καταπατέω
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
A trample under foot, Th.7.84, etc.; ὑσὶ τὸ σπέρμα κ. trample down the seed (i.e. have it trampled down) by swine, Hdt. 2.14:—Pass., Id.7.173,223, Th.5.72, D.34.37; τὸν ἐγκέφαλον ἐν ταῖς πτέρναις -πεπατημένον φορεῖν Id.7.45.
2 metaph., κατὰ δ' ὅρκια πιστὰ πάτησαν Il.4.157; κ. τοὺς νόμους Pl.Lg.714a; τὰ γράμματα Id.Grg.484a; τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ Ep.Hebr.10.29; ὅρκον Lib.Ep.14.1.
German (Pape)
[Seite 1368] niedertreten, ain-, zertreten; ἐπεὰν καταπατήσῃ τῇσι ὑσὶ τὸ σπέρμα Her. 2, 14; κατεπατέοντο ὑπ' ἀλλήλων 7, 123; Thuc. 7, 84; Xen. Hell. 4, 4, 11; so scheint auch Dem. 34, 37 zu nehmen, τὰ ἄλφιτα καθ' ἡμίεκτον μετρούμενοι καὶ καταπατούμενοι, indem ihr euch beim Einmessen so kleiner Getreideportionen niedertretet; eigenthümlich 7, 45 εἴπερ ὑμεῖς τὸν ἐγκέφαλον ἐν τοῖς κροτάφοις καὶ μὴ ἐν ταῖς πτέρναις καταπεπατημένον φορεῖτε, niedergetreten, zertreten. – Uebtr., verachten, τὰ γράμματα Plat. Gorg. 484 a, νόμους Legg. IV, 714 a; Sp., bes. LXX; auch τινός, Suid.
French (Bailly abrégé)
καταπατῶ :
fouler aux pieds, piétiner, acc.;
NT: (fig.) bafouer.
Étymologie: κατά, πατέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πατέω vertrappen: overdr. met voeten treden:. ὅρκια de eden Il. 4.157 (tmesis); τοὺς νόμους de wetten Plat. Lg. 714a.
Russian (Dvoretsky)
καταπᾰτέω:
1 втаптывать: ἐπεὰν καταπατήσῃ τὸ σπέρμα Her. после того, как семя заделано (в почву);
2 утаптывать (τὴν γῆν περὶ τὰς ῥίζας Arst.);
3 (тж. κ. ἐν τοῖς ποσίν NT) топтать, растаптывать, давить (καταπατηθῆναι ὑπὸ τοῦ στρατοῦ τοῦ ἐπιόντος Her.): ἐπέπιπτόν τε ἀλλήλοις καὶ κατεπάτουν Thuc. (теснимые сиракузцами афиняне) падали друг на друга и (друг друга) топтали;
4 перен. попирать (ногами), (грубо) нарушать, пренебрегать (ὅρκια πιστά Hom. - in tmesi; τὰ γράμματα καὶ μαγγανεύματα, τοὺς νόμους Plat.; τινα NT).
English (Strong)
from κατά and πατέω; to trample down; figuratively, to reject with disdain: trample, tread (down, underfoot).
English (Thayer)
καταπάτω; future καταπατήσω (L T Tr WH); 1st aorist κατεπάτησα; passive, present καταπατοῦμαι; 1st aorist κατεπατήθην; "to tread down (see κατά, III:1), trample under foot": τί and τινα, Herodotus and following; the Sept.); metaphorically, like the Latin conculco, to trample on equivalent to to treat with rudeness and insult, 1 Maccabees, p. 61 (where its use to denote desecration is illustrated); to spurn, treat with insulting neglect: τόν υἱόν, τοῦ Θεοῦ, ὁρκια, Homer, Iliad 4,157; τούς νόμους, Plato, legg. 4,714a.; τά γράμματα, Gorgias, p. 484a.; τούς λόγους, Epictetus 1,8, 10; τά ῤήματα μου, Aq.
Greek Monotonic
καταπᾰτέω: μέλ. -ήσω,
1. πατώ κάτω, καταπατώ, πατώ κάτω απ' τα πόδια μου, σε Θουκ. κ.λπ.· κ. ὑσὶ τὸ σπέρμα, καταπατώ τον σπόρο (δηλ. βάζω να τον καταπατήσουν) με τα γουρούνια, σε Ηρόδ. — Παθ., στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.
2. μεταφ. σε τμήση, κατὰ δ' ὅρκια πιστὰ πάτησαν, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
καταπᾰτέω: πατῶ ὑπὸ τοὺς πόδας μου, ἐπέπιπτόν τε ἀλλήλοις καὶ κατεπάτουν Θουκ. 7. 84, κτλ· ὑσὶ τὸ σπέρμα κ., καταπατῶ τὸν σπόρον διὰ χοίρων (δηλ. βάλλω τοὺς χοίρους νὰ καταπατήσωσιν), Ἡρόδ. 2. 14· κ. τῇ ἵππῳ τοὺς Ἕλληνας Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 12.- Παθ., καταπατηθῆναι ὑπὸ τοῦ στρατοῦ ὁ αὐτ. 7. 173, 223, Θουκ. 5. 72, Δημ. 88. 1., 918. 12· καταπατούμενοι ὑπ’ ἀλλήλων ἀπεπνίγοντο Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 11. 2) μεταφ., κατὰ δ’ ὅρκια πιστὰ πάτησαν Ἱλ. Δ. 157· ὁ Εὐστάθ. παρατηρεῖ ὅτι «εἶναι δριμύτερον τοῦ δηλήσασθαι καὶ πημῆναι τὰ ὅρκια, διότι σημαίνει οἰονεὶ ῥῖψαι εἰς πάτον δηλ. τρίβον καὶ ἐπεμβῆναι ὑβριστικῶς»· κ. τοὺς νόμους Πλάτ. Νόμ. 714A· τὰ γράμματα Γοργ. 484A. ὁ Λουκ. ἀντιθέτει τὸ καταπατεῖν πρὸς τὸ ζηλοῦν (Λεξιφ. 23)· καταπεπάτηται τὰ ἅγιά σου καὶ βεβήλωται Ἑβδ. (Μακκ. Α΄, 3, 52).
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to trample down, trample under foot, Thuc., etc.; κ. ὑσὶ τὸ σπέρμα to trample down the seed (i. e. have it trampled down) by swine, Hdt.: —Pass., Hdt., Thuc., etc.
2. metaph. in tmesi, κατὰ δ' ὅρκια πιστὰ πάτησαν Il.
Chinese
原文音譯:katapatšw 卡他-爬帖哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:向下-踩 相當於: (דּוּשׁ) (מִרְמָס)
字義溯源:蹂躪,踐踏,鄙視;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(πατέω)*=踐踏)組成。比較: (πατέω)=踐踏
出現次數:總共(5);太(2);路(2);來(1)
譯字彙編:
1) 踐踏(2) 路12:1; 來10:29;
2) 牠們⋯踐踏(1) 太7:6;
3) 被踐踏(1) 路8:5;
4) 踐踏了(1) 太5:13
Lexicon Thucydideum
conculcare, to trample down, 7.84.3,
PASS. 5.72.4.