Anonymous

καπνός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />vapeur, fumée ; <i>fig.</i> καπνοῦ [[σκιά]] SOPH une ombre de fumée ; <i>au plur.</i> γραμμάτων καπνοί EUR savantes niaiseries.<br />'''Étymologie:''' p. *κϜαπνός de la R. ΚϜαπ, fumer, cf. vapor.
|btext=οῦ (ὁ) :<br />vapeur, fumée ; <i>fig.</i> καπνοῦ [[σκιά]] SOPH une ombre de fumée ; <i>au plur.</i> γραμμάτων καπνοί EUR savantes niaiseries.<br />'''Étymologie:''' p. *κϜαπνός de la R. ΚϜαπ, fumer, cf. vapor.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καπνός''': ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.) ὡς καὶ νῦν, Ὅμ., κλ.· κνισᾶντι καπνῷ Πινδ. Ι. 4. 113 (3. 84), πρβλ. Ἰλ. Α. 315· καπνῷ πυρὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 497· παροιμ. καπνοῦ σκιὰ, ἐπὶ μηδαμινῶν καὶ ἀναξίων λόγου πραγμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 295, Σοφ. Φιλ. 946. τἆλλ’ ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς οὐκ ἄν πριαίμην ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1170· [[ὡσαύτως]] περὶ καπνοῦ στενολεσχεῖν Ἀριστοφ. Νεφ. 320· καπνὸς καὶ [[φλυαρία]] Πλάτ. Πολ. 581D· καὶ ἐν τῷ πληθ., βάκχευε, πολλῶν γραμμάτων τιμῶν καπνοὺς, τιμῶν τὰς μωρίας τῶν πολλῶν γραμμάτων, Εὐριπ. Ἱππ. 954· καπνοὺς.. καὶ σκιὰς Εὔπολις ἐν «Αὐτολ.» 14· - μεταφ., λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς [[ὕδωρ]] καπνῷ φέρειν, ἐπέτυχε δὲ νὰ εὕρῃ εἰλικρινεῖς καὶ ἀγαθοὺς ἀνθρώπους, οἵτινες νὰ χύσωσιν [[ὕδωρ]] ἐπὶ τοῦ καπνίζοντος πυρὸς τῶν φθονερῶν, Πινδ. 1. 35, πρβλ. Πλουτ. Ἀποσπ. 23. 2. (Ἐκ τῆς √KVAP, ὡς φαίνεται ἐν τῷ Λιθ. kvap-as ([[ἀτμός]]), kvep-iu (φυσῶ), κτλ., ἀλλὰ τὸ υ ἐπώλετο ἐν τοῖς [[κάπος]], [[καπύω]], [[κεκαφηώς]], [[καπνός]], καὶ Σανσκρ. kapis (οὕτω)· ἐνῷ ἐν τῇ Λατ. τὸ k ἐξαφανίζεται, vapor, vapidus κτλ.).
|elnltext=καπνός -οῦ, rook; damp, nevel:; ἀμφὶ καπνὸς γίγνεται ἐξ αὐτῆς uit de (bron) komt overal damp Il. 22.149; spreekw.:; ἐς αὐτὸ τὸ πῦρ ἐκ τοῦ καπνοῦ vanuit de rook het vuur in, d.w.z. van kwaad tot erger Luc. 38.4; overdr. iets vluchtigs, iets onbetekenends:. καπνοῦ σκιᾶς οὐκ ἂν πριαίμην ik zou het nog niet voor de schaduw van rook willen kopen Soph. Ant. 1170; γραμμάτων τιμῶν καπνούς met respect voor de pufjes (holle frases) van geschriften Eur. Hipp. 954; καπνὸν καὶ φλυαρία vluchtig geklets Plat. Resp. 581d.
}}
{{elru
|elrutext='''καπνός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[дым]] (ἐκ χλωρῶν ξύλων Arst.; τῶν θυμιαμάτων NT): σημαίνειν καπνῷ [[πυρός]] Aesch. давать сигнал дымом от костра;<br /><b class="num">2)</b> перен. (усил. καπνοῦ [[σκιά]] Aesch., Soph.) дым, бесплотный призрак, ничто: κ. καὶ [[φλυαρία]] Plat. пустая болтовня; περὶ καπνοῦ στενολεσχεῖν Arph. препираться о пустяках; γραμμάτων καπνοί Eur. призрачная ученость, ложная наука.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 40: Line 43:
|lsmtext='''καπνός:''' ὁ, [[καπνός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., καπνοῦ [[σκιά]], [[σκιά]] καπνού, λέγεται για πράγματα ανάξια λόγου, σε Σοφ.· <i>περὶ καπνοῦ στενολεσχεῖν</i>, [[υπεκφεύγω]], [[στρεψοδικώ]], [[στρίβω]] την [[κουβέντα]], [[ψιλολογώ]], σε Αριστοφ.· <i>γραμμάτων καπνοί</i>, ευφυολογήματα, σε Ευρ.
|lsmtext='''καπνός:''' ὁ, [[καπνός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., καπνοῦ [[σκιά]], [[σκιά]] καπνού, λέγεται για πράγματα ανάξια λόγου, σε Σοφ.· <i>περὶ καπνοῦ στενολεσχεῖν</i>, [[υπεκφεύγω]], [[στρεψοδικώ]], [[στρίβω]] την [[κουβέντα]], [[ψιλολογώ]], σε Αριστοφ.· <i>γραμμάτων καπνοί</i>, ευφυολογήματα, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καπνός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[дым]] (ἐκ χλωρῶν ξύλων Arst.; τῶν θυμιαμάτων NT): σημαίνειν καπνῷ [[πυρός]] Aesch. давать сигнал дымом от костра;<br /><b class="num">2)</b> перен. (усил. καπνοῦ [[σκιά]] Aesch., Soph.) дым, бесплотный призрак, ничто: κ. καὶ [[φλυαρία]] Plat. пустая болтовня; περὶ καπνοῦ στενολεσχεῖν Arph. препираться о пустяках; γραμμάτων καπνοί Eur. призрачная ученость, ложная наука.
|lstext='''καπνός''': , (ἴδε ἐν τέλ.) ὡς καὶ νῦν, Ὅμ., κλ.· κνισᾶντι καπνῷ Πινδ. Ι. 4. 113 (3. 84), πρβλ. Ἰλ. Α. 315· καπνῷ πυρὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 497· παροιμ. καπνοῦ σκιὰ, ἐπὶ μηδαμινῶν καὶ ἀναξίων λόγου πραγμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 295, Σοφ. Φιλ. 946. τἆλλ’ ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς οὐκ ἄν πριαίμην ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1170· [[ὡσαύτως]] περὶ καπνοῦ στενολεσχεῖν Ἀριστοφ. Νεφ. 320· καπνὸς καὶ [[φλυαρία]] Πλάτ. Πολ. 581D· καὶ ἐν τῷ πληθ., βάκχευε, πολλῶν γραμμάτων τιμῶν καπνοὺς, τιμῶν τὰς μωρίας τῶν πολλῶν γραμμάτων, Εὐριπ. Ἱππ. 954· καπνοὺς.. καὶ σκιὰς Εὔπολις ἐν «Αὐτολ.» 14· - μεταφ., λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς [[ὕδωρ]] καπνῷ φέρειν, ἐπέτυχε δὲ νὰ εὕρῃ εἰλικρινεῖς καὶ ἀγαθοὺς ἀνθρώπους, οἵτινες νὰ χύσωσιν [[ὕδωρ]] ἐπὶ τοῦ καπνίζοντος πυρὸς τῶν φθονερῶν, Πινδ. 1. 35, πρβλ. Πλουτ. Ἀποσπ. 23. 2. (Ἐκ τῆς √KVAP, ὡς φαίνεται ἐν τῷ Λιθ. kvap-as ([[ἀτμός]]), kvep-iu (φυσῶ), κτλ., ἀλλὰ τὸ υ ἐπώλετο ἐν τοῖς [[κάπος]], [[καπύω]], [[κεκαφηώς]], [[καπνός]], καὶ Σανσκρ. kapis (οὕτω)· ἐνῷ ἐν τῇ Λατ. τὸ k ἐξαφανίζεται, vapor, vapidus κτλ.).
}}
{{elnl
|elnltext=καπνός -οῦ, ὁ rook; damp, nevel:; ἀμφὶ καπνὸς γίγνεται ἐξ αὐτῆς uit de (bron) komt overal damp Il. 22.149; spreekw.:; ἐς αὐτὸ τὸ πῦρ ἐκ τοῦ καπνοῦ vanuit de rook het vuur in, d.w.z. van kwaad tot erger Luc. 38.4; overdr. iets vluchtigs, iets onbetekenends:. καπνοῦ σκιᾶς οὐκ ἂν πριαίμην ik zou het nog niet voor de schaduw van rook willen kopen Soph. Ant. 1170; γραμμάτων τιμῶν καπνούς met respect voor de pufjes (holle frases) van geschriften Eur. Hipp. 954; καπνὸν καὶ φλυαρία vluchtig geklets Plat. Resp. 581d.
}}
}}
{{etym
{{etym