Anonymous

καταψύχω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=souffler sur, <i>d'où</i><br /><b>1</b> refroidir, rafraîchir;<br /><b>2</b> sécher, dessécher ; <i>Pass.</i> être desséché <i>en parl. de pays</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ψύχω]].
|btext=souffler sur, <i>d'où</i><br /><b>1</b> refroidir, rafraîchir;<br /><b>2</b> sécher, dessécher ; <i>Pass.</i> être desséché <i>en parl. de pays</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ψύχω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταψύχω''': ῡ: μέλλ. -ξω, [[λίαν]] [[ψυχραίνω]], ποιῶ τι κατάψυχρον, παγώνω, [[ὕδωρ]] κ. τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 14, πρβλ. 2. 8, 43, κ. ἀλλ.· ὁ [[φόβος]] καταψύχει ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 4, πρβλ. Προβλ. 30. 1, 22, κ. ἀλλ.- Παθ. πρκμ. κατέψυγμαι: ἀόρ. κατεψύχθην καὶ κατεψύγην ῠ Ἀριστ. Προβλ. 10. 54, 4·- ψυχραίνομαι, [[γίνομαι]] [[ψυχρός]], Ἱππ. Ἀφ. 1250, κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 3, κ. ἀλλ.· ἐπὶ προσώπων, κατεψυγμένοι, ἀντίθ. τῷ θερμοί, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 13, 7, κ. ἀλλ.· κατέψυκται τὸ πρακτικὸν ἡδονῇ σχολῆς Πλουτ. Πομπ. 46. 2) μεταφ., [[δροσίζω]], [[ἀναψύχω]], καταψύχει πνοὴ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 127b. II. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ χώρας, [[χώρα]] κατεψυγμένη, [[κατάξηρος]], Διόδ. 1. 7· ἀθαλλὴς καὶ μεμαραμμένος, [[ἄδενδρος]], ἀντίθετ. χλοερὸς καὶ [[κατάσκιος]] [[τόπος]], Πλουτ. Πομπ. 31. ΙΙΙ. ἀμεταβ., καταπραΰνομαι, ἐπὶ κυνός, Ἀριστ. Ἀποσπ. 169.
|elnltext=κατα-ψύχω koelen, afkoelen:; κατεψυγμένοι γάρ εἰσιν (oude mensen) zijn namelijk afgekoeld Aristot. Rh. 1389b30; overdr. bekoelen:. κατέψυκτ o τὸ πρακτικόν zijn energie was bekoeld Plut. Pomp. 46.6. verdorren:. κατεψυγμένη een verdord (land) Plut. Pomp. 31.4.
}}
{{elru
|elrutext='''καταψύχω:''' (ῡ) (aor. pass. κατεψύχθην и κατεψύγην)<br /><b class="num">1)</b> [[охлаждать]] (τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[освежать]] (τὴν γλῶσσάν τινος NT);<br /><b class="num">3)</b> [[иссушать]] ([[χώρα]] [[ἄδενδρος]] καὶ κατεψυγμένη Plut.);<br /><b class="num">4)</b> перен. [[охлаждать]], [[унимать]] ([[πῆξαι]] καὶ καταψύξαι τινά Plut.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''καταψύχω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ψυχραίνω]], [[καταψύχω]], [[παγώνω]], σε Αριστ. — Παθ., παρακ. <i>κατέψυγμαι</i>, αόρ. αʹ <i>κατεψύχθην</i> και βʹ κατεψύγην [ῠ]· καταψύχομαι, παγώνομαι, λέγεται για πρόσωπα, στον ίδ., σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., λέγεται για [[χώρα]], είμαι [[κατάξηρος]] ή [[άνυδρος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''καταψύχω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ψυχραίνω]], [[καταψύχω]], [[παγώνω]], σε Αριστ. — Παθ., παρακ. <i>κατέψυγμαι</i>, αόρ. αʹ <i>κατεψύχθην</i> και βʹ κατεψύγην [ῠ]· καταψύχομαι, παγώνομαι, λέγεται για πρόσωπα, στον ίδ., σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., λέγεται για [[χώρα]], είμαι [[κατάξηρος]] ή [[άνυδρος]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταψύχω:''' () (aor. pass. κατεψύχθην и κατεψύγην)<br /><b class="num">1)</b> [[охлаждать]] (τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[освежать]] (τὴν γλῶσσάν τινος NT);<br /><b class="num">3)</b> [[иссушать]] ([[χώρα]] [[ἄδενδρος]] καὶ κατεψυγμένη Plut.);<br /><b class="num">4)</b> перен. [[охлаждать]], [[унимать]] ([[πῆξαι]] καὶ καταψύξαι τινά Plut.).
|lstext='''καταψύχω''': : μέλλ. -ξω, [[λίαν]] [[ψυχραίνω]], ποιῶ τι κατάψυχρον, παγώνω, [[ὕδωρ]] κ. τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 14, πρβλ. 2. 8, 43, κ. ἀλλ.· ὁ [[φόβος]] καταψύχει ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 4, πρβλ. Προβλ. 30. 1, 22, κ. ἀλλ.- Παθ. πρκμ. κατέψυγμαι: ἀόρ. κατεψύχθην καὶ κατεψύγην ῠ Ἀριστ. Προβλ. 10. 54, 4·- ψυχραίνομαι, [[γίνομαι]] [[ψυχρός]], Ἱππ. Ἀφ. 1250, κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 3, κ. ἀλλ.· ἐπὶ προσώπων, κατεψυγμένοι, ἀντίθ. τῷ θερμοί, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 13, 7, κ. ἀλλ.· κατέψυκται τὸ πρακτικὸν ἡδονῇ σχολῆς Πλουτ. Πομπ. 46. 2) μεταφ., [[δροσίζω]], [[ἀναψύχω]], καταψύχει πνοὴ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 127b. II. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ χώρας, [[χώρα]] κατεψυγμένη, [[κατάξηρος]], Διόδ. 1. 7· ἀθαλλὴς καὶ μεμαραμμένος, [[ἄδενδρος]], ἀντίθετ. χλοερὸς καὶ [[κατάσκιος]] [[τόπος]], Πλουτ. Πομπ. 31. ΙΙΙ. ἀμεταβ., καταπραΰνομαι, ἐπὶ κυνός, Ἀριστ. Ἀποσπ. 169.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-ψύχω koelen, afkoelen:; κατεψυγμένοι γάρ εἰσιν (oude mensen) zijn namelijk afgekoeld Aristot. Rh. 1389b30; overdr. bekoelen:. κατέψυκτ o τὸ πρακτικόν zijn energie was bekoeld Plut. Pomp. 46.6. verdorren:. κατεψυγμένη een verdord (land) Plut. Pomp. 31.4.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj