания; κεκμηκὼς ἢ τετρωμένος Plat. больной или раненый; οἱ καμόντες Hom. или οἱ κεκμηκότες Aesch., Thuc., Arst. отстрадавшие, т. е. умершие; οἱ καμόντες Xen. измученные, изнуренные;<br /><b class="num">4)</b> (только aor. 2; тж. med.) изготовить, сделать, сработать (πάνθ᾽ [[ὅπλα]], [[σκῆπτρον]], πέπλους παμποικίλους Hom.): νῆσον καμεῖσθαι ἐϋκτιμένην Hom. сделать остров богатым;<br /><b class="num">5)</b> med. [[добывать себе]], [[завладевать]] (τινα [[βίῃφι]] Hom.).
|lstext='''κάμνω''': ἐκτεταμένος [[τύπος]] ἐκ τῆς √ΚΑΜ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ.: μέλλ. κᾰμοῦμαι, κακεῖ Σοφ. Τρ. 1215· καμεῖται Ἰλ. Β. 389, Αἰσχύλ.· Ἐπικ. ἀπαρ. -έεσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 580: ἀόρ. β΄ ἔκᾰμον, ἀπαρ. καμεῖν, Ἐπικ. ὑποτακτ. μετ’ ἀναδιπλ. κεκάμω, κεκάμῃσι, κεκάμωσι Ἰλ. Α. 168, Η. 5, Ρ. 658 ([[ἔνθα]] ὁ Ἀρίσταρχ. ἀνεγίνωσκε: κε κάμω, κτλ.): πρκμ. [[κέκμηκα]] Ἰλ. Ζ. 262, Ἀττ.· ὑπερσ. ἐκεκμήκεσαν Θουκ. 3. 98· Ἐπικ. μετοχ. [[κεκμηώς]], κεκμηῶτι, κεκμηῶτα Ἰλ. Ψ. 232, Ζ. 261, Ὀδ. Κ. 31· κεκμηότας Ἰλ. Λ. 802· τὸ δὲ κεκμηῶτα, ἐν Θουκ. 3. 59 [[εἶναι]] πιθαν. [[σφάλμα]] ἀντὶ κεκμηκότας. -Μεσ., ἀόρ. ἐκᾰμόμην Ὀδ. Ι. 130, καμόμεσθα Ἰλ. Σ. 341. Ι. μεταβ., [[κατασκευάζω]] τι μετὰ κόπου, [[κάμνω]], ἐπὶ ἔργου τοῦ χαλκέως ἢ σιδηρουργοῦ, ζῶμά τε καὶ μίτρη τὴν χαλκῆες κάμον ἄνδρες, τὴν ὁποίαν ἔκαμαν ἄνδρες χαλκουργοί, Ἰλ. Δ. 187, 216· [[ἐπεὶ]] πάνθ’ ὅπλα [[κάμε]], ὅτε κατεσκεύασε πάντα τὰ ὅπλα, Σ. 614· [[σκῆπτρον]].., τὸ μὲν [[Ἥφαιστος]] [[κάμε]] τεύχων Β. 101, πρβλ. Θ. 195· [[ὡσαύτως]], οὐδ’ ἄνδρες [[νηῶν]] ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους Ὀδ. Ι. 126· πέπλου, ὅν αἱ Χάριτες κάμον αὐταὶ Ἰλ. Ε. 338, πρβλ. Ὀδ. Ο. 105· ὅτ’ εἰς ἵππον κατεβαίνομεν, ὅν κάμ’ Ἐπειὸς Λ. 523· Λέχος Ψ. 189. 3) κατὰ μέσ. ἀόρ., διὰ κόπου κτῶμαι τι, τὰς (δηλ. γυναῖκας) αὐτοὶ καμόμεσθα βίηφί τε δουρί τε μακρῷ Ἰλ. Σ. 341. 3) ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, [[ἐργάζομαι]], καλλιεργῶ μετὰ κὸπου, οἵ κέ [[σφιν]] καὶ νῆσον.. ἐκάμνοντο Ὀδ. Ι. 130· ἱρὸν.., ὅ ῥ’ ἐκάμοντο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 718, πρβλ. Φιλητ. 7. Ὅτι αὕτη ἦτο ἡ πρώτη [[σημασία]] ἀποδεικνύεται ἐκ τῆς ὁμιλουμένης Ἑλληνικῆς, ἐν ᾗ μεγίστη γίνεται [[χρῆσις]] τοῦ [[κάμνω]] ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας. Περὶ τῆς χρήσεως τοῦ ῥήματος τούτου ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς Ἑλληνικῇ καὶ τῶν ποικίλων ἐξ [[αὐτοῦ]] φράσεων, ἴδε Κοραῆ Ἄτακτα τόμ. Β΄, σ. 172 κἑξ. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἐργάζομαι]], [[κοπιάζω]], ὑπέρ τινος Θουκ. 2. 41: -ἀκολούθως, ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος συνεχοῦς ἐργασίας, κουράζομαι, ἀνδρὶ δὲ κεκμηῶτι [[μένος]] μέγα [[οἶνος]] ἀέξει, «ἀνδρὶ δὲ κακοπιακότ. τὴν δύναμιν [[μεγάλως]] αὔξει ὁ [[οἶνος]]» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ζ. 261, πρβλ. Λ. 802· οὐδ’ εἰ [[μάλα]] πολλὰ κάμοιτε Θ. 22· τινι, ὅς οἱ πολλά κάμῃσι, θεὸς δ’ ἐπὶ ἀέξῃ Ὀδ. Ξ. 65· μετ’ αἰτ. τοῦ μέρους καθ’ ὅ τις αἰσθάνεται κόπωσιν, [[οὐδέ]] τι γυῖα.. κάμνει, [[οὔτε]] αἰσθάνεται κόπον εἰς τὰ [[μέλη]] του, Ἰλ. Τ. 170, κτλ.· περὶ δ’ ἔγχεϊ χεῖρα καμεῖται Ἰλ. Β. 389· ὁ δ’ ἀριστερὸν ὦμον ἔκαμνεν Π. 106· - [[ὡσαύτως]] συχνότατα μετὰ μετοχ., κάμνει πολεμίζων, ἐλαύνων, ἐρεθίζων, δακρυχέουσα, θέουσα, κτλ. Α. 168, Η. 5, Ρ. 658, κτλ.· οὐ μέν θην κάμετον.. ὀλλῦσαι Τρῶας Θ. 448· ἔκαμον δέ μοι [[ὄσσε]] πάντῃ παπταίνοντι Ὀδ. Μ. 232· ἀλλ’ ἐπὶ διαφόρου ἐννοίας, οὐκ ἔκαμον τανύων, δὲν ᾐσθάνθην κόπωσιν τανύων τὸ [[τόξον]], εὐκόλως ἐτάνυσα αὐτό, Φ. 426, πρβλ. Ἰλ. Θ. 448· - παρ’ Ἀττ. [[συχνάκις]] μετ’ ἀρνήσεως, [[οὔτοι]] καμοῦμαι... λέγουσα, δὲν θὰ κουρασθῶ λέγουσα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 881· μὴ κάμῃς λέγων Εὐρ. Ι. Α. 1143· οὐκ ἄν κάμοιμι τὰς κακὰς κτείνων ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1590· οὔποτ’ ἄν κάμοιμ’ ὁρχουμένη Ἀριστοφ. Λυσ. 541, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 470C, Νόμ. 912Ε, κτλ.· - μετὰ δοτ., μὴ κάμνε [[λίαν]] δαπάναις, «μὴ ἀπόκαμνε εἰς τὰς δαπάνας» (Σχόλ.) Πινδ. Π. 1. 175. 2) καταβάλλομαι ἐν τῇ μάχῃ, ἡττῶμαι, ταῖσι (δηλ. μάχαις) Μήδειοι κάμον, ἐν αἷς ἡττήθησαν οἱ Μήδοι, [[αὐτόθι]] 1. 151, 156· εἰς τὸ κάμνον οἰκείου στρατοῦ, τὸ καταπονούμενον ὑπὸ τῶν πολεμίων [[μέρος]] τοῦ στρατοῦ [[αὐτοῦ]], Εὐρ. Ἱκέτ. 709. 3) εἶμαι ἀσθενὴς ἢ ἄρρωστος, [[ὑποφέρω]] ἐξ ἀσθενείας, οἱ κάμνοντες (μετοχ. ἐνεστ.), οἱ ἀσθενεῖς, Ἡρόδ. 1. 197, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 282, Ἀριστοφ. Νεφ. 708, Ἀνδοκ. 9. 20, Πλάτ. κλ.· καμοῦσα ἀπέθανε, νοσήσασα ἀπέθανε, Ἀνδοκ. 16. 3, πρβλ. Δημ. 307. 29· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κάμνειν νόσον Εὐρ. Ἡρακλ. 990, Πλάτ. Πολ. 408Ε· κάμνουσι ποδάγραν, πάσχουσιν ἐκ ποδάγρας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 1· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], κ. τοὺς ὀφθαλμοὺς Ἡρόδ. 2. 111· [[κάμνω]] τὸ [[σῶμα]], εἶμαι ἀσθενὴς κατὰ τὸ [[σῶμα]], ἔχω κακὴν κρᾶσιν, Πλάτ. Γοργ. 478Α· ― [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ. τρόπου, κ. πάθᾳ Πινδ. ΙΙ. 8. 68· νοσήματι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 1· ἐν χρήσει καὶ ὡς Παθ., κάμνειν ὑπὸ νόσου, πάσχειν ἐκ νόσου, Ἡρῳδιαν, 3. 14, 4· ἀπὸ τοῦ τραύματος Λουκ. Τόξ. 60. 4) [[καθόλου]], [[ὑποφέρω]] [[πάσχω]], θλίβομαι, στεναχωροῦμαι, στρατοῦ καμόντος Αἰσχύλ. Ἀγ. 670· τῷ πεπεοιημένῳ κ. [[μεγάλως]] Ἡρόδ. 1. 118, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 482, Εὐρ. Μήδ. 1138, Ἡρ. Μαινόμ. 293· οὐ καμεῖ τοὐμὸν [[μέρος]], δὲν θὰ εὕρης [[κώλυμα]] παρ᾿ ἐμοῦ, δὲν θὰ ἔχῃς νὰ παραπονεθῇς [[ἐναντίον]] μου, Σοφ. Τρ. 1215· [[ὡσαύτως]], κ. ἔν τινι Εὐρ. Ἑκ. 306, Ι. Α. 966· [[οὕτως]] ἐπὶ πλοίου, νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι Αἰσχύλ. Θηβ. 210· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., οὐκ ἴσον καμὼν ἐμοὶ λύπης Σοφ. Ἠλ. 532· καμάτους κ. Ἡρῳδιαν. 3. 6. 5) οἱ καμόντες (μετοχ. ἀορ.), οἱ τελέσαντες τὸ ἑαυτῶν [[ἔργον]], Λατ. defuncti, δηλ. οἱ νεκροί, Ἰλ. Γ. 278· βροτῶν εἴδωλα καμόντων Ὀδ. Λ. 476· εἴδωλα καμ. Ω. 14, Ἰλ. Ψ. 72, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 231, κτλ.· οὕτω παρ᾿ Ἀττ., κεκμηκότες Σοφ. Ἀποσπ. 268, Εὐρ. Ἱκέτ. 576· παρὰ πεζολόγοις, οἱ κεκμηκότες Θουκ. 3. 59, Πλάτ. Νόμ. 718Α, 927Β, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 11, 6· ― ἀλλ᾿ ἐν Εὐρ. Τρ. 96 κεκμηκότες [[εἶναι]] αἱ σκιαί, τὰ πνεύματα τῶν νεκρῶν, Λατ. dii manes. ― Ὁ πρκμ. [[εἶναι]] ἀείποτε ἀμετάβ.
}}
{{elnl
|elnltext=κάμνω [~ κομέω, κομίζω] aor. ἔκαμον, ep. κάμον, med. καμόμην; perf. (steeds intrans. ) κέκμηκα, ep. ptc. κεκμηώς, gen. κεκμηῶτος en κεκμηότος, plqperf. ἐκεκμήκειν; fut. med. καμοῦμαι met acc. (met inspanning) maken, vervaardigen:; μίτρη, τὴν χαλκῆες κάμον ἄνδρες een gordel die smeden hadden vervaardigd Il. 4.187; ἵππον... ὃν κάμε Ἐπειός het (houten) paard, dat Epeius had gebouwd Od. 11.523; οἵ κέ σφιν καὶ νῆσον ἐϋκτιμένην ἐκάμοντο die voor hen het eiland welvarend hadden kunnen maken Od. 9.130; aor. med. verwerven:. τὰς αὐτοὶ καμόμεσθα βίηφί τε δουρί τε μακρῷ (de vrouwen) die wij met het geweld van onze lange lans hebben verworven Il. 18.341. zonder acc. zwoegen, zich inspannen:. κ. ὑπὲρ τῆς πόλεως voor het vaderland zwoegen Thuc. 2.41.5. moe worden: met acc. van betr.:; ὁ δ’ ἀριστερὸν ὦμον ἔκαμνεν zijn linker schouder werd moe Il. 16.106; met ptc.:; ἐπεί κε κάμω πολεμίζων wanneer ik moe geworden ben van het vechten Il. 1.168; ἔκαμον δέ μοι ὄσσε πάντῃ παπταίνοντι mijn ogen werden moe van het rondkijken Od. 12.232; πολλὰ μὴ κάμῃς λέγων doe geen moeite lang te spreken Eur. IA 1143; met dat.:; μὴ κάμνε λίαν δαπάναις wees niet te snel moe met uitgaven Pind. P. 1.90; perf. vermoeid zijn; subst. ptc. aor. οἱ καμόντες en subst. ptc. perf. οἱ κεκμηκότες de doden. het zwaar te verduren hebben, in moeilijkheden zitten:; στρατοῦ καμόντος nu het leger het zwaar te verduren had Aeschl. Ag. 670; τῷ... πεποιημένῳ... ἔκαμον μεγάλως ik was zeer aangedaan door het gebeurde Hdt. 1.118.2; κοὐ καμῇ τοὐμὸν μέρος u zult geen problemen hebben voorzover het van mij afhangt Soph. Tr. 1215; met acc. v. h. inw. obj.: οὐκ ἴσον καμὼν ἐμοὶ λύπης niet gelijke pijn voelend als ik Soph. El. 532. ziek zijn:; τί πάσχεις; τί κάμνεις; wat mankeert je? waar lijd je aan? Aristoph. Nub. 708; καμοῦσα ἀπέθανε zij werd ziek en stierf And. 1.120; met acc. v. h. inw. obj.:; κ. τοὺς ὀφθαλμούς een oogziekte hebben Hdt. 2.111.2; subst. ptc. praes. ὁ κάμνων de patiënt.
}}
}}
{{etym
{{etym