Anonymous

κίσθος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br />ciste, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG prob. emprunt d'origine inconnue.
|btext=ου (ὁ) :<br />ciste, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG prob. emprunt d'origine inconnue.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κίσθος''': ἢ κισθός, , cistus, μικρὸς [[θάμνος]] φέρων [[ἄνθη]], Εὔπολ. ἐν «Αἰξὶν» 1. 5, Μνησίμ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 63, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 4· φέρεται καὶ [[κίστος]], Διοσκ. 1. 126, κτλ., ἀλλ’ ἰδὲ Ἡσύχ.· ― ὁ Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., κἑξ., διακρίνει τὰ εἴδη κίσθαρος ἢ [[κίσσαρος]] τοῦ λήδου, πρβλ. Γαλην. 13. 191.
|elnltext=κίσθος en κισθός -οῦ, ὁ zonneroosje (plant).
}}
{{elru
|elrutext='''κίσθος:''' ὁ [[кист]] (кустарник с розовыми или белыми цветами) Theocr., Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κίσθος]] και κισθός, ὁ (Α)<br />ο [[μικρός]] [[θάμνος]] [[κίστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως].
|mltxt=[[κίσθος]] και κισθός, ὁ (Α)<br />ο [[μικρός]] [[θάμνος]] [[κίστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κίσθος:''' ὁ [[кист]] (кустарник с розовыми или белыми цветами) Theocr., Plut.
|lstext='''κίσθος''': ἢ κισθός, , cistus, μικρὸς [[θάμνος]] φέρων [[ἄνθη]], Εὔπολ. ἐν «Αἰξὶν» 1. 5, Μνησίμ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 63, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 4· φέρεται καὶ [[κίστος]], Διοσκ. 1. 126, κτλ., ἀλλ’ ἰδὲ Ἡσύχ.· ― Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., κἑξ., διακρίνει τὰ εἴδη κίσθαρος ἢ [[κίσσαρος]] τοῦ λήδου, πρβλ. Γαλην. 13. 191.
}}
{{elnl
|elnltext=κίσθος en κισθός -οῦ, ὁ zonneroosje (plant).
}}
}}
{{etym
{{etym