Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταπατέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />fouler aux pieds, piétiner, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πατέω]].
|btext=-ῶ :<br />fouler aux pieds, piétiner, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πατέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταπᾰτέω''': πατῶ ὑπὸ τοὺς πόδας μου, ἐπέπιπτόν τε ἀλλήλοις καὶ κατεπάτουν Θουκ. 7. 84, κτλ· ὑσὶ τὸ [[σπέρμα]] κ., καταπατῶ τὸν σπόρον διὰ χοίρων (δηλ. βάλλω τοὺς χοίρους νὰ καταπατήσωσιν), Ἡρόδ. 2. 14· κ. τῇ ἵππῳ τοὺς Ἕλληνας Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 12.- Παθ., καταπατηθῆναι ὑπὸ τοῦ στρατοῦ ὁ αὐτ. 7. 173, 223, Θουκ. 5. 72, Δημ. 88. 1., 918. 12· καταπατούμενοι ὑπ’ [[ἀλλήλων]] ἀπεπνίγοντο Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 11. 2) μεταφ., κατὰ δ’ ὅρκια πιστὰ πάτησαν Ἱλ. Δ. 157· ὁ Εὐστάθ. παρατηρεῖ ὅτι «[[εἶναι]] δριμύτερον τοῦ δηλήσασθαι καὶ πημῆναι τὰ ὅρκια, [[διότι]] σημαίνει οἰονεὶ ῥῖψαι εἰς πάτον δηλ. τρίβον καὶ ἐπεμβῆναι ὑβριστικῶς»· κ. τοὺς νόμους Πλάτ. Νόμ. 714A· τὰ γράμματα Γοργ. 484A. ὁ Λουκ. ἀντιθέτει τὸ καταπατεῖν πρὸς τὸ ζηλοῦν (Λεξιφ. 23)· καταπεπάτηται τὰ ἅγιά σου καὶ βεβήλωται Ἑβδ. (Μακκ. Α΄, 3, 52).
|elnltext=κατα-πατέω vertrappen: overdr. met voeten treden:. ὅρκια de eden Il. 4.157 (tmesis); τοὺς νόμους de wetten Plat. Lg. 714a.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπᾰτέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[втаптывать]]: ἐπεὰν καταπατήσῃ τὸ [[σπέρμα]] Her. после того, как семя заделано (в почву);<br /><b class="num">2)</b> [[утаптывать]] (τὴν γῆν περὶ τὰς ῥίζας Arst.);<br /><b class="num">3)</b> (тж. κ. ἐν τοῖς ποσίν NT) топтать, растаптывать, давить (καταπατηθῆναι ὑπὸ τοῦ στρατοῦ τοῦ ἐπιόντος Her.): ἐπέπιπτόν τε ἀλλήλοις καὶ κατεπάτουν Thuc. (теснимые сиракузцами афиняне) падали друг на друга и (друг друга) топтали;<br /><b class="num">4)</b> перен. [[попирать]] (ногами), (грубо) нарушать, пренебрегать (ὅρκια πιστά Hom. - in tmesi; τὰ γράμματα καὶ μαγγανεύματα, τοὺς νόμους Plat.; τινα NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''καταπᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[πατώ]] [[κάτω]], [[καταπατώ]], [[πατώ]] [[κάτω]] απ' τα πόδια μου, σε Θουκ. κ.λπ.· κ. ὑσὶ τὸ [[σπέρμα]], [[καταπατώ]] τον σπόρο (δηλ. [[βάζω]] να τον καταπατήσουν) με τα γουρούνια, σε Ηρόδ. — Παθ., στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. σε [[τμήση]], <i>κατὰ δ' ὅρκια πιστὰ πάτησαν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''καταπᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[πατώ]] [[κάτω]], [[καταπατώ]], [[πατώ]] [[κάτω]] απ' τα πόδια μου, σε Θουκ. κ.λπ.· κ. ὑσὶ τὸ [[σπέρμα]], [[καταπατώ]] τον σπόρο (δηλ. [[βάζω]] να τον καταπατήσουν) με τα γουρούνια, σε Ηρόδ. — Παθ., στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. σε [[τμήση]], <i>κατὰ δ' ὅρκια πιστὰ πάτησαν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταπᾰτέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[втаптывать]]: ἐπεὰν καταπατήσῃ τὸ [[σπέρμα]] Her. после того, как семя заделано (в почву);<br /><b class="num">2)</b> [[утаптывать]] (τὴν γῆν περὶ τὰς ῥίζας Arst.);<br /><b class="num">3)</b> (тж. κ. ἐν τοῖς ποσίν NT) топтать, растаптывать, давить (καταπατηθῆναι ὑπὸ τοῦ στρατοῦ τοῦ ἐπιόντος Her.): ἐπέπιπτόν τε ἀλλήλοις καὶ κατεπάτουν Thuc. (теснимые сиракузцами афиняне) падали друг на друга и (друг друга) топтали;<br /><b class="num">4)</b> перен. [[попирать]] (ногами), (грубо) нарушать, пренебрегать (ὅρκια πιστά Hom. - in tmesi; τὰ γράμματα καὶ μαγγανεύματα, τοὺς νόμους Plat.; τινα NT).
|lstext='''καταπᾰτέω''': πατῶ ὑπὸ τοὺς πόδας μου, ἐπέπιπτόν τε ἀλλήλοις καὶ κατεπάτουν Θουκ. 7. 84, κτλ· ὑσὶ τὸ [[σπέρμα]] κ., καταπατῶ τὸν σπόρον διὰ χοίρων (δηλ. βάλλω τοὺς χοίρους νὰ καταπατήσωσιν), Ἡρόδ. 2. 14· κ. τῇ ἵππῳ τοὺς Ἕλληνας Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 12.- Παθ., καταπατηθῆναι ὑπὸ τοῦ στρατοῦ ὁ αὐτ. 7. 173, 223, Θουκ. 5. 72, Δημ. 88. 1., 918. 12· καταπατούμενοι ὑπ’ [[ἀλλήλων]] ἀπεπνίγοντο Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 11. 2) μεταφ., κατὰ δ’ ὅρκια πιστὰ πάτησαν Ἱλ. Δ. 157· ὁ Εὐστάθ. παρατηρεῖ ὅτι «[[εἶναι]] δριμύτερον τοῦ δηλήσασθαι καὶ πημῆναι τὰ ὅρκια, [[διότι]] σημαίνει οἰονεὶ ῥῖψαι εἰς πάτον δηλ. τρίβον καὶ ἐπεμβῆναι ὑβριστικῶς»· κ. τοὺς νόμους Πλάτ. Νόμ. 714A· τὰ γράμματα Γοργ. 484A. ὁ Λουκ. ἀντιθέτει τὸ καταπατεῖν πρὸς τὸ ζηλοῦν (Λεξιφ. 23)· καταπεπάτηται τὰ ἅγιά σου καὶ βεβήλωται Ἑβδ. (Μακκ. Α΄, 3, 52).
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-πατέω vertrappen: overdr. met voeten treden:. ὅρκια de eden Il. 4.157 (tmesis); τοὺς νόμους de wetten Plat. Lg. 714a.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj