Anonymous

καίπερ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>adv.</i><br />quoique, avec part. : [[καίπερ]] πολλὰ παθόντα OD bien qu’ayant beaucoup souffert ; λέγεις ἀληθή, [[καίπερ]] [[ἐκ]] μακροῦ χρόνου (<i>s.e.</i> λέγων) SOPH tu dis la vérité, bien que ce que tu dis date de loin ; <i>avec tmèse</i> : καὶ ἀχνύμενός περ IL bien qu’affligé.<br />'''Étymologie:''' [[καί]], περ.
|btext=<i>adv.</i><br />quoique, avec part. : [[καίπερ]] πολλὰ παθόντα OD bien qu’ayant beaucoup souffert ; λέγεις ἀληθή, [[καίπερ]] [[ἐκ]] μακροῦ χρόνου (<i>s.e.</i> λέγων) SOPH tu dis la vérité, bien que ce que tu dis date de loin ; <i>avec tmèse</i> : καὶ ἀχνύμενός περ IL bien qu’affligé.<br />'''Étymologie:''' [[καί]], περ.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καίπερ''': ἢ διῃρ. καί περ, ἂν καί· παρ’ Ὁμ. ἀείποτε παρεντίθεται μεταξὺ τοῦ καὶ καὶ τοῦ περ ἑτέρα [[λέξις]] (πλὴν ἐν τῷ καί περ πολλὰ παθόντα Ὀδ. Η. 224), ἐνῷ παρὰ Πινδ. ἀείποτε, παρὰ δ’ Ἀττ. ποιηταῖς ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον καὶ παρὰ πεζολόγοις ἀείποτε ἀποτελεῖ μίαν λέξιν: - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ μετοχ., ὡς, καὶ αὐτῇ περ νοεούσῃ Ἰλ. Α. 577· καὶ ἀχνύμενός περ ἑταίρου Θ. 125· καὶ [[πρίν]] περ θυμῷ· μεμαὼς Ε. 135· καὶ οὐκ ἀγαθόν περ ἐόντα Ι. 627· καὶ ἰφθίμῳ περ ἐόντι Μ. 410· καὶ πολλά περ ἀθλήσαντι Ο. 30· καὶ [[κρατερός]] περ ἐὼν [[αὐτόθι]] 195· καὶ ὀρχηστὴν περ ἐόντα Π. 617· καὶ νέκυός περ ἐόντος Ω. 423· καὶ κήδεά περ πεπαθυίῃ Ὀδ. Ρ. 555· οὕτω μετὰ μετοχ. καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, [[καίπερ]] ἀχνύμενος Πινδ. Ι. 8. (7). 9, πρβλ. Ν. 6. 10· καὶ θοῦρός περ ὤν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196. 2. [[καίπερ]] αὐθάδη φρονῶν ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 907· [[καίπερ]] οὐ στέργων [[ὅμως]] ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 712· [[καίπερ]] οὐ [[δύσοργος]] ὤν Σοφ. Φιλ. 377, κτλ.· - [[συχνάκις]] ἡ μετοχὴ ἐξυπακούεται, καὶ αὐτοί περ ὄντες πονεώμεθα Ἰλ. Κ. 70· καὶ [[θεός]] περ ὤν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1176· γινώσκω σαφῶς, [[καίπερ]] σκοτεινὸς ὤν, τήν γε σὴν αὐδὴν [[ὅμως]] Σοφ. Ο. Τ. 1326· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μετά τινος διαφορᾶς, εἰ μέμονάς γε, καὶ ὀψέ περ ἐρυόμενος…, ἐρύεσθαι Ἰλ. Ι. 247· ἐπιμνησαίμεθα χάρμης καὶ πρὸς δαίμονά περ μαχούμενοι Ρ. 104· λέγεις ἀληθῆ, [[καίπερ]] ἐκ μακροῦ χρόνου λέγων Σοφ. Ο. Τ. 1141· ἀλλ’ ἔστιν ὧν δεῖ, [[καίπερ]] οὐ πολλῶν ἄπο, = [[καίπερ]] οὐ πολλῶν ὄντων, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 647· - σπανίως μετὰ ῥήματος, [[καίπερ]] ἔχει (Bgk. κεἴπερ) Πινδ. Ν. 4. 58· [[καίπερ]] ἐκεῖνό γε ᾤμην τι [[εἶναι]] Πλάτ. Συμπ. 219C: - παρ’ Ἀττ. ἐν τῇ κυρίᾳ προτάσει [[συχνάκις]] τίθεται τὸ [[ὅμως]], ἴδε Αἰσχύλ. καὶ Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[ἐνίοτε]] δὲ καὶ προηγεῖται, Stallb. Πλάτ. εἰς Πολ. 495D.
|elnltext=καίπερ, ep. καί... περ, met ptc. (soms ptc. aan te vullen) hoewel, ook al:. καὶ ἀχνύμενός περ hoe bedroefd ook Il. 8.125; καί περ πολλὰ παθόντα al heb ik veel geleden Od. 7.224; καὶ θεός περ ( sc. ὤν ) ook al was hij een god Aeschl. Ag. 1203.
}}
{{elru
|elrutext='''καίπερ:''' (у Hom. почти всегда in tmesi) хотя, хотя бы (даже): καὶ ἀχνύμενός περ Hom. хотя и удрученный; μητρὶ δ᾽ ἐγὼ [[παράφημι]], καὶ αὐτῇ περ νοεούσῃ Hom. я убеждаю (тебя), мать, хотя и сама ты (все) знаешь; κ. ἐκεῖνό γε ᾤμην τι εἶναι Plat. а я-то (досл. хотя я) думал, что это имеет какое-л. значение.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''καίπερ:''' αν και, [[μολονότι]], [[κυρίως]] με μτχ., [[καίπερ]] πολλὰ παθών, σε Ομήρ. Οδ.· [[συχνά]] [[χωριστά]] το ένα απ' το [[άλλο]], <i>καὶοὐχ ἀγαθόν περ ἐόντα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· καὶ [[κρατερός]] περ [[ἐών]], στο ίδ., Τραγ.· μαζί με το [[ὅμως]], [[καίπερ]] οὐ στέργων [[ὅμως]], στον ίδ. κ.λπ.
|lsmtext='''καίπερ:''' αν και, [[μολονότι]], [[κυρίως]] με μτχ., [[καίπερ]] πολλὰ παθών, σε Ομήρ. Οδ.· [[συχνά]] [[χωριστά]] το ένα απ' το [[άλλο]], <i>καὶοὐχ ἀγαθόν περ ἐόντα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· καὶ [[κρατερός]] περ [[ἐών]], στο ίδ., Τραγ.· μαζί με το [[ὅμως]], [[καίπερ]] οὐ στέργων [[ὅμως]], στον ίδ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καίπερ:''' (у Hom. почти всегда in tmesi) хотя, хотя бы (даже): καὶ ἀχνύμενός περ Hom. хотя и удрученный; μητρὶ δ᾽ ἐγὼ [[παράφημι]], καὶ αὐτῇ περ νοεούσῃ Hom. я убеждаю (тебя), мать, хотя и сама ты (все) знаешь; κ. ἐκεῖνό γε ᾤμην τι εἶναι Plat. а я-то (досл. хотя я) думал, что это имеет какое-л. значение.
|lstext='''καίπερ''': ἢ διῃρ. καί περ, ἂν καί· παρ’ Ὁμ. ἀείποτε παρεντίθεται μεταξὺ τοῦ καὶ καὶ τοῦ περ ἑτέρα [[λέξις]] (πλὴν ἐν τῷ καί περ πολλὰ παθόντα Ὀδ. Η. 224), ἐνῷ παρὰ Πινδ. ἀείποτε, παρὰ δ’ Ἀττ. ποιηταῖς ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον καὶ παρὰ πεζολόγοις ἀείποτε ἀποτελεῖ μίαν λέξιν: - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ μετοχ., ὡς, καὶ αὐτῇ περ νοεούσῃ Ἰλ. Α. 577· καὶ ἀχνύμενός περ ἑταίρου Θ. 125· καὶ [[πρίν]] περ θυμῷ· μεμαὼς Ε. 135· καὶ οὐκ ἀγαθόν περ ἐόντα Ι. 627· καὶ ἰφθίμῳ περ ἐόντι Μ. 410· καὶ πολλά περ ἀθλήσαντι Ο. 30· καὶ [[κρατερός]] περ ἐὼν [[αὐτόθι]] 195· καὶ ὀρχηστὴν περ ἐόντα Π. 617· καὶ νέκυός περ ἐόντος Ω. 423· καὶ κήδεά περ πεπαθυίῃ Ὀδ. Ρ. 555· οὕτω μετὰ μετοχ. καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, [[καίπερ]] ἀχνύμενος Πινδ. Ι. 8. (7). 9, πρβλ. Ν. 6. 10· καὶ θοῦρός περ ὤν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196. 2. [[καίπερ]] αὐθάδη φρονῶν ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 907· [[καίπερ]] οὐ στέργων [[ὅμως]] ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 712· [[καίπερ]] οὐ [[δύσοργος]] ὤν Σοφ. Φιλ. 377, κτλ.· - [[συχνάκις]] ἡ μετοχὴ ἐξυπακούεται, καὶ αὐτοί περ ὄντες πονεώμεθα Ἰλ. Κ. 70· καὶ [[θεός]] περ ὤν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1176· γινώσκω σαφῶς, [[καίπερ]] σκοτεινὸς ὤν, τήν γε σὴν αὐδὴν [[ὅμως]] Σοφ. Ο. Τ. 1326· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μετά τινος διαφορᾶς, εἰ μέμονάς γε, καὶ ὀψέ περ ἐρυόμενος…, ἐρύεσθαι Ἰλ. Ι. 247· ἐπιμνησαίμεθα χάρμης καὶ πρὸς δαίμονά περ μαχούμενοι Ρ. 104· λέγεις ἀληθῆ, [[καίπερ]] ἐκ μακροῦ χρόνου λέγων Σοφ. Ο. Τ. 1141· ἀλλ’ ἔστιν ὧν δεῖ, [[καίπερ]] οὐ πολλῶν ἄπο, = [[καίπερ]] οὐ πολλῶν ὄντων, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 647· - σπανίως μετὰ ῥήματος, [[καίπερ]] ἔχει (Bgk. κεἴπερ) Πινδ. Ν. 4. 58· [[καίπερ]] ἐκεῖνό γε ᾤμην τι [[εἶναι]] Πλάτ. Συμπ. 219C: - παρ’ Ἀττ. ἐν τῇ κυρίᾳ προτάσει [[συχνάκις]] τίθεται τὸ [[ὅμως]], ἴδε Αἰσχύλ. καὶ Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[ἐνίοτε]] δὲ καὶ προηγεῖται, Stallb. Πλάτ. εἰς Πολ. 495D.
}}
{{elnl
|elnltext=καίπερ, ep. καί... περ, met ptc. (soms ptc. aan te vullen) hoewel, ook al:. καὶ ἀχνύμενός περ hoe bedroefd ook Il. 8.125; καί περ πολλὰ παθόντα al heb ik veel geleden Od. 7.224; καὶ θεός περ ( sc. ὤν ) ook al was hij een god Aeschl. Ag. 1203.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj