Anonymous

καίριος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> opportun : καίριον λέγειν SOPH parler à propos, dire des choses opportunes ; τὰ καίρια THC les circonstances favorables, l'opportunité ; πρὸς τὸ καίριον SOPH à propos, en temps opportun ; <i>en parl. de pers.</i> καιρίαν δ’ [[ἡμῖν]] ὁρῶ στείχουσαν Ἰοκάστην SOPH voici que justement je vois Jocaste s'avancer vers nous;<br /><b>2</b> <i>p. anal. avec idée de lieu</i> qui se trouve à l'endroit convenable <i>particul. pour donner la mort</i> : [[ἐν]] καιρίῳ IL, κατὰ καίριον IL à l'endroit où le coup est mortel ; τὰ καίρια (μέρη) IL parties du corps essentielles <i>particul. où les blessures sont mortelles</i> ; καιρία [[πληγή]] ESCHL <i>ou simpl.</i> [[καιρίη]] <i>(ion.)</i> HDT blessure mortelle;<br /><i>Cp.</i> καιριώτερος, <i>Sp.</i> καιριώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[καιρός]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> opportun : καίριον λέγειν SOPH parler à propos, dire des choses opportunes ; τὰ καίρια THC les circonstances favorables, l'opportunité ; πρὸς τὸ καίριον SOPH à propos, en temps opportun ; <i>en parl. de pers.</i> καιρίαν δ’ [[ἡμῖν]] ὁρῶ στείχουσαν Ἰοκάστην SOPH voici que justement je vois Jocaste s'avancer vers nous;<br /><b>2</b> <i>p. anal. avec idée de lieu</i> qui se trouve à l'endroit convenable <i>particul. pour donner la mort</i> : [[ἐν]] καιρίῳ IL, κατὰ καίριον IL à l'endroit où le coup est mortel ; τὰ καίρια (μέρη) IL parties du corps essentielles <i>particul. où les blessures sont mortelles</i> ; καιρία [[πληγή]] ESCHL <i>ou simpl.</i> [[καιρίη]] <i>(ion.)</i> HDT blessure mortelle;<br /><i>Cp.</i> καιριώτερος, <i>Sp.</i> καιριώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[καιρός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καίριος''': , -ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Θέογν. 341, Τραγ., Λουκ. Νιγρ. 35: ([[καιρός]] Β): 1) παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τόπου, ὁ ἐν τῷ προσήκοντι τόπῳ, [[ἐντεῦθεν]], ἐπὶ μελῶν τοῦ σώματος, καίριον, ἐπικίνδυνον [[μέρος]] τοῦ σώματος, [[ἔνθα]] ἐὰν κτυπηθῇ τις ἀποθνήσκει, Ἰλ. Θ. 84, 326· οὐκ ἐν καιρίῳ, «οὐκ ἐν ἐπικινδύνῳ» (Σχόλ.), Δ 185· [[οὔτι]] [[βέλος]] κατὰ καίριον ἦλθεν Λουκ. 439· ὁ [[αὐχήν]] ἐστι τῶν καιρίων ξεν. Ἱππ. 12, 2· καιριώτατον [[αὐτόθι]] 8· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πληγῶν, καιρία (δηλ. [[πληγή]]), θανατηφόρον [[τραῦμα]], καιρίην (κοινῶς: καιρίῃ) τετύφθαι Ἡρόδ. 3. 64· πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1343· καιρίας πληγῆς τυχεῖν [[αὐτόθι]] 1265· πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 4, 5, καὶ ἴδε [[ἀνταῖος]]· οὕτω, καιρίας σφαγὰς Εὐρ. Φοίν. 1430· καίρια νοσήματα, τραύματα Ἱππ. 448. 8· ἔχειν τὴν καταφορὰν καιρίαν Πολύβ. 2. 33, 3. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὁ ἐν τῷ προσήκοντι χρόνῳ, [[ἔγκαιρος]], προσήκων, [[κατάλληλος]], εὕρισκε [[ταῦτα]] καιριώτατα Ἡρόδ. 1. 125· χρὴ λέγειν τὰ καίρια Αἰσχύλ. Θήβ. 1, πρβλ. Χο. 582, 619· καίριοι συμφοραὶ [[αὐτόθι]] 1064· εἴ τι καίριον λέγεις Σοφ. Ἀντ. 724· δρᾶν, φρονεῖν τὰ καίρια ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 120, Ἠλ. 228· [[καίριος]] σπουδὴ ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 637· καιριωτέρα βουλὴ Εὐρ. Ἡρακλ. 471· κ. [[ἐνθύμημα]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 4· τὸ ἀεὶ καίριον ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 4. 2, 12, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν συμφωνίᾳ πρὸς τὸ ὐποκείμ., καιρίαν δ’ ἡμῖν ὁρῶ στείχουσαν Ἰοκάστην, ἐρχομένην κατὰ τὸν προσήκοντα χρόνον, Σοφ. Ο. Τ. 631· [[καίριος]] ἦλθες Εὐρ. Ἠλ. 598· ὁ δὲ Δινδ. Διώρθωσε καιρία (ἀντὶ καὶ δορία) [[πτώσιμος]], πίπτουσα κατὰ τὴν προσήκουσαν ἢ ὀλεθρίαν στιγμήν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1122: - τὰ καίρια, ἐπίκαιροι περιστάσεις, εὐκαιρίαι, Θουκ. 4. 10· αἰφνίδιοι δυσκολίαι, Δίων Κ. 34. 77, 2. 2) διαρκῶν ἐπί τινα καιρόν, Ἀνθ. Π. 12. 224. ΙΙΙ. τὸ κύριον [[μέρος]] πράγματός τινος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 15, 4 (Schneid. κυριώτατα). IV. Ἐπίρρ. -ρίως, ἐν τῷ προσήκοντι καιρῷ, ἁρμοδίως, καιρίως εἰρημένον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1372· σκοπεῖν Εὐρ. Ρῆσ. 339· Συγκρ. -ωτέρως, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 49· - οὕτω καί, πρὸς τὸ καίριον Σοφ. Φιλ. 525. 2) θανατηφόρως, θανασίμως, οὐτασμένος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1344, πρβλ. Πολύβ. 2. 69, 2.
|elnltext=καίριος -α -ον, f. ook -ος [καιρός] op de juiste plaats dodelijk ( van wonden of ziektes).: ἐν καιρίῳ op een vitale plaats Il. 4.185; καιρία πληγή een dodelijke slag Aeschl. Ag. 1343. op de juiste tijd doeltreffend, gelegen, gunstig:; καιρίοισι συμφοραῖς met gunstig lot Aeschl. Ch. 1064; τι καίριον λέγειν iets opportuuns zeggen Soph. Ant. 724; καιριωτέρα βουλή een doeltreffender plan Eur. Hcld. 471; subst.: τὰ καίρια gunstige omstandigheden; pred. van personen:. καιρίαν... ὁρῶ τῆνδε ἐκ δόμων στείχουσαν Ἰοκάστην ik zie daar Iocaste als geroepen uit het paleis komen Soph. OT 631.
}}
{{elru
|elrutext='''καίριος:''' и<br /><b class="num">1)</b> [[своевременный]], [[удобный]], [[подходящий]] ([[σπουδή]] Soph.; [[βουλή]] Eur.; [[συμμετρία]] Plut.): φροντίζων εὕρισκε [[ταῦτα]] καιριώτατα εἶναι Her. поразмыслив, (Кир) нашел наиболее целесообразным (сделать) следующее; κ. ἦλθες Eur. ты приходишь кстати; καιρίαν ὁρῶ Ἰοκάστην Soph. а вот как раз идет Иокаста;<br /><b class="num">2)</b> [[жизненно важный]] (τόποι τοῦ σώματος Plut.);<br /><b class="num">3)</b> нанесенный в жизненно важный центр, т. е. смертельный ([[πληγή]] Hom., Arst., Plut.; σφαγαί Eur.; [[καταφορά]] Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> [[преходящий]], [[мимолетный]] ([[κάλλος]] τε καὶ [[ἔρως]] Anth.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''καίριος:''' -α, -ον και -ος, -ον (καιρὸς Β)·<br /><b class="num">I.</b> χρησιμοποιείται για [[τόπο]], αυτός που βρίσκεται στο κατάλληλο [[μέρος]], στον σωστό [[τόπο]], απ' όπου λέγεται για τα μέρη του σώματος, <i>ἐν καιρίῳ</i>, <i>κατὰ καίριον</i>, σε ζωτικό, καίριο [[σημείο]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης λέγεται για πληγές, τραύματα, <i>πέπληγμαι καιρίαν πληγήν</i>, καιρίας πληγῆς [[τυχεῖν]], σε Αισχύλ.· το <i>πληγὴ</i> κάποιες φορές παραλείπεται, σε Ηρόδ.· επίρρ. <i>-ίως</i>, θανάσιμα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> χρησιμοποιείται για χρόνο, στον κατάλληλο χρόνο, [[έγκαιρος]], [[επίκαιρος]], ο εν ευθέτω χρόνω, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· <i>τὰ καίρια</i>, επίκαιρες περιστάσεις, ευκαιρίες, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που διαρκεί ένα συγκεκριμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]], σε Ανθ.<br /><b class="num">3.</b> επίρρ. <i>-ρίως</i>, στον κατάλληλο χρόνο, εγκαίρως, σε Αισχύλ.· συγκρ. <i>-ωτέρως</i>, σε Ξεν.· ομοίως επίσης, <i>πρὸς τὸ καίριον</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''καίριος:''' -α, -ον και -ος, -ον (καιρὸς Β)·<br /><b class="num">I.</b> χρησιμοποιείται για [[τόπο]], αυτός που βρίσκεται στο κατάλληλο [[μέρος]], στον σωστό [[τόπο]], απ' όπου λέγεται για τα μέρη του σώματος, <i>ἐν καιρίῳ</i>, <i>κατὰ καίριον</i>, σε ζωτικό, καίριο [[σημείο]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης λέγεται για πληγές, τραύματα, <i>πέπληγμαι καιρίαν πληγήν</i>, καιρίας πληγῆς [[τυχεῖν]], σε Αισχύλ.· το <i>πληγὴ</i> κάποιες φορές παραλείπεται, σε Ηρόδ.· επίρρ. <i>-ίως</i>, θανάσιμα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> χρησιμοποιείται για χρόνο, στον κατάλληλο χρόνο, [[έγκαιρος]], [[επίκαιρος]], ο εν ευθέτω χρόνω, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· <i>τὰ καίρια</i>, επίκαιρες περιστάσεις, ευκαιρίες, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που διαρκεί ένα συγκεκριμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]], σε Ανθ.<br /><b class="num">3.</b> επίρρ. <i>-ρίως</i>, στον κατάλληλο χρόνο, εγκαίρως, σε Αισχύλ.· συγκρ. <i>-ωτέρως</i>, σε Ξεν.· ομοίως επίσης, <i>πρὸς τὸ καίριον</i>, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καίριος:''' и<br /><b class="num">1)</b> [[своевременный]], [[удобный]], [[подходящий]] ([[σπουδή]] Soph.; [[βουλή]] Eur.; [[συμμετρία]] Plut.): φροντίζων εὕρισκε [[ταῦτα]] καιριώτατα εἶναι Her. поразмыслив, (Кир) нашел наиболее целесообразным (сделать) следующее; κ. ἦλθες Eur. ты приходишь кстати; καιρίαν ὁρῶ Ἰοκάστην Soph. а вот как раз идет Иокаста;<br /><b class="num">2)</b> [[жизненно важный]] (τόποι τοῦ σώματος Plut.);<br /><b class="num">3)</b> нанесенный в жизненно важный центр, т. е. смертельный ([[πληγή]] Hom., Arst., Plut.; σφαγαί Eur.; [[καταφορά]] Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> [[преходящий]], [[мимолетный]] ([[κάλλος]] τε καὶ [[ἔρως]] Anth.).
|lstext='''καίριος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Θέογν. 341, Τραγ., Λουκ. Νιγρ. 35: ([[καιρός]] Β): 1) παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τόπου, ὁ ἐν τῷ προσήκοντι τόπῳ, [[ἐντεῦθεν]], ἐπὶ μελῶν τοῦ σώματος, καίριον, ἐπικίνδυνον [[μέρος]] τοῦ σώματος, [[ἔνθα]] ἐὰν κτυπηθῇ τις ἀποθνήσκει, Ἰλ. Θ. 84, 326· οὐκ ἐν καιρίῳ, «οὐκ ἐν ἐπικινδύνῳ» (Σχόλ.), Δ 185· [[οὔτι]] [[βέλος]] κατὰ καίριον ἦλθεν Λουκ. 439· ὁ [[αὐχήν]] ἐστι τῶν καιρίων ξεν. Ἱππ. 12, 2· καιριώτατον [[αὐτόθι]] 8· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πληγῶν, καιρία (δηλ. [[πληγή]]), θανατηφόρον [[τραῦμα]], καιρίην (κοινῶς: καιρίῃ) τετύφθαι Ἡρόδ. 3. 64· πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1343· καιρίας πληγῆς τυχεῖν [[αὐτόθι]] 1265· πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 4, 5, καὶ ἴδε [[ἀνταῖος]]· οὕτω, καιρίας σφαγὰς Εὐρ. Φοίν. 1430· καίρια νοσήματα, τραύματα Ἱππ. 448. 8· ἔχειν τὴν καταφορὰν καιρίαν Πολύβ. 2. 33, 3. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὁ ἐν τῷ προσήκοντι χρόνῳ, [[ἔγκαιρος]], προσήκων, [[κατάλληλος]], εὕρισκε [[ταῦτα]] καιριώτατα Ἡρόδ. 1. 125· χρὴ λέγειν τὰ καίρια Αἰσχύλ. Θήβ. 1, πρβλ. Χο. 582, 619· καίριοι συμφοραὶ [[αὐτόθι]] 1064· εἴ τι καίριον λέγεις Σοφ. Ἀντ. 724· δρᾶν, φρονεῖν τὰ καίρια ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 120, Ἠλ. 228· [[καίριος]] σπουδὴ ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 637· καιριωτέρα βουλὴ Εὐρ. Ἡρακλ. 471· κ. [[ἐνθύμημα]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 4· τὸ ἀεὶ καίριον ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 4. 2, 12, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν συμφωνίᾳ πρὸς τὸ ὐποκείμ., καιρίαν δ’ ἡμῖν ὁρῶ στείχουσαν Ἰοκάστην, ἐρχομένην κατὰ τὸν προσήκοντα χρόνον, Σοφ. Ο. Τ. 631· [[καίριος]] ἦλθες Εὐρ. Ἠλ. 598· ὁ δὲ Δινδ. Διώρθωσε καιρία (ἀντὶ καὶ δορία) [[πτώσιμος]], πίπτουσα κατὰ τὴν προσήκουσαν ἢ ὀλεθρίαν στιγμήν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1122: - τὰ καίρια, ἐπίκαιροι περιστάσεις, εὐκαιρίαι, Θουκ. 4. 10· αἰφνίδιοι δυσκολίαι, Δίων Κ. 34. 77, 2. 2) διαρκῶν ἐπί τινα καιρόν, Ἀνθ. Π. 12. 224. ΙΙΙ. τὸ κύριον [[μέρος]] πράγματός τινος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 15, 4 (Schneid. κυριώτατα). IV. Ἐπίρρ. -ρίως, ἐν τῷ προσήκοντι καιρῷ, ἁρμοδίως, καιρίως εἰρημένον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1372· σκοπεῖν Εὐρ. Ρῆσ. 339· Συγκρ. -ωτέρως, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 49· - οὕτω καί, πρὸς τὸ καίριον Σοφ. Φιλ. 525. 2) θανατηφόρως, θανασίμως, οὐτασμένος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1344, πρβλ. Πολύβ. 2. 69, 2.
}}
{{elnl
|elnltext=καίριος -α -ον, f. ook -ος [καιρός] op de juiste plaats dodelijk ( van wonden of ziektes).: ἐν καιρίῳ op een vitale plaats Il. 4.185; καιρία πληγή een dodelijke slag Aeschl. Ag. 1343. op de juiste tijd doeltreffend, gelegen, gunstig:; καιρίοισι συμφοραῖς met gunstig lot Aeschl. Ch. 1064; τι καίριον λέγειν iets opportuuns zeggen Soph. Ant. 724; καιριωτέρα βουλή een doeltreffender plan Eur. Hcld. 471; subst.: τὰ καίρια gunstige omstandigheden; pred. van personen:. καιρίαν... ὁρῶ τῆνδε ἐκ δόμων στείχουσαν Ἰοκάστην ik zie daar Iocaste als geroepen uit het paleis komen Soph. OT 631.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj