κακοδαιμονάω

From LSJ

τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν ἀθάνατοι (Hesiod, Works and Days 289) → But between us and Goodness the gods have placed the sweat of our brows

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοδαιμονάω Medium diacritics: κακοδαιμονάω Low diacritics: κακοδαιμονάω Capitals: ΚΑΚΟΔΑΙΜΟΝΑΩ
Transliteration A: kakodaimonáō Transliteration B: kakodaimonaō Transliteration C: kakodaimonao Beta Code: kakodaimona/w

English (LSJ)

to be tormented by an evil genius, be possessed by an evil spirit, Ar.Pl.372, X.Mem.2.1.5, D.8.16 (κακοδαιμονοῦσι codd.), Din.1.91, v.l. for κακοδαιμονέω in M.Ant.2.8.

German (Pape)

[Seite 1299] von einem bösen Dämon besessen sein, wie ein Besessener handeln, rasen; Ar. Plut. 372; Xen. Mem. 2, 1, 5; Din. 1, 91. S. das Folgde.

French (Bailly abrégé)

κακοδαιμονῶ :
être inspiré par un mauvais génie ; être en démence.
Étymologie: κακοδαίμων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοδαιμονάω [κακοδαίμων] bezeten zijn door een slechte geest.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοδαιμονάω: быть одержимым злой силой, бесноваться, безумствовать Arph., Xen.

Greek Monotonic

κᾰκοδαιμονάω: βασανίζομαι από κακό δαίμονα, κατέχομαι από κακό πνεύμα, σε Αριστ., Ξεν. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοδαιμονάω: κατέχομαι ἢ βασανίζομαι ὑπὸ κακοῦ δαίμονος, εἶμαι ὥς τις δαιμονιζόμενος, Ἀριστοφ. Πλ. 372, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 5, Δημ. 93. 24 (κοινῶς κακοδαιμονοῦσι), Δείναρχ. 101. 41, Πλουτ. Λούκουλλ. 4· πρβλ. κακοδαιμονία ΙΙ, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 79.

Middle Liddell

κᾰκοδαιμονάω,
to be tormented by an evil genius, be like one possessed, Ar., Xen., etc.