Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καθίζω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> καθίσω, <i>att.</i> [[καθιῶ]], <i>ao.</i> [[ἐκάθισα]], <i>att.</i> καθῖσα, <i>pf.</i> κεκάθικα;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> faire asseoir :<br /><b>1</b> <i>au pr.</i> τινα qqn ; ἐπὶ γούνεσσι IL sur les genoux ; καθίσαι τινὰ [[εἰς]] θρόνον XÉN faire asseoir qqn sur un trône, faire roi;<br /><b>2</b> faire siéger, convoquer : ἀγοράς OD tenir des assemblées;<br /><b>3</b> établir, poster : στρατόν THC établir une armée dans une position ; [[φύλακας]] XÉN poster des gardes ; ἐνέδραν PLUT dresser une embuscade ; <i>fig.</i> τὴν βουλὴν ἐπίσκοπον PLUT établir le sénat comme surveillant;<br /><b>4</b> mettre dans telle ou telle situation : τινα κλαίοντα PLAT <i>ou</i> κλαίειν τινά XÉN faire pleurer qqn;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> s'asseoir : ἔν τινι, [[ἐπί]] [[τι]] sur qch ; <i>en parl. de magistrats</i> siéger;<br /><b>2</b> <i>en parl. d'une armée</i> s'établir dans une position, camper;<br /><i><b>Moy.</b></i> καθίζομαι (<i>fut.</i> καθιζήσομαι) s'asseoir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἵζω]].
|btext=<i>f.</i> καθίσω, <i>att.</i> [[καθιῶ]], <i>ao.</i> [[ἐκάθισα]], <i>att.</i> καθῖσα, <i>pf.</i> κεκάθικα;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> faire asseoir :<br /><b>1</b> <i>au pr.</i> τινα qqn ; ἐπὶ γούνεσσι IL sur les genoux ; καθίσαι τινὰ [[εἰς]] θρόνον XÉN faire asseoir qqn sur un trône, faire roi;<br /><b>2</b> faire siéger, convoquer : ἀγοράς OD tenir des assemblées;<br /><b>3</b> établir, poster : στρατόν THC établir une armée dans une position ; [[φύλακας]] XÉN poster des gardes ; ἐνέδραν PLUT dresser une embuscade ; <i>fig.</i> τὴν βουλὴν ἐπίσκοπον PLUT établir le sénat comme surveillant;<br /><b>4</b> mettre dans telle ou telle situation : τινα κλαίοντα PLAT <i>ou</i> κλαίειν τινά XÉN faire pleurer qqn;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> s'asseoir : ἔν τινι, [[ἐπί]] [[τι]] sur qch ; <i>en parl. de magistrats</i> siéger;<br /><b>2</b> <i>en parl. d'une armée</i> s'établir dans une position, camper;<br /><i><b>Moy.</b></i> καθίζομαι (<i>fut.</i> καθιζήσομαι) s'asseoir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἵζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καθίζω''': Ἰων. [[κατίζω]]: παρατ. καθῖζον ἢ κάθιζον (ὡς ὁ Wolf). Ὅμ., Ἀττ. ἐκάθιζον (ὡς εἰ τὸ [[ῥῆμα]] μὴ ἦτο σύνθετον) Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 6, Δείναρχ. 106. 34: - μέλλ. καθίσω Ἀπολλόδ. Κωμ. ἐν «Διαμαρτάνοντι» 2, Ἀττ. καθιῶ Ξεν. Ἀν. 2. 1, 4, Δημ. 4. 16, 708. 1., 997. 23, Δωρ. καθιξῶ Βίων 4. 16: - ἀόρ. α΄ ἐκάθῐσα Ξεν. Κύρ. 6. 1, 23, Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 4, Ἐπικ. κάθῐσα Ἰλ. Τ. 280, Ἀττ. καθῖσα Εὐρ. ἐν Φοιν. 1188, Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 911, Θουκ. 6. 66., 7. 82, Ἰων. κάτισα Ἡρόδ. 1. 88., 4. 79· Ἐπικ. μετοχ. καθίσσας Ὅμ., Δωρ. καθίξας Θεόκρ. 1. 12, ὑποτ. καθίξῃ [[αὐτόθι]] 51· παρὰ μεταγεν. ἐκαθίζησα Δίων Κ. 37. 27., 54. 30: - ὑπάρχει καὶ [[ἕτερος]] ἀόρ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. [[καθεῖσα]] (κάθεσσα παρὰ Πινδ.) ἀείποτε ἐπὶ μεταβατ. σημασίας· ὑποτ. καθέσω, ἴδε κατωτ. Ι. 4 (ἴδε ἐν λ. ἵζω Ι): - πρκμ. κεκάθῐκα Διόδ. 17. 115: - Μέσ., παρατ. ἐκαθιζόμην Ἀριστοφ. Σφ. 824· ἐν τμήσει, κάδ δὲ μετὰ πρώτῃ ἀγορῇ ἵζοντο κιόντες Ἰλ. Τ. 50: μέλλ. καθιζήσομαι Πλάτ. Φαῖδρ. 229Α, Εὐθύδ. 278C, (προσ-) Αἰσχίν. 77. 33, παρὰ μετ. γεν. καθίσομαι Πλούτ. 2. 583F, Καιν. Διαθ., -ιοῦμαι Ἐβδ.· - ἀόρ. (ἐπ-, παρ-) εκαθισάμην Θουκ. 4. 130, Δημ. 897. 4. Ἐπικ. καθισσάμην Ἀπολλ. Ρόδ. δ. 278: - Παθ., ἀόρ. α΄ μετοχ. καθιζηθεὶς Δίων Κ. 63. 5: Ι. Μεταβατ. ἐνεργείας, βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ, ἄλλους μὲν κάθισον Τρῶας Ἰλ. Ε. 68· μὴ με κάθιζ’ Ζ. 360· πρὶν γ’ ὅτε δὴ σ’ ἐπ’ ἐμοῖσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας Ι. 488· καδ’ δ’ εἶσ’ ἐν θαλάμῳ Γ. 382· τὴν μὲν [[ἔπειτα]] καθεῖσεν ἐπὶ θρόνου Σ. 389· κατίσαι τινὰ ἐπ’ οἰκήματι Ἡρόδ. 2. 121, 5· καθίσαι τινὰ εἰς [[θρόνον]] Ξεν. Ἀν. 2. 1, 4. 2) θέτω, τοποθετῶ, τὸν μὲν... καθεῖσεν ἐπ’ ἠϊόεντα Σκάμανδρον Ἰλ. Ε. 36· κὰδ δ’ ἐν Ἀθήνῃς εἶσεν Β. 549. πρβλ. Ὀδ. Ζ. 202· Κρόνον... [[Ζεύς|Ζεὺς]] γαίης [[νέρθε]] καθεῖσεν Ἰλ. Ξ. 204· καθίσαι τινὰ εἰς δόμον Εὐρ. Ἴων 1541. στρατὸν καθίζει, βάλλει ἀυτὸν νὰ στρατοπεδεύσῃ, Εὐρ. Ἡρακλ. 664, Θουκ. 4. 90· καθ. τὸ [[στράτευμα]] ἐς [[χωρίον]] ἐπιτήδειον ὁ αὐτ. 6. 66· καθ. χωρὶς μὲν τοὺς ὁπλίτας, χωρὶς δὲ τοὺς ἱππέας Πλάτ. Νόμ. 755Ε. β) θέτω ἢ βάλλω [[πρός]] τινα σκοπόν. [[καθίστημι]], σκοπὸς ὃν ῥα καθεῖσεν Αἴγισθος Ὀδ. Δ. 524· κατίσαι φυλάκους, φύλακας Ἡρόδ. 1. 89, Ξεν. Κύρ. 2. 2. 14· ἄλλους κάτισον ἀγαγὼν κατὰ τὰς... πύλας Ἡρόδ. 3. 155· καθ. ἐνέδραν Πλουτ. Ποπλ. 19: - σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, τι ἐπὶ τηγάνοις Φερεκρ. ἐν «Πέρσαι» 4. 3) [[ἱδρύω]], «στήνω», ἀνδριάντα [[κάθεσσαν]] Πινδ. Π. 5. 55· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, βωμοί, τοὺς Μήδεια καθίσσατο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1219· περὶ τοῦ ἐν Εὐρ. Ἱππ. 31 χωρίου, ἴδε ἐν λ. [[ἐγκαθίζω]]. 4) συγκαλῶ ἢ [[διευθύνω]] συνέλευσιν, ἀγορὰς ἡμὲν λύει ἡδὲ καθίζει, περὶ τῆς Θέμιδος, Ὀδ. Β. 69· [[ἵστημι]], [[ὅταν]] καθέσωσιν ἀγῶνα Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. παρὰ Θουκ. 3. 104· καθ. τὸ [[δικαστήριον]], συγκαλῶ εἰς συνεδρίαν τὸ [[δικαστήριον]], Ἀριστοφ. Σφ. 305, πρβλ. Δημ. 997. 23· τοὺς νομοθέτας ὁ αὐτ. 708. 1· [[ἀλλά]], [[καθίζω]] τινὶ δικαστήν, [[διορίζω]] τινὰ δικαστὴν [[ὅπως]] δικάσῃ τινά, Πλάτ. Νόμ. 873Ε· ἐάν τε χιλίους ἐὰν θ’ ὁπόσους ἂν ἡ [[πόλις]] καθίσῃ Δημ. 585, ἐν τέλ.· [[ἱδρύω]], [[ὁρίζω]], δικαστήρια Πλάτ. Πολιτικ. 298Ε· τὴν βουλὴν Πλουτ. Σόλων 19. 5) [[φέρω]] τινὰ εἴς τινα κατάστασιν, [[κάμνω]] αὐτὸν νά, κλαίοντά τινα καθ. Πλάτ. Ἴων 535Ε, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 15· ἀλλ’ [[αὐτόθι]] 14, κλαίειν τινὰ καθ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ κλαίῃ: - περὶ τοῦ ἐν Θεοκρ. 1. 51 χωρίου, ἴδε [[ἀκράτιστος]]. ΙΙ. ἀμεταβ., [[καθίζω]], [[λαμβάνω]] τὴν θέσιν μου, [[κάθημαι]], ἀπολ., Ἰλ. Γ. 394, καὶ Ἀττ.· μετ’ ἀθανάτοισι καθίζοις Ἰλ. Ο. 50, καθῖζον ἐν... θρόνοισι Ὀδ. Θ. 422· ἐν θώκοις Ἡρόδ. 1. 181· ἐπὶ τοῖς ἐργαστηρίοις ἢ τῶν ἐργαστηρίων Ἰσοκ. 372D, 142D· ἐπὶ σκίμποδα Ἀριστοφ. Νεφ. 254· ἐπὶ δένδρων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 9, 1· (ἀλλὰ, καθ. ἐπὶ κώπην, ἐπὶ ἐρετῶν, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 197)· καθ. ἐπὶ τὸν βωμὸν Θουκ. 1. 126, πρβλ. Λυσίαν 132. 4: - παρὰ ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., καθ. τρίποδα, βωμόν, ὀμφαλόν, ἱερὰ Εὐρ. Ἴων 366, Ἠλ. 980, Ἡρακλ. Μαιν. 48, Ἴων 6, 1317· πρβλ. [[ἕζομαι]], ἵζω, ἦμαι, [[ἐφέζομαι]], [[ἔφημαι]], [[πρόσημαι]], [[προσίζω]], Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 191. 2) [[καθίζω]] νὰ [[φάγω]], Λατ. discumbere, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 2. 3) [[λαμβάνω]] θέσιν ὡς [[δικαστής]], [[καθίζω]] νὰ δικάσω, Ἡρόδ. 1. 97., 5. 25, Πλάτ. Νόμ. 659Β, Δημ. 728. 28. 4) [[καθίζω]] ἔν τινι χώρᾳ, [[στρατοπεδεύω]], ἐς [[χωρίον]] Θουκ. 4. 93. 5) [[καθίζω]] (εἰς τὰ ὀπίσθια), [[ὥστε]] ἐπὶ τὰ ἰσχία [[ἄμφω]] καθίσαι τὼ ἵππω Πλάτ. Φαῖδρ. 254Β. 6) ἐπὶ πλοίων, ὡς καὶ νῦν, ἐπιγενομένης ἀμπωτέως καὶ καθισάντων τῶν πλοίων Πολύβ. 1. 39, 3, Στράβ. 99. ΙΙΙ. καὶ τοῦ μέσου γίνεται [[χρῆσις]] ἐπὶ τῆς ἀμεταβ. ταύτης σημασίας, Ἰλ. Τ. 50 (ἐν τμήσει), ἴδε ἐν τῇ ἀρχῇ, Θεόκρ. 15. 3, κτλ.· ἐὰν δὲ καθίζεσθαι κελεύσῃ, ἐὰν δὲ διατάξῃ νὰ λάβωσι τὰς θέσεις των (μεταξὺ τῶν θεατῶν τοῦ θεάτρου), Δημ. 532. 20· πρὶν καὶ προέδρους καθίζεσθαι ὁ αὐτ. 567. 6, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 229Α, Πολ. 516Ε, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ πτηνῶν, [[καταβαίνω]], [[καθίζω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 10, 1. Πρβλ. [[καθέζομαι]].
|elnltext=καθίζω, Ion. κατίζω [κατά, ἵζω] poët. imperf. act. κάθιζον, med. καθιζόμην; aor. act. καθεῖσα, καθῖσα en ἐκάθισα, Ion. aor. κάτισα, ep. κάθισα, Aeol. 3. plur. κάτεσσαν, later καθίζησα, ptc. ep. καθίσσας, Dor. καθίξας, aor. med. (ἐ)καθεζόμην, in compos. ook ἐκαθισάμην; poët. ook καθεσσάμην en (ἐ)καθισ(σ)άμην; aor. pass. later ἐκαθέσθην, ptc. καθεσθείς; fut. Att. καθιῶ, later καθίσω en καθιζήσω, Ion. fut. κατίσω, med. καθιζήσομαι en Att. καθεδοῦμαι act. met acc., causat. doen zitten, plaats laten nemen:. μή με κάθιζ’ vraag me niet te gaan zitten Il. 6.360; ἐπαγγελλόμεθα... εἰς τὸν θρόνον τὸν βασίλειον καθιεῖν αὐτόν wij beloven dat we hem op de koningstroon zullen zetten Xen. An. 2.1.4. zitting doen houden, laten samenkomen, bijeenkomst beleggen:; ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει hij ontbindt vergaderingen en roept ze bijeen Od. 2.69; installeren, instellen:. δικαστήρια καθίσαντας na rechtbanken te hebben ingesteld Plat. Pol. 298e; τὴν δ’ ἄνω βουλὴν ἐπίσκοπον πάντων... ἐκάθισε hij stelde de hoogste raad in als toezichthouder over alles Plut. Sol. 19.2. neerzetten, opstellen:. Κρόνον … Ζεὺς γαίης νέρθε καθεῖσε Zeus zette Kronos onder de aarde neer Il. 14.204; καθίσας τὸν στρατόν nadat hij het leger zijn kamp had laten opslaan Thuc. 4.90.1; καθίσαντες ἐνέδραν τοῖς ἄγουσι τὰς παῖδας na een hinderlaag te hebben gelegd voor degenen die de meisjes begeleidden Plut. Publ. 19.4. in een bepaalde toestand brengen, met ptc. of inf.: ἐὰν μὲν κλάοντας αὐτοὺς καθίσω als ik hen aan het huilen breng Plat. Ion 535e; κλαίειν καθίζοντος τοὺς φίλους als men zijn vrienden tot tranen brengt Xen. Cyr. 2.2.14. intrans. ( act. en med. ) gaan zitten, zitten:; πάλιν... ἐκαθεζόμην ik ging weer zitten Plat. Euthyd. 272e; ποῦ δὴ βούλει καθιζόμενοι ἀναγνῶμεν; waar wil je dat we gaan zitten lezen? Plat. Phaedr. 228e; met plaatsbepaling:; καθῖζον ἐν ὑψηλοῖσι θρόνοισι zij gingen zitten in hoge zetels Od. 8.422; ἐπὶ τῶν ἐργαστηρίων καθίζων in onze werkplaatsen zittend Isocr. 7.15; ἐπὶ τὴν ἑστίαν ἐκαθέζοντο zij gingen (als smekelingen) bij de haard zitten And. 1.44; εἰ μὲν δὴ σύ γ’... μετ’ ἀθανάτοισι καθίζοις moge jij tussen de onsterfelijken zetelen Il. 15.50; poët. met acc.:; καθίζει τρίποδα hij zit op de drievoet Eur. Ion 366; aanzitten:. οὐδ’ ἐκάθιζε Γαδάτας Gadatas zat niet aan tafel Xen. Cyr. 8.4.2. zitting houden:. οὔτε κατίζειν ἔτι ἤθελε hij was niet meer bereid (als rechter) zitting te houden Hdt. 1.97.1; ἡ βουλὴ ἐκεῖ καθεδεῖσθαι ἔμελλε de raad moest daar zitting houden And. 1.111. zich legeren:. τῷ στρατῷ ἐκαθέζετο πρὸς τὸ Διοσκόρειον hij legerde zich met zijn leger bij het heiligdom van de Dioscuren Thuc. 4.110.1.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθίζω:''' ион. [[κατίζω]] (fut. καθίσω - атт. [[καθιῶ]], aor. [[ἐκάθισα]] - атт. καθῖσα - эп. [[κάθισα]], pf. κεκάθικα, эп. part. [[καθίσσας]] - дор. καθίξας; fut. med. καθιζήσομαι)<br /><b class="num">1)</b> [[сажать]], [[усаживать]] (τινὰ ἐπὶ γούνεσσι Hom.; τινὰ ἐπὶ θρόνου Hom., NT и εἰς [[θρόνον]] Xen.; τινὰ ἐν δεξιᾷ τινος NT);<br /><b class="num">2)</b> тж. med. [[садиться]] (ἐν θρόνοισι, ἐπὶ κλισμοῖσι Hom.; med. ἐν ἡσυχίᾳ Plat.; γέρανοι καθίζονται Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[сидеть]] (μετ᾽ ἀθανάτοισι, ἐν πέτρῃσι Hom.; ἐπὶ γῆς Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[помещать]] (τινὰ ἐπ᾽ οἰκήματος Her.);<br /><b class="num">5)</b> [[созывать]], [[устраивать]] ([[ἀνδρῶν]] ἀγοράς Hom.; [[δικαστήριον]] Arph. - ср. 12; τὴν σύγκλητον Plut.); созывать на совещание (τοὺς νομοθέτας Dem.);<br /><b class="num">6)</b> (публично) заседать: κ. καὶ [[δικᾶν]] Her. заседать в суде, творить суд;<br /><b class="num">7)</b> [[размещать]], [[располагать]] (στρατόν Eur.; τὴν στρατιάν Thuc.);<br /><b class="num">8)</b> [[располагаться]], [[размещаться]] (ἐπὶ τὴν Μητρόπολιν Thuc.);<br /><b class="num">9)</b> [[находиться]], [[жить]] (ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλὴμ NT);<br /><b class="num">10)</b> [[ставить]], [[расставлять]] ([[φύλακας]] Xen.);<br /><b class="num">11)</b> [[делать]], [[устраивать]]: κ. ἐνέδραν Plut. устраивать засаду;<br /><b class="num">12)</b> [[устанавливать]], [[учреждать]] (δικαστήρια Plat., Arst. - ср. 5);<br /><b class="num">13)</b> [[назначать]] (δικαστήν Plat.; ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τινάς NT): τὴν βουλὴν πάντων ἐπίσκοπον κ. Plut. возложить на государственный совет наблюдение за всеми делами;<br /><b class="num">14)</b> [[вынуждать]], [[заставлять]]: κ. τινὰ κλαίοντα Plat. или κλαίειν τινα Xen. доводить кого-л. до слез;<br /><b class="num">15)</b> [[садиться на мель]], [[оказываться на мели]] Polyb.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 40: Line 43:
|lsmtext='''καθίζω:''' Ιων. κατ-· παρατ. [[καθῖζον]] ή <i>κάθιζον</i>, Αττ. [[ἐκάθιζον]] (σαν να μην είναι [[σύνθετο]] το [[ρήμα]])· μέλ. Αττ. [[καθιῶ]], σε Ξεν., Δωρ. [[καθιξῶ]]· αόρ. αʹ <i>ἐκάθῐσα</i>, Επικ. <i>κάθῐσα</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. επίσης <i>καθῖσα</i>, Ιων. <i>κατῖσα</i>, Επικ. μτχ. [[καθίσσας]], Δωρ. <i>καθίξας</i>· ο αόρ. αʹ επίσης είναι [[καθεῖσα]] ή <i>-θεσσα</i> — Μέσ., παρατ. <i>ἐκαθιζόμην</i>, μέλ. <i>καθιζήσομαι</i>, μεταγεν. <i>καθίσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκαθισάμην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> Μτβ., κάνω κάποιον να καθίσει [[κάτω]], [[βάζω]] κάποιον να κάτσει, [[καθίζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· καθίσαι τινὰ εἰς [[θρόνον]], σε Ξεν. <b>2. α)</b> [[θέτω]] ή [[τοποθετώ]], σε Όμηρ.· <i>καθίσαι στρατόν</i>, τον [[βάζω]] να στρατοπεδεύσει, σε Ευρ., Θουκ. <b>β)</b> [[θέτω]] ή [[βάζω]] για κάποιον σκοπό, [[εγκαθιστώ]], [[τοποθετώ]] φρουρούς ή σκοπούς, σε Ομήρ. Οδ.· <i>καθίσαι φυλάκους</i>, [[φύλακας]], [[βάζω]] φύλακες, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[στήνω]], ἀνδριάντα [[κάθεσσαν]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">4.</b> [[συγκαλώ]] [[συνέλευση]], [[συνεδριάζω]], σε Ομήρ. Οδ.· κ. τὸ [[δικαστήριον]], [[συγκαλώ]] σε [[συνεδρία]] το δικαστήριο, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">5.</b> [[φέρνω]], [[οδηγώ]] σε συγκεκριμένη [[κατάσταση]], <i>κλαίοντά τινακ</i>., του [[προκαλώ]] [[κλάμα]], σε Πλάτ.· επίσης, <i>κλαίειν τινὰ κ</i>., κάνω κάποιον να κλάψει, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., όπως το [[καθέζομαι]], [[κάθομαι]], είμαι καθισμένος, [[παίρνω]] την [[θέση]] μου, σε Όμηρ. κ.λπ.· με αιτ., <i>καθ. τρίποδα</i>, <i>βωμόν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάθομαι]] να [[φάω]], Λατ. discumbere, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[παίρνω]] την [[θέση]] μου ως [[δικαστής]], [[κάθομαι]] για να δικάσω, σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">4.</b> εγκαθίσταμαι σε μια [[χώρα]], [[στρατοπεδεύω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> [[κατακαθίζω]], [[κατασταλάζω]], [[κατακάθομαι]], βυθίζομαι σε, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> στη Μέσ. επίσης χρησιμ. με αμτβ. [[σημασία]], σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ. κ.λπ.· <i>καθίζεσθαι</i>, [[παίρνω]] την [[θέση]] μου [[μεταξύ]] των θεατών (στο [[θέατρο]]), σε Δημ.
|lsmtext='''καθίζω:''' Ιων. κατ-· παρατ. [[καθῖζον]] ή <i>κάθιζον</i>, Αττ. [[ἐκάθιζον]] (σαν να μην είναι [[σύνθετο]] το [[ρήμα]])· μέλ. Αττ. [[καθιῶ]], σε Ξεν., Δωρ. [[καθιξῶ]]· αόρ. αʹ <i>ἐκάθῐσα</i>, Επικ. <i>κάθῐσα</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. επίσης <i>καθῖσα</i>, Ιων. <i>κατῖσα</i>, Επικ. μτχ. [[καθίσσας]], Δωρ. <i>καθίξας</i>· ο αόρ. αʹ επίσης είναι [[καθεῖσα]] ή <i>-θεσσα</i> — Μέσ., παρατ. <i>ἐκαθιζόμην</i>, μέλ. <i>καθιζήσομαι</i>, μεταγεν. <i>καθίσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκαθισάμην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> Μτβ., κάνω κάποιον να καθίσει [[κάτω]], [[βάζω]] κάποιον να κάτσει, [[καθίζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· καθίσαι τινὰ εἰς [[θρόνον]], σε Ξεν. <b>2. α)</b> [[θέτω]] ή [[τοποθετώ]], σε Όμηρ.· <i>καθίσαι στρατόν</i>, τον [[βάζω]] να στρατοπεδεύσει, σε Ευρ., Θουκ. <b>β)</b> [[θέτω]] ή [[βάζω]] για κάποιον σκοπό, [[εγκαθιστώ]], [[τοποθετώ]] φρουρούς ή σκοπούς, σε Ομήρ. Οδ.· <i>καθίσαι φυλάκους</i>, [[φύλακας]], [[βάζω]] φύλακες, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[στήνω]], ἀνδριάντα [[κάθεσσαν]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">4.</b> [[συγκαλώ]] [[συνέλευση]], [[συνεδριάζω]], σε Ομήρ. Οδ.· κ. τὸ [[δικαστήριον]], [[συγκαλώ]] σε [[συνεδρία]] το δικαστήριο, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">5.</b> [[φέρνω]], [[οδηγώ]] σε συγκεκριμένη [[κατάσταση]], <i>κλαίοντά τινακ</i>., του [[προκαλώ]] [[κλάμα]], σε Πλάτ.· επίσης, <i>κλαίειν τινὰ κ</i>., κάνω κάποιον να κλάψει, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., όπως το [[καθέζομαι]], [[κάθομαι]], είμαι καθισμένος, [[παίρνω]] την [[θέση]] μου, σε Όμηρ. κ.λπ.· με αιτ., <i>καθ. τρίποδα</i>, <i>βωμόν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάθομαι]] να [[φάω]], Λατ. discumbere, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[παίρνω]] την [[θέση]] μου ως [[δικαστής]], [[κάθομαι]] για να δικάσω, σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">4.</b> εγκαθίσταμαι σε μια [[χώρα]], [[στρατοπεδεύω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> [[κατακαθίζω]], [[κατασταλάζω]], [[κατακάθομαι]], βυθίζομαι σε, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> στη Μέσ. επίσης χρησιμ. με αμτβ. [[σημασία]], σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ. κ.λπ.· <i>καθίζεσθαι</i>, [[παίρνω]] την [[θέση]] μου [[μεταξύ]] των θεατών (στο [[θέατρο]]), σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰθίζω:''' ион. [[κατίζω]] (fut. καθίσω - атт. [[καθιῶ]], aor. [[ἐκάθισα]] - атт. καθῖσα - эп. [[κάθισα]], pf. κεκάθικα, эп. part. [[καθίσσας]] - дор. καθίξας; fut. med. καθιζήσομαι)<br /><b class="num">1)</b> [[сажать]], [[усаживать]] (τινὰ ἐπὶ γούνεσσι Hom.; τινὰ ἐπὶ θρόνου Hom., NT и εἰς [[θρόνον]] Xen.; τινὰ ἐν δεξιᾷ τινος NT);<br /><b class="num">2)</b> тж. med. [[садиться]] (ἐν θρόνοισι, ἐπὶ κλισμοῖσι Hom.; med. ἐν ἡσυχίᾳ Plat.; γέρανοι καθίζονται Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[сидеть]] (μετ᾽ ἀθανάτοισι, ἐν πέτρῃσι Hom.; ἐπὶ γῆς Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[помещать]] (τινὰ ἐπ᾽ οἰκήματος Her.);<br /><b class="num">5)</b> [[созывать]], [[устраивать]] ([[ἀνδρῶν]] ἀγοράς Hom.; [[δικαστήριον]] Arph. - ср. 12; τὴν σύγκλητον Plut.); созывать на совещание (τοὺς νομοθέτας Dem.);<br /><b class="num">6)</b> (публично) заседать: κ. καὶ [[δικᾶν]] Her. заседать в суде, творить суд;<br /><b class="num">7)</b> [[размещать]], [[располагать]] (στρατόν Eur.; τὴν στρατιάν Thuc.);<br /><b class="num">8)</b> [[располагаться]], [[размещаться]] (ἐπὶ τὴν Μητρόπολιν Thuc.);<br /><b class="num">9)</b> [[находиться]], [[жить]] (ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλὴμ NT);<br /><b class="num">10)</b> [[ставить]], [[расставлять]] ([[φύλακας]] Xen.);<br /><b class="num">11)</b> [[делать]], [[устраивать]]: κ. ἐνέδραν Plut. устраивать засаду;<br /><b class="num">12)</b> [[устанавливать]], [[учреждать]] (δικαστήρια Plat., Arst. - ср. 5);<br /><b class="num">13)</b> [[назначать]] (δικαστήν Plat.; ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τινάς NT): τὴν βουλὴν πάντων ἐπίσκοπον κ. Plut. возложить на государственный совет наблюдение за всеми делами;<br /><b class="num">14)</b> [[вынуждать]], [[заставлять]]: κ. τινὰ κλαίοντα Plat. или κλαίειν τινα Xen. доводить кого-л. до слез;<br /><b class="num">15)</b> [[садиться на мель]], [[оказываться на мели]] Polyb.
|lstext='''καθίζω''': Ἰων. [[κατίζω]]: παρατ. καθῖζον ἢ κάθιζον (ὡς ὁ Wolf). Ὅμ., Ἀττ. ἐκάθιζον (ὡς εἰ τὸ [[ῥῆμα]] μὴ ἦτο σύνθετον) Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 6, Δείναρχ. 106. 34: - μέλλ. καθίσω Ἀπολλόδ. Κωμ. ἐν «Διαμαρτάνοντι» 2, Ἀττ. καθιῶ Ξεν. Ἀν. 2. 1, 4, Δημ. 4. 16, 708. 1., 997. 23, Δωρ. καθιξῶ Βίων 4. 16: - ἀόρ. α΄ ἐκάθῐσα Ξεν. Κύρ. 6. 1, 23, Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 4, Ἐπικ. κάθῐσα Ἰλ. Τ. 280, Ἀττ. καθῖσα Εὐρ. ἐν Φοιν. 1188, Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 911, Θουκ. 6. 66., 7. 82, Ἰων. κάτισα Ἡρόδ. 1. 88., 4. 79· Ἐπικ. μετοχ. καθίσσας Ὅμ., Δωρ. καθίξας Θεόκρ. 1. 12, ὑποτ. καθίξῃ [[αὐτόθι]] 51· παρὰ μεταγεν. ἐκαθίζησα Δίων Κ. 37. 27., 54. 30: - ὑπάρχει καὶ [[ἕτερος]] ἀόρ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. [[καθεῖσα]] (κάθεσσα παρὰ Πινδ.) ἀείποτε ἐπὶ μεταβατ. σημασίας· ὑποτ. καθέσω, ἴδε κατωτ. Ι. 4 (ἴδε ἐν λ. ἵζω Ι): - πρκμ. κεκάθῐκα Διόδ. 17. 115: - Μέσ., παρατ. ἐκαθιζόμην Ἀριστοφ. Σφ. 824· ἐν τμήσει, κάδ δὲ μετὰ πρώτῃ ἀγορῇ ἵζοντο κιόντες Ἰλ. Τ. 50: μέλλ. καθιζήσομαι Πλάτ. Φαῖδρ. 229Α, Εὐθύδ. 278C, (προσ-) Αἰσχίν. 77. 33, παρὰ μετ. γεν. καθίσομαι Πλούτ. 2. 583F, Καιν. Διαθ., -ιοῦμαι Ἐβδ.· - ἀόρ. (ἐπ-, παρ-) εκαθισάμην Θουκ. 4. 130, Δημ. 897. 4. Ἐπικ. καθισσάμην Ἀπολλ. Ρόδ. δ. 278: - Παθ., ἀόρ. α΄ μετοχ. καθιζηθεὶς Δίων Κ. 63. 5: Ι. Μεταβατ. ἐνεργείας, βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ, ἄλλους μὲν κάθισον Τρῶας Ἰλ. Ε. 68· μὴ με κάθιζ’ Ζ. 360· πρὶν γ’ ὅτε δὴ σ’ ἐπ’ ἐμοῖσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας Ι. 488· καδ’ δ’ εἶσ’ ἐν θαλάμῳ Γ. 382· τὴν μὲν [[ἔπειτα]] καθεῖσεν ἐπὶ θρόνου Σ. 389· κατίσαι τινὰ ἐπ’ οἰκήματι Ἡρόδ. 2. 121, 5· καθίσαι τινὰ εἰς [[θρόνον]] Ξεν. Ἀν. 2. 1, 4. 2) θέτω, τοποθετῶ, τὸν μὲν... καθεῖσεν ἐπ’ ἠϊόεντα Σκάμανδρον Ἰλ. Ε. 36· κὰδ δ’ ἐν Ἀθήνῃς εἶσεν Β. 549. πρβλ. Ὀδ. Ζ. 202· Κρόνον... [[Ζεύς|Ζεὺς]] γαίης [[νέρθε]] καθεῖσεν Ἰλ. Ξ. 204· καθίσαι τινὰ εἰς δόμον Εὐρ. Ἴων 1541. στρατὸν καθίζει, βάλλει ἀυτὸν νὰ στρατοπεδεύσῃ, Εὐρ. Ἡρακλ. 664, Θουκ. 4. 90· καθ. τὸ [[στράτευμα]] ἐς [[χωρίον]] ἐπιτήδειον ὁ αὐτ. 6. 66· καθ. χωρὶς μὲν τοὺς ὁπλίτας, χωρὶς δὲ τοὺς ἱππέας Πλάτ. Νόμ. 755Ε. β) θέτω ἢ βάλλω [[πρός]] τινα σκοπόν. [[καθίστημι]], σκοπὸς ὃν ῥα καθεῖσεν Αἴγισθος Ὀδ. Δ. 524· κατίσαι φυλάκους, φύλακας Ἡρόδ. 1. 89, Ξεν. Κύρ. 2. 2. 14· ἄλλους κάτισον ἀγαγὼν κατὰ τὰς... πύλας Ἡρόδ. 3. 155· καθ. ἐνέδραν Πλουτ. Ποπλ. 19: - σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, τι ἐπὶ τηγάνοις Φερεκρ. ἐν «Πέρσαι» 4. 3) [[ἱδρύω]], «στήνω», ἀνδριάντα [[κάθεσσαν]] Πινδ. Π. 5. 55· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, βωμοί, τοὺς Μήδεια καθίσσατο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1219· περὶ τοῦ ἐν Εὐρ. Ἱππ. 31 χωρίου, ἴδε ἐν λ. [[ἐγκαθίζω]]. 4) συγκαλῶ ἢ [[διευθύνω]] συνέλευσιν, ἀγορὰς ἡμὲν λύει ἡδὲ καθίζει, περὶ τῆς Θέμιδος, Ὀδ. Β. 69· [[ἵστημι]], [[ὅταν]] καθέσωσιν ἀγῶνα Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. παρὰ Θουκ. 3. 104· καθ. τὸ [[δικαστήριον]], συγκαλῶ εἰς συνεδρίαν τὸ [[δικαστήριον]], Ἀριστοφ. Σφ. 305, πρβλ. Δημ. 997. 23· τοὺς νομοθέτας ὁ αὐτ. 708. 1· [[ἀλλά]], [[καθίζω]] τινὶ δικαστήν, [[διορίζω]] τινὰ δικαστὴν [[ὅπως]] δικάσῃ τινά, Πλάτ. Νόμ. 873Ε· ἐάν τε χιλίους ἐὰν θ’ ὁπόσους ἂν ἡ [[πόλις]] καθίσῃ Δημ. 585, ἐν τέλ.· [[ἱδρύω]], [[ὁρίζω]], δικαστήρια Πλάτ. Πολιτικ. 298Ε· τὴν βουλὴν Πλουτ. Σόλων 19. 5) [[φέρω]] τινὰ εἴς τινα κατάστασιν, [[κάμνω]] αὐτὸν νά, κλαίοντά τινα καθ. Πλάτ. Ἴων 535Ε, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 15· ἀλλ’ [[αὐτόθι]] 14, κλαίειν τινὰ καθ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ κλαίῃ: - περὶ τοῦ ἐν Θεοκρ. 1. 51 χωρίου, ἴδε [[ἀκράτιστος]]. ΙΙ. ἀμεταβ., [[καθίζω]], [[λαμβάνω]] τὴν θέσιν μου, [[κάθημαι]], ἀπολ., Ἰλ. Γ. 394, καὶ Ἀττ.· μετ’ ἀθανάτοισι καθίζοις Ἰλ. Ο. 50, καθῖζον ἐν... θρόνοισι Ὀδ. Θ. 422· ἐν θώκοις Ἡρόδ. 1. 181· ἐπὶ τοῖς ἐργαστηρίοις ἢ τῶν ἐργαστηρίων Ἰσοκ. 372D, 142D· ἐπὶ σκίμποδα Ἀριστοφ. Νεφ. 254· ἐπὶ δένδρων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 9, 1· (ἀλλὰ, καθ. ἐπὶ κώπην, ἐπὶ ἐρετῶν, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 197)· καθ. ἐπὶ τὸν βωμὸν Θουκ. 1. 126, πρβλ. Λυσίαν 132. 4: - παρὰ ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., καθ. τρίποδα, βωμόν, ὀμφαλόν, ἱερὰ Εὐρ. Ἴων 366, Ἠλ. 980, Ἡρακλ. Μαιν. 48, Ἴων 6, 1317· πρβλ. [[ἕζομαι]], ἵζω, ἦμαι, [[ἐφέζομαι]], [[ἔφημαι]], [[πρόσημαι]], [[προσίζω]], Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 191. 2) [[καθίζω]] νὰ [[φάγω]], Λατ. discumbere, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 2. 3) [[λαμβάνω]] θέσιν ὡς [[δικαστής]], [[καθίζω]] νὰ δικάσω, Ἡρόδ. 1. 97., 5. 25, Πλάτ. Νόμ. 659Β, Δημ. 728. 28. 4) [[καθίζω]] ἔν τινι χώρᾳ, [[στρατοπεδεύω]], ἐς [[χωρίον]] Θουκ. 4. 93. 5) [[καθίζω]] (εἰς τὰ ὀπίσθια), [[ὥστε]] ἐπὶ τὰ ἰσχία [[ἄμφω]] καθίσαι τὼ ἵππω Πλάτ. Φαῖδρ. 254Β. 6) ἐπὶ πλοίων, ὡς καὶ νῦν, ἐπιγενομένης ἀμπωτέως καὶ καθισάντων τῶν πλοίων Πολύβ. 1. 39, 3, Στράβ. 99. ΙΙΙ. καὶ τοῦ μέσου γίνεται [[χρῆσις]] ἐπὶ τῆς ἀμεταβ. ταύτης σημασίας, Ἰλ. Τ. 50 (ἐν τμήσει), ἴδε ἐν τῇ ἀρχῇ, Θεόκρ. 15. 3, κτλ.· ἐὰν δὲ καθίζεσθαι κελεύσῃ, ἐὰν δὲ διατάξῃ νὰ λάβωσι τὰς θέσεις των (μεταξὺ τῶν θεατῶν τοῦ θεάτρου), Δημ. 532. 20· πρὶν καὶ προέδρους καθίζεσθαι ὁ αὐτ. 567. 6, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 229Α, Πολ. 516Ε, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ πτηνῶν, [[καταβαίνω]], [[καθίζω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 10, 1. Πρβλ. [[καθέζομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=καθίζω, Ion. κατίζω [κατά, ἵζω] poët. imperf. act. κάθιζον, med. καθιζόμην; aor. act. καθεῖσα, καθῖσα en ἐκάθισα, Ion. aor. κάτισα, ep. κάθισα, Aeol. 3. plur. κάτεσσαν, later καθίζησα, ptc. ep. καθίσσας, Dor. καθίξας, aor. med. (ἐ)καθεζόμην, in compos. ook ἐκαθισάμην; poët. ook καθεσσάμην en (ἐ)καθισ(σ)άμην; aor. pass. later ἐκαθέσθην, ptc. καθεσθείς; fut. Att. καθιῶ, later καθίσω en καθιζήσω, Ion. fut. κατίσω, med. καθιζήσομαι en Att. καθεδοῦμαι act. met acc., causat. doen zitten, plaats laten nemen:. μή με κάθιζ’ vraag me niet te gaan zitten Il. 6.360; ἐπαγγελλόμεθα... εἰς τὸν θρόνον τὸν βασίλειον καθιεῖν αὐτόν wij beloven dat we hem op de koningstroon zullen zetten Xen. An. 2.1.4. zitting doen houden, laten samenkomen, bijeenkomst beleggen:; ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει hij ontbindt vergaderingen en roept ze bijeen Od. 2.69; installeren, instellen:. δικαστήρια καθίσαντας na rechtbanken te hebben ingesteld Plat. Pol. 298e; τὴν δ’ ἄνω βουλὴν ἐπίσκοπον πάντων... ἐκάθισε hij stelde de hoogste raad in als toezichthouder over alles Plut. Sol. 19.2. neerzetten, opstellen:. Κρόνον … Ζεὺς γαίης νέρθε καθεῖσε Zeus zette Kronos onder de aarde neer Il. 14.204; καθίσας τὸν στρατόν nadat hij het leger zijn kamp had laten opslaan Thuc. 4.90.1; καθίσαντες ἐνέδραν τοῖς ἄγουσι τὰς παῖδας na een hinderlaag te hebben gelegd voor degenen die de meisjes begeleidden Plut. Publ. 19.4. in een bepaalde toestand brengen, met ptc. of inf.: ἐὰν μὲν κλάοντας αὐτοὺς καθίσω als ik hen aan het huilen breng Plat. Ion 535e; κλαίειν καθίζοντος τοὺς φίλους als men zijn vrienden tot tranen brengt Xen. Cyr. 2.2.14. intrans. ( act. en med. ) gaan zitten, zitten:; πάλιν... ἐκαθεζόμην ik ging weer zitten Plat. Euthyd. 272e; ποῦ δὴ βούλει καθιζόμενοι ἀναγνῶμεν; waar wil je dat we gaan zitten lezen? Plat. Phaedr. 228e; met plaatsbepaling:; καθῖζον ἐν ὑψηλοῖσι θρόνοισι zij gingen zitten in hoge zetels Od. 8.422; ἐπὶ τῶν ἐργαστηρίων καθίζων in onze werkplaatsen zittend Isocr. 7.15; ἐπὶ τὴν ἑστίαν ἐκαθέζοντο zij gingen (als smekelingen) bij de haard zitten And. 1.44; εἰ μὲν δὴ σύ γ’... μετ’ ἀθανάτοισι καθίζοις moge jij tussen de onsterfelijken zetelen Il. 15.50; poët. met acc.:; καθίζει τρίποδα hij zit op de drievoet Eur. Ion 366; aanzitten:. οὐδ’ ἐκάθιζε Γαδάτας Gadatas zat niet aan tafel Xen. Cyr. 8.4.2. zitting houden:. οὔτε κατίζειν ἔτι ἤθελε hij was niet meer bereid (als rechter) zitting te houden Hdt. 1.97.1; ἡ βουλὴ ἐκεῖ καθεδεῖσθαι ἔμελλε de raad moest daar zitting houden And. 1.111. zich legeren:. τῷ στρατῷ ἐκαθέζετο πρὸς τὸ Διοσκόρειον hij legerde zich met zijn leger bij het heiligdom van de Dioscuren Thuc. 4.110.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj