3,277,220
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<b>I.</b> égratigner, écorcher;<br /><b>II.</b> faire le tracé de :<br /><b>1</b> peindre;<br /><b>2</b> graver;<br /><b>3</b> inscrire, dresser une liste ; <i>p. ext.</i> assigner par écrit;<br /><b>4</b> prescrire ; avec l'inf. compter, calculer que.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[γράφω]]. | |btext=<b>I.</b> égratigner, écorcher;<br /><b>II.</b> faire le tracé de :<br /><b>1</b> peindre;<br /><b>2</b> graver;<br /><b>3</b> inscrire, dresser une liste ; <i>p. ext.</i> assigner par écrit;<br /><b>4</b> prescrire ; avec l'inf. compter, calculer que.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[γράφω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κατα-γράφω, aor. pass. κατεγράφην krassen, kerven:; ( νόμοι ) κατεγράφησαν εἰς ξυλίνους ἄξονας (de wetten) waren in houten wetstafels gekerfd Plut. Sol. 25.1; κ. εἰς τὴν γῆν in de aarde krassen NT Io. 8.6; openkrabben:. πολλῷ μᾶλλον ἐσικνέεται καταφράφων al krabbend dringt hij steeds verder door (in de baarmoeder) Hdt. 3.108.4. schrijven op, beschrijven:; στήλη Ἑλληνικοῖς γράμμασιν καταγεγραμμένη een zuil beschreven met Griekse letters Luc. 13.7; beschilderen. opschrijven, registreren:; μνήμας καταγεγραμμένας herinneringen op schrift Plat. Lg. 741c; κατεγράφησαν ἄνδρες οὓς ἔδει θνῄσκειν de mannen die moesten sterven waren geregistreerd Plut. Cic. 46.2; τὸ χωρίον... καταγράψειν ἐπηγγέλλετο hij beloofde zijn landgoed onder zijn (Cicero’s) naam te zullen registreren Plut. Cic. 32.2; voorschrijven:. κ. μένειν voorschrijven te blijven Luc. 49.19. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταγράφω:''' (ρᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[расцарапывать]], [[разрывать когтями]] (τι Her. - [[varia lectio|v.l.]] [[καταγνάφω]]);<br /><b class="num">2)</b> [[начертывать]], [[вырезать]], [[записывать]] (νόμους εἰς ἄξονας Plut.; μνήμας εἰς τὸν [[ἔπειτα]] χρόνον Plat.; τὰ ὅρκια Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[покрывать письменами]], [[исписывать]] (τὰς σανίδας Eur.);<br /><b class="num">4)</b> [[записывать]], [[вносить в списки]], [[переписывать]] (τινὰς χορηγούς Arst.; ὁμήρους Polyb.): κ. στρατιώτας Polyb. производить набор солдат; κ. ἄνδρας, οὓς [[ἔδει]] θνήσκειν Plut. составлять проскрипционные списки; Σαπφὼ ἐν Μούσαις [[δεκάτη]] καταγράφεται Anth. Сапфо записана десятой в число Муз;<br /><b class="num">5)</b> [[предписывать]], [[назначать]] ([[κοινοβούλιον]] Polyb.);<br /><b class="num">6)</b> [[документальным распоряжением передавать]] (ἀγρούς τινι Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''καταγράφω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> ξύνω, [[κομματιάζω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[χαράζω]], [[γράφω]], [[επιγράφω]], <i>νόμους</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> [[ιχνογραφώ]], [[σχεδιαγραφώ]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[γεμίζω]] στήλες, πίνακες με γράμματα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταγράφω]], [[καταχωρώ]], [[σημειώνω]], [[αναγράφω]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''καταγράφω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> ξύνω, [[κομματιάζω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[χαράζω]], [[γράφω]], [[επιγράφω]], <i>νόμους</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> [[ιχνογραφώ]], [[σχεδιαγραφώ]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[γεμίζω]] στήλες, πίνακες με γράμματα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταγράφω]], [[καταχωρώ]], [[σημειώνω]], [[αναγράφω]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''καταγράφω''': ᾰ: μέλλ. ψω, [[νύττω]], [[κολάπτω]], καταξύνω, ποιῶ ἀμυχάς, χαράττω, ὡς τὸ [[καταμύσσω]], Ἡρόδ. 3. 108 ([[ἔνθα]] εἷς ἐκ τῶν κωδίκων ἔχει [[καταγνάφω]]), Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 10. 3· ἱπτάμενος δὲ οὔποτε δένδρεα κεῖνα κατέγραφεν (δηλ. ἔπληττεν) ἰὸς [[ἀλήτης]] Νόνν. Δ. 21. 327· κατέγραφεν [[ἠέρα]] ταρσῷ, ἐλαφρῶς διέσχιζεν, [[αὐτόθι]] 4. 407, πρβλ. Τρυφιόδ. 669. 2) ἐγχαράττω, [[γράφω]], νόμους εἰς ἄξονας Πλουτ. Σόλ. 25, πρβλ. Πολύβ. 5. 9, 4· ὅρκια ὁ αὐτ. 29. 2, 6· (ἡ Ἀττ. [[λέξις]] [[εἶναι]] [[ἀναγράφω]])· ― ἰχνογραφῶ, σχεδιογραφῶ, Παυσ. 1. 28, 2· [[περιγράφω]], Διον. ΙΙ. 707. 3) πληρῶ τι διὰ γραμμάτων, στήλην… Ἑλληνικοῖς γράμμασι καταγεγραμμένην Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. α΄, 7· ζωγραφῶ, εὐανθέσι βαφαῖς χρωμάτων κατέγραψαν ὁ αὐτ. ἐν Ἔρωσι. ΙΙ. [[καταγράφω]], ὡς καὶ νῦν, Θρῄσσαις ἐν σανίσιν τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν [[γῆρυς]] Εὐρ. Ἀλκ. 969. 2) [[ἀναγράφω]], μνήμας εἰς τὸν [[ἔπειτα]] χρόνον Πλάτ. Νόμ. 741C· χορηγοὺς κ. τινὰς Ἀριστ. Οἰκ. 2. 32· ἄνδρας οὓς ἔδει θνήσκειν Πλουτ. Κικ. 46· ― ἰδίως [[ἐγγράφω]] ὡς στρατιώτην, Πολύβ. 1. 49, 2, κτλ.· [[οὕτως]] ἐπὶ ὅρκου καὶ ὁμήρων, καταγραφῆναι, νὰ ἐγγραφῶσι, σημειωθῶσιν, ὁ αὐτ. 29. 2, 6· Σαπφὼ ἐν Μούσαις [[δεκάτη]] καταγράφεται Ἀνθ. Π. 9. 571. ― Μέσ., ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ ἐγγραφῶ, ἑαυτὸν ἐπὶ φυλῆς Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2139b. 43. 3) διὰ ἐγγράφου διαταγῆς συγκαλῶ, [[κοινοβούλιον]] Πολύβ. 28. 16, 1· ― μετ᾿ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[διαγράφω]] ἐκ τῶν προτέρων ἢ [[ὁρίζω]], θεσμὸν ἀνάγκης ὅσιον καταγράψασα μένειν ἐπὶ τῆς οἰκείας φύσεως Λουκ. Ἔρωτ. 19. 4) παραχωρῶ ἐγγράφως, Λατ. mansipere, Πλούτ. 2. 482C· ― [[καθόλου]], προμηθοῦμαι, καταγράφων ἑαυτῷ λύτρα πλεῖστα [[ὑπὲρ]] τῆς κόρης ἢ [[χρυσίον]] πάμπολυ Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.· μετ᾿ ἀπαρ., ὑπολογίζω, [[λογαριάζω]], [[ἐλπίζω]], [[δεῖπνον]] ἕξειν… ἑαυτῷ καὶ τοῖς παισὶ κατέγραφε ὁ αὐτ. περὶ Ζ. 7. 11. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |