Anonymous

κάθαρσις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br />purification :<br /><b>1</b> <i>t. de méd.</i> purgation;<br /><b>2</b> <i>au mor.</i> soulagement de l'âme par la satisfaction d'un besoin moral;<br /><b>3</b> <i>au sens relig.</i> cérémonies de purification auxquelles étaient soumis les candidats à l'initiation.<br />'''Étymologie:''' [[καθαίρω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />purification :<br /><b>1</b> <i>t. de méd.</i> purgation;<br /><b>2</b> <i>au mor.</i> soulagement de l'âme par la satisfaction d'un besoin moral;<br /><b>3</b> <i>au sens relig.</i> cérémonies de purification auxquelles étaient soumis les candidats à l'initiation.<br />'''Étymologie:''' [[καθαίρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κάθαρσις''': -εως, ἡ, ([[καθαίρω]]) ὁ ἀπὸ ἐνοχῆς ἢ μιάσματος [[καθαρισμός]], [[καθαρμός]], [[ἁγνισμός]], Λατ. lustratio, Ἡρόδ. 1. 35, Πλάτ. Κρατ. 405Α, κλ.· παρὰ Πλάτωνι. περὶ τῆς ψυχῆς, [[κάθαρσις]]· τὸ χωρίζειν ὅτι [[μάλιστα]] ἀπὸ τοῦ σώματος τὴν ψυχὴν Φαίδ. 67C,πρβλ. Σοφ. 227C· περὶ τοῦ ἀποτελέσματος ἢ τῆς ἐνεργείας τραγικοῦ ποιήματος, κ. τῶν παθημάτων Ἀριστ. Ποιητ. 6, 2, πρβλ. Πολιτικ. 8. 7, 3, πρβλ. [[καθαρτικός]]. ΙΙ. παρὰ τοῖς ἰατρ., [[ἀποκάθαρσις]] ἢ ἀποβολὴ χυμῶν τοῦ σώματος, [[κένωσις]], [[εἴτε]] φυσικὴ [[εἴτε]] διὰ φαρμάκων, Ἱππ. Ἀφ. 1254, πρβλ. 402. 6, κτλ.· κ. ἰατρικὴ Πλάτ. Νόμ. 628D· καθάρσεις ἔμμηνοι, τὰ ἔμμηνα τῶν [[γυναικών]], Ἱππ. Ἀφ. 1255· καθάρσεις καταμηνίων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 20· οὕτω καὶ μόνον, [[κάθαρσις]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 6, 16, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]], κ. μετὰ τόκον Ἱππ. π. Ἀέρ. 284· ἡ ἐν τόκοις κ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 20, 5 κ. αἵματος αὐτομάτη μοι.. συνέβη Δημ. 1260. 24. ΙΙΙ. τὸ κλάδευμα δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 12· πρβλ. [[διακάθαρσις]] ΙΙ.
|elnltext=κάθαρσις -εως, ἡ [καθαίρω] Ion. gen. sing. καθάρσιος. reiniging, loutering:. κάθαρσίς τις τῶν τοιούτων πάντων (de echte deugd) is een zuivering van al dergelijke zaken Plat. Phaed. 69b; τραγῳδία... δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν de tragedie die door medeleven en angst op te roepen de reiniging van dergelijke gevoelens tot stand brengt Aristot. Poët. 1449b 28. geneesk. uitscheiding van vocht; menstruatie.
}}
{{elru
|elrutext='''κάθαρσις:''' εως (κᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[очищение]] (αἱ τῆς ψυχῆς καθάρσεις Plat.): κ. [[ἀπόκρισις]] χειρόνων ἀπὸ βελτιόνων (sc. ἐστίν) Plat. очищение есть отделение худшего от лучшего;<br /><b class="num">2)</b> культ. [[обряд очищения]] ([[ἔστι]] παραπλησίη ἡ κ. τοῖσι Λυδοῖσι καὶ τοῖσι Ἓλλησι Her.; ἡ [[σωτηρία]] διὰ τῆς καθάρσεως Arst.);<br /><b class="num">3)</b> «[[катарсис]]», очищение, возвышение (τῶν παθημάτων, [[ἰατρεία]] καὶ κ., sc. τῆς ψυχῆς Arst.);<br /><b class="num">4)</b> физиол. [[очищение]], [[выделение]] (τῶν περιττωμάτων, καταμηνίων Arst.);<br /><b class="num">5)</b> мед. (гнойное) выделение ([[φλεγματώδης]] Arst.);<br /><b class="num">6)</b> мед. [[очищение]], [[оздоровление]] (διὰ φαρμάκων Arst.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάθαρσις:''' -εως, ἡ ([[καθαίρω]]), [[καθαρισμός]] από ενοχές ή [[μίασμα]], [[εξιλέωση]], Λατ. [[lustratio]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
|lsmtext='''κάθαρσις:''' -εως, ἡ ([[καθαίρω]]), [[καθαρισμός]] από ενοχές ή [[μίασμα]], [[εξιλέωση]], Λατ. [[lustratio]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κάθαρσις:''' εως (κᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[очищение]] (αἱ τῆς ψυχῆς καθάρσεις Plat.): κ. [[ἀπόκρισις]] χειρόνων ἀπὸ βελτιόνων (sc. ἐστίν) Plat. очищение есть отделение худшего от лучшего;<br /><b class="num">2)</b> культ. [[обряд очищения]] ([[ἔστι]] παραπλησίη ἡ κ. τοῖσι Λυδοῖσι καὶ τοῖσι Ἓλλησι Her.; ἡ [[σωτηρία]] διὰ τῆς καθάρσεως Arst.);<br /><b class="num">3)</b> «[[катарсис]]», очищение, возвышение (τῶν παθημάτων, [[ἰατρεία]] καὶ κ., sc. τῆς ψυχῆς Arst.);<br /><b class="num">4)</b> физиол. [[очищение]], [[выделение]] (τῶν περιττωμάτων, καταμηνίων Arst.);<br /><b class="num">5)</b> мед. (гнойное) выделение ([[φλεγματώδης]] Arst.);<br /><b class="num">6)</b> мед. [[очищение]], [[оздоровление]] (διὰ φαρμάκων Arst.).
|lstext='''κάθαρσις''': -εως, ἡ, ([[καθαίρω]]) ὁ ἀπὸ ἐνοχῆς ἢ μιάσματος [[καθαρισμός]], [[καθαρμός]], [[ἁγνισμός]], Λατ. lustratio, Ἡρόδ. 1. 35, Πλάτ. Κρατ. 405Α, κλ.· παρὰ Πλάτωνι. περὶ τῆς ψυχῆς, [[κάθαρσις]]· τὸ χωρίζειν ὅτι [[μάλιστα]] ἀπὸ τοῦ σώματος τὴν ψυχὴν Φαίδ. 67C,πρβλ. Σοφ. 227C· περὶ τοῦ ἀποτελέσματος ἢ τῆς ἐνεργείας τραγικοῦ ποιήματος, κ. τῶν παθημάτων Ἀριστ. Ποιητ. 6, 2, πρβλ. Πολιτικ. 8. 7, 3, πρβλ. [[καθαρτικός]]. ΙΙ. παρὰ τοῖς ἰατρ., [[ἀποκάθαρσις]] ἢ ἀποβολὴ χυμῶν τοῦ σώματος, [[κένωσις]], [[εἴτε]] φυσικὴ [[εἴτε]] διὰ φαρμάκων, Ἱππ. Ἀφ. 1254, πρβλ. 402. 6, κτλ.· κ. ἰατρικὴ Πλάτ. Νόμ. 628D· καθάρσεις ἔμμηνοι, τὰ ἔμμηνα τῶν [[γυναικών]], Ἱππ. Ἀφ. 1255· καθάρσεις καταμηνίων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 20· οὕτω καὶ μόνον, [[κάθαρσις]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 6, 16, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]], κ. μετὰ τόκον Ἱππ. π. Ἀέρ. 284· ἐν τόκοις κ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 20, 5 κ. αἵματος αὐτομάτη μοι.. συνέβη Δημ. 1260. 24. ΙΙΙ. τὸ κλάδευμα δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 12· πρβλ. [[διακάθαρσις]] ΙΙ.
}}
{{elnl
|elnltext=κάθαρσις -εως, [καθαίρω] Ion. gen. sing. καθάρσιος. reiniging, loutering:. κάθαρσίς τις τῶν τοιούτων πάντων (de echte deugd) is een zuivering van al dergelijke zaken Plat. Phaed. 69b; τραγῳδία... δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν de tragedie die door medeleven en angst op te roepen de reiniging van dergelijke gevoelens tot stand brengt Aristot. Poët. 1449b 28. geneesk. uitscheiding van vocht; menstruatie.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj