Anonymous

διαλλαγή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ῆς (ἡ) :<br />réconciliation.<br />'''Étymologie:''' [[διαλλάσσω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />réconciliation.<br />'''Étymologie:''' [[διαλλάσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαλλᾰγή''': ἡ, ([[διαλλάσσω]]) [[ἀνταλλαγή]], ὡς διαλλαγὰς ἔχοιμεν ἀλλήλοισιν ὧν πένοιτο γῆ Εὐρ. Ἰκέτ. 209. ΙΙ. μεταβολὴ ἰδίως ἀπὸ ἐχθρότητος, [[συνδιαλλαγή]], συμφιλίωσις, [[εἰρήνη]], Ἡρόδ. 1. 22, Ἀριστοφ. Ἀχ. 989· κατὰ πληθ., Εὐρ. Φοιν. 375, Ἀριστοφ. Σφηξ. 472, κτλ.· διαλλαγαὶ [[πρός]] τινα Ἰσοκρ. 60Β· τὰς πρὸς ἐκεῖνον δ. Δημ. 18. 8· πρβλ. [[λυκοφίλιος]]. ΙΙΙ. [[διαφορά]], Διον.
|elnltext=διαλλαγή -ῆς, ἡ, Dor. διαλλαγᾱ́ [διαλλάττω] ruil:; ὡς διαλλαγὰς ἔχοιμεν ἀλλήλοισιν opdat wij met elkaar kunnen ruilen Eur. Suppl. 209; ruilmiddel:. μέτρα τε καὶ σταθμὰ συναλλαγῶν εὐπόρους διαλλαγάς maten en gewichten als gemakkelijke middelen voor ruilhandel Gorg. B 11a30. verzoening:. διαλλαγή σφι ἐγένετο ἐπ’ ᾧ τε er kwam tussen hen een verzoening tot stand op voorwaarde dat... Hdt. 1.22.2; τοῦτο εἰς διαλλαγὰς ἄγει τάχιστα dat (nl. liefde) leidt het snelst tot verzoening Men. Sam. 82.
}}
{{elru
|elrutext='''διαλλᾰγή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> обмен, pl. торговля (διαλλαγὰς ἔχειν ἀλλήλοισίν τινος Eur.);<br /><b class="num">2)</b> преимущ. pl. заключение мира, примирение Her., Eur., Arph., Xen., Isocr., Plat., Dem.;<br /><b class="num">3)</b> рит. [[диаллага]] (накопление разных доводов в защиту одного и того же положения) Quint.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διαλλᾰγή:''' ἡ ([[διαλλάσσω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[ανταλλαγή]], [[αλλαγή]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[αλλαγή]], [[μετάβαση]] από [[εχθρότητα]] σε [[φιλία]], [[συμφιλίωση]], [[ανακωχή]], [[ειρήνευση]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· στον πληθ., σε Ευρ.· διαλλαγαὶ [[πρός]] τινα, σε Δημ.
|lsmtext='''διαλλᾰγή:''' ἡ ([[διαλλάσσω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[ανταλλαγή]], [[αλλαγή]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[αλλαγή]], [[μετάβαση]] από [[εχθρότητα]] σε [[φιλία]], [[συμφιλίωση]], [[ανακωχή]], [[ειρήνευση]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· στον πληθ., σε Ευρ.· διαλλαγαὶ [[πρός]] τινα, σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαλλᾰγή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> обмен, pl. торговля (διαλλαγὰς ἔχειν ἀλλήλοισίν τινος Eur.);<br /><b class="num">2)</b> преимущ. pl. заключение мира, примирение Her., Eur., Arph., Xen., Isocr., Plat., Dem.;<br /><b class="num">3)</b> рит. [[диаллага]] (накопление разных доводов в защиту одного и того же положения) Quint.
|lstext='''διαλλᾰγή''': ἡ, ([[διαλλάσσω]]) [[ἀνταλλαγή]], ὡς διαλλαγὰς ἔχοιμεν ἀλλήλοισιν ὧν πένοιτο γῆ Εὐρ. Ἰκέτ. 209. ΙΙ. μεταβολὴ ἰδίως ἀπὸ ἐχθρότητος, [[συνδιαλλαγή]], συμφιλίωσις, [[εἰρήνη]], Ἡρόδ. 1. 22, Ἀριστοφ. Ἀχ. 989· κατὰ πληθ., Εὐρ. Φοιν. 375, Ἀριστοφ. Σφηξ. 472, κτλ.· διαλλαγαὶ [[πρός]] τινα Ἰσοκρ. 60Β· τὰς πρὸς ἐκεῖνον δ. Δημ. 18. 8· πρβλ. [[λυκοφίλιος]]. ΙΙΙ. [[διαφορά]], Διον.
}}
{{elnl
|elnltext=διαλλαγή -ῆς, ἡ, Dor. διαλλαγᾱ́ [διαλλάττω] ruil:; ὡς διαλλαγὰς ἔχοιμεν ἀλλήλοισιν opdat wij met elkaar kunnen ruilen Eur. Suppl. 209; ruilmiddel:. μέτρα τε καὶ σταθμὰ συναλλαγῶν εὐπόρους διαλλαγάς maten en gewichten als gemakkelijke middelen voor ruilhandel Gorg. B 11a30. verzoening:. διαλλαγή σφι ἐγένετο ἐπ’ ᾧ τε er kwam tussen hen een verzoening tot stand op voorwaarde dat... Hdt. 1.22.2; τοῦτο εἰς διαλλαγὰς ἄγει τάχιστα dat (nl. liefde) leidt het snelst tot verzoening Men. Sam. 82.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj