Anonymous

κακοδαιμονάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />être inspiré par un mauvais génie ; être en démence.<br />'''Étymologie:''' [[κακοδαίμων]].
|btext=-ῶ :<br />être inspiré par un mauvais génie ; être en démence.<br />'''Étymologie:''' [[κακοδαίμων]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κᾰκοδαιμονάω''': κατέχομαι ἢ βασανίζομαι ὑπὸ κακοῦ δαίμονος, εἶμαι ὥς τις δαιμονιζόμενος, Ἀριστοφ. Πλ. 372, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 5, Δημ. 93. 24 (κοινῶς κακοδαιμονοῦσι), Δείναρχ. 101. 41, Πλουτ. Λούκουλλ. 4· πρβλ. [[κακοδαιμονία]] ΙΙ, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 79.
|elnltext=κακοδαιμονάω [κακοδαίμων] bezeten zijn door een slechte geest.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκοδαιμονάω:''' [[быть одержимым злой силой]], [[бесноваться]], [[безумствовать]] Arph., Xen.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκοδαιμονάω:''' βασανίζομαι από [[κακό]] δαίμονα, κατέχομαι από [[κακό]] [[πνεύμα]], σε Αριστ., Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''κᾰκοδαιμονάω:''' βασανίζομαι από [[κακό]] δαίμονα, κατέχομαι από [[κακό]] [[πνεύμα]], σε Αριστ., Ξεν. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰκοδαιμονάω:''' [[быть одержимым злой силой]], [[бесноваться]], [[безумствовать]] Arph., Xen.
|lstext='''κᾰκοδαιμονάω''': κατέχομαι ἢ βασανίζομαι ὑπὸ κακοῦ δαίμονος, εἶμαι ὥς τις δαιμονιζόμενος, Ἀριστοφ. Πλ. 372, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 5, Δημ. 93. 24 (κοινῶς κακοδαιμονοῦσι), Δείναρχ. 101. 41, Πλουτ. Λούκουλλ. 4· πρβλ. [[κακοδαιμονία]] ΙΙ, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 79.
}}
{{elnl
|elnltext=κακοδαιμονάω [κακοδαίμων] bezeten zijn door een slechte geest.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκοδαιμονάω,<br />to be tormented by an [[evil]] [[genius]], be like one [[possessed]], Ar., Xen., etc.
|mdlsjtxt=κᾰκοδαιμονάω,<br />to be tormented by an [[evil]] [[genius]], be like one [[possessed]], Ar., Xen., etc.
}}
}}