Anonymous

κένωσις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br />vacuité, état d'un corps vide.<br />'''Étymologie:''' [[κενόω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />vacuité, état d'un corps vide.<br />'''Étymologie:''' [[κενόω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κένωσις''': -εως, ἡ, τὸ κενοῦν, τὸ [[εἶναι]] κενόν, οὐχὶ [[πεῖνα]] καὶ [[δίψα]]... κενώσεις τινές εἰσι...; Πλάτ. Πολ. 585Α, πρβλ. Φίληβ. 35Β· ποιητ. [[κενέωσις]], πόντου κ. ἐπὶ [[πέδον]] Πινδ. Ἀποσπ. 74. 9. 2) [[ἐλάττωσις]] τοῦ αἵματος, πενιχρὰ [[δίαιτα]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, πρβλ. π. Ἄρθρ. 816· κένωσις σίτου ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 817.
|elnltext=κένωσις -εως, ἡ [κενόω] poët. κενέωσις leegte, gebrek aan iets:. πεῖνα καὶ δίψα... κενώσεις τινές εἰσιν honger en dorst zijn een soort leegten Plat. Resp. 585b. geneesk. lediging, lozing:; κενώσιος δεῖται (het lichaam) behoeft lediging HP. Aph. 2.8; lege maag:. πολλὰ κακά... καὶ ἀπὸ κενώσιος veel narigheid is ook te wijten aan een lege maag Hp. VM 9.
}}
{{elru
|elrutext='''κένωσις:''' εως ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> [[опоражнивание]] (τοῦ σώματος Plat., Plut.; πληρώσεις καὶ κενώσεις Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[пустота]] ([[πεῖνα]] καὶ [[δίψα]] κενώσεις τινές εἰσι τῆς περὶ τὸ [[σῶμα]] ἕξεως Plat.; κένωσιν πολλὴν ποιεῖν Arst.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κένωσις:''' -εως, ἡ ([[κενόω]]), [[άδειασμα]], [[εκκένωση]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''κένωσις:''' -εως, ἡ ([[κενόω]]), [[άδειασμα]], [[εκκένωση]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κένωσις:''' εως ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> [[опоражнивание]] (τοῦ σώματος Plat., Plut.; πληρώσεις καὶ κενώσεις Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[пустота]] ([[πεῖνα]] καὶ [[δίψα]] κενώσεις τινές εἰσι τῆς περὶ τὸ [[σῶμα]] ἕξεως Plat.; κένωσιν πολλὴν ποιεῖν Arst.).
|lstext='''κένωσις''': -εως, , τὸ κενοῦν, τὸ [[εἶναι]] κενόν, οὐχὶ [[πεῖνα]] καὶ [[δίψα]]... κενώσεις τινές εἰσι...; Πλάτ. Πολ. 585Α, πρβλ. Φίληβ. 35Β· ποιητ. [[κενέωσις]], πόντου κ. ἐπὶ [[πέδον]] Πινδ. Ἀποσπ. 74. 9. 2) [[ἐλάττωσις]] τοῦ αἵματος, πενιχρὰ [[δίαιτα]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, πρβλ. π. Ἄρθρ. 816· κένωσις σίτου ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 817.
}}
{{elnl
|elnltext=κένωσις -εως, [κενόω] poët. κενέωσις leegte, gebrek aan iets:. πεῖνα καὶ δίψα... κενώσεις τινές εἰσιν honger en dorst zijn een soort leegten Plat. Resp. 585b. geneesk. lediging, lozing:; κενώσιος δεῖται (het lichaam) behoeft lediging HP. Aph. 2.8; lege maag:. πολλὰ κακά... καὶ ἀπὸ κενώσιος veel narigheid is ook te wijten aan een lege maag Hp. VM 9.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized