Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατασκήπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=se jeter sur, s'abattre sur : λιταῖς θεάς SOPH <i>propr.</i> se jeter avec des prières sur les déesses, <i>càd</i> s'attacher à l'autel en priant, fatiguer de ses prières.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκήπτω]].
|btext=se jeter sur, s'abattre sur : λιταῖς θεάς SOPH <i>propr.</i> se jeter avec des prières sur les déesses, <i>càd</i> s'attacher à l'autel en priant, fatiguer de ses prières.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκήπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατασκήπτω''': μέλλ. -ψω, μεθ’ ὁρμῆς καταφέρομαι, ἐφορμῶ, [[ἐπιπίπτω]], ὡς τὸ [[ἀποσκήπτω]], ἐπὶ κεραυνοῦ, θυελλῶν, τυφώνων, ἀστραπῶν, βροντῶν, κλπ., εἰς τόπον Ἡρόδ. 8. 65· σκηπτοὶ κ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 20· ἀστραπαὶ καὶ βρονταὶ μετὰ μεγάλων πνευμάτων κ. Διόδ. 16. 80, κτλ.· [[νότος]] βιαιότατος κ. Φίλων 629D· ἐπὶ τῆς ἴριδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 5· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς θείας ὀργῆς, τοῖσι Λακεδαιμονίοισι [[μῆνις]] κατέσκηψε Ταλθυβίου Ἡρόδ. 7. 134· ἐς ἀγγέλους [[αὐτόθι]] 137· ὀργαὶ κ. ἐς τὸ σὸν [[δέμας]] Εὐρ. Ἱππ. 1418· ἐπὶ τύχης, τίς κατέσκηψε [[τύχη]]; Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 326· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πολέμου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 471· ἐπὶ τῆς Νεμέσεως, Διον. Ἁλ. 3. 23·― ἰδίως ἐπὶ αἰφνιδίου νόσου, [[οἷον]] τοῦ λοιμοῦ, οἱονεὶ [[οὐρανόθεν]] καταφερομένης εἰς τοὺς ἀνθρώπους, κατέσκηπτεν ἐς χεῖρας καὶ πόδας, κατέπιπτε καὶ κατεκτύπει, [[ὅπερ]] ὁ αὐτὸς λέγει ἀντίληψιν τῶν ἀκρωτηρίων καὶ ἀντιλαμβάνειν τῶν ἀκρωτηρίων· Σχολ. ἑρμηνεύει [[ἐπίσκηψις]], Θουκ. 2, 49, πρβλ. Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1086, κτλ.· [[ῥεῦμα]] κατ. τινὶ ἐς τὰ [[νεῦρα]] Παυσ. 6. 3, 10· χολὴ ὀδόντι Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 40, κτλ.· καὶ [[θηρίον]] κ. εἰς τοὺς δρυμοὺς (καὶ τοῦτο ὡς κακὸν [[θεόθεν]] πρὸς τιμωρίαν τῶν ἀνθρώπων) Διοδ. 3, 69. 2) ἐν Εὐρ. Μηδ. 93 ἔχομεν κατασκῆψαί τινα, [[πίπτω]] ἐπὶ τινος, ἂν μὴ ἀναγνωστεόν, τινί, ἴδε Elmsl.· ἀλλ’ ὁ Σχολ. ὀρθῶς ἑρμηνεύει, «ἀντὶ τοῦ βλάψαι τινά, ἀπὸ τοῦ κεραυνοῦ τοῦ σκηπτοῦ, [[οἷον]] κεραυνῶσαι»· ὁ δὲ Ἡσύχ. ἀναφέρει Παθ., κατασκηφθέντα χωρία, προσβληθέντα ὑπὸ κεραυνοῦ, πρβλ. λ. ἐνηλύσια. ΙΙ. κ. λιταῖς θεάς, ἐνοχλῶ, [[ἐπιπίπτω]], [[πρόσκειμαι]] λιτανεύων, ἐκλιπαρῶν καὶ δεόμενος, μὲ προσευχάς, μετὰ τοῦ ἱκνοῦμαι καὶ κ. Σοφ. Ο. Κ. 1011· ὡς τὸ [[ἐπισκήπτω]]. ΙΙΙ. ἀπολ., ἐκρήγνυμαι, ἀναφαίνομαι, ἐπὶ φήμης, Ἀππ. Ἐμφύλ. 3. 23· κ. εἰς [[τέλος]], [[φθάνω]] εἴς τι [[τέλος]], [[καταλήγω]], Διον. Ἁλ. 3. 54.
|elnltext=κατα-σκήπτω neervallen op:; ὀργαὶ κατασκήψουσιν ἐς τὸ σον δέμας woede zal op uw persoon neervallen Eur. Hipp. 1418; met dat.:; Λακεδαιμονίοισι μῆνις κατέσκηψε Ταλθυβίου de vloek van Talthybius trof de Spartanen Hdt. 7.134.1; van ziektes treffen, overslaan op:; κατέσκηπτε γὰρ καὶ ἐς αἰδοῖα καὶ ἐς ἄκρας χεῖρας want de ziekte sloeg over op de schaamdelen en vingers Thuc. 2.49.8; van de bliksem inslaan:. κεραυνὸν εἰς τὸν τάφον κατασκῆψαι dat de bliksem op zijn graf was ingeslagen Plut. Lyc. 31.5. doen neerkomen:; κατασκήψει... ἑκάστῳ... ὁ δαίμων νέμεσιν de godheid zal zijn bestraffing op ieder laten neerkomen Plut. Aem. 27.5; overdr. bestoken met:. θεάς... λιταῖς κατασκήπτω de godinnen bestook ik met smeekbeden Soph. OC 1011.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασκήπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> (преимущ. о молнии) ударять, поражать (ἐς τὴν Πελοπόννησον Her.; εἰς τὸν τάφον Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[поражать]], [[обрушиваться]] (ἡ Ταλθυβίου [[μῆνις]] κατέσκηψε ἐς ἀγγέλους Her.): τίς κατέσκηψεν [[τύχη]]; Aesch. какая судьба постигла (вас)?; οὐ παύσεται χόλου, πρὶν κατασκῆψαί τινα Eur. (Медея) не остановится (в своем) гневе, прежде чем не ринется на кого-л.; (ἡ [[νόσος]]) κατέσκηπτε ἐς ἄκρας χεῖρας καὶ πόδας Thuc. болезнь поражала оконечности рук и ног; κ. λιταῖς Soph. неотступно молить.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατασκήπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εφορμώ]] προς τα [[κάτω]] ή [[πέφτω]] πάνω, με δοτ., λέγεται για την [[αστραπή]] και τις θύελλες, σε Ηρόδ.· λέγεται για τη θεϊκή [[οργή]], στον ίδ.· λέγεται για την [[πανούκλα]], σε Θουκ.· [[σπανίως]], <i>κατασκῆψαί τινα</i>, [[πέφτω]] σε κάποιον, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> <i>κ. λιταῖς</i>, [[μαίνομαι]] ή ζητώ επίμονα με προσευχές, σε Σοφ.
|lsmtext='''κατασκήπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εφορμώ]] προς τα [[κάτω]] ή [[πέφτω]] πάνω, με δοτ., λέγεται για την [[αστραπή]] και τις θύελλες, σε Ηρόδ.· λέγεται για τη θεϊκή [[οργή]], στον ίδ.· λέγεται για την [[πανούκλα]], σε Θουκ.· [[σπανίως]], <i>κατασκῆψαί τινα</i>, [[πέφτω]] σε κάποιον, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> <i>κ. λιταῖς</i>, [[μαίνομαι]] ή ζητώ επίμονα με προσευχές, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατασκήπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> (преимущ. о молнии) ударять, поражать (ἐς τὴν Πελοπόννησον Her.; εἰς τὸν τάφον Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[поражать]], [[обрушиваться]] (ἡ Ταλθυβίου [[μῆνις]] κατέσκηψε ἐς ἀγγέλους Her.): τίς κατέσκηψεν [[τύχη]]; Aesch. какая судьба постигла (вас)?; οὐ παύσεται χόλου, πρὶν κατασκῆψαί τινα Eur. (Медея) не остановится (в своем) гневе, прежде чем не ринется на кого-л.; (ἡ [[νόσος]]) κατέσκηπτε ἐς ἄκρας χεῖρας καὶ πόδας Thuc. болезнь поражала оконечности рук и ног; κ. λιταῖς Soph. неотступно молить.
|lstext='''κατασκήπτω''': μέλλ. -ψω, μεθ’ ὁρμῆς καταφέρομαι, ἐφορμῶ, [[ἐπιπίπτω]], ὡς τὸ [[ἀποσκήπτω]], ἐπὶ κεραυνοῦ, θυελλῶν, τυφώνων, ἀστραπῶν, βροντῶν, κλπ., εἰς τόπον Ἡρόδ. 8. 65· σκηπτοὶ κ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 20· ἀστραπαὶ καὶ βρονταὶ μετὰ μεγάλων πνευμάτων κ. Διόδ. 16. 80, κτλ.· [[νότος]] βιαιότατος κ. Φίλων 629D· ἐπὶ τῆς ἴριδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 5· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς θείας ὀργῆς, τοῖσι Λακεδαιμονίοισι [[μῆνις]] κατέσκηψε Ταλθυβίου Ἡρόδ. 7. 134· ἐς ἀγγέλους [[αὐτόθι]] 137· ὀργαὶ κ. ἐς τὸ σὸν [[δέμας]] Εὐρ. Ἱππ. 1418· ἐπὶ τύχης, τίς κατέσκηψε [[τύχη]]; Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 326· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πολέμου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 471· ἐπὶ τῆς Νεμέσεως, Διον. Ἁλ. 3. 23·― ἰδίως ἐπὶ αἰφνιδίου νόσου, [[οἷον]] τοῦ λοιμοῦ, οἱονεὶ [[οὐρανόθεν]] καταφερομένης εἰς τοὺς ἀνθρώπους, κατέσκηπτεν ἐς χεῖρας καὶ πόδας, κατέπιπτε καὶ κατεκτύπει, [[ὅπερ]] ὁ αὐτὸς λέγει ἀντίληψιν τῶν ἀκρωτηρίων καὶ ἀντιλαμβάνειν τῶν ἀκρωτηρίων· ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει [[ἐπίσκηψις]], Θουκ. 2, 49, πρβλ. Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1086, κτλ.· [[ῥεῦμα]] κατ. τινὶ ἐς τὰ [[νεῦρα]] Παυσ. 6. 3, 10· χολὴ ὀδόντι Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 40, κτλ.· καὶ [[θηρίον]] κ. εἰς τοὺς δρυμοὺς (καὶ τοῦτο ὡς κακὸν [[θεόθεν]] πρὸς τιμωρίαν τῶν ἀνθρώπων) Διοδ. 3, 69. 2) ἐν Εὐρ. Μηδ. 93 ἔχομεν κατασκῆψαί τινα, [[πίπτω]] ἐπὶ τινος, ἂν μὴ ἀναγνωστεόν, τινί, ἴδε Elmsl.· ἀλλ’ ὁ Σχολ. ὀρθῶς ἑρμηνεύει, «ἀντὶ τοῦ βλάψαι τινά, ἀπὸ τοῦ κεραυνοῦ τοῦ σκηπτοῦ, [[οἷον]] κεραυνῶσαι»· ὁ δὲ Ἡσύχ. ἀναφέρει Παθ., κατασκηφθέντα χωρία, προσβληθέντα ὑπὸ κεραυνοῦ, πρβλ. λ. ἐνηλύσια. ΙΙ. κ. λιταῖς θεάς, ἐνοχλῶ, [[ἐπιπίπτω]], [[πρόσκειμαι]] λιτανεύων, ἐκλιπαρῶν καὶ δεόμενος, μὲ προσευχάς, μετὰ τοῦ ἱκνοῦμαι καὶ κ. Σοφ. Ο. Κ. 1011· ὡς τὸ [[ἐπισκήπτω]]. ΙΙΙ. ἀπολ., ἐκρήγνυμαι, ἀναφαίνομαι, ἐπὶ φήμης, Ἀππ. Ἐμφύλ. 3. 23· κ. εἰς [[τέλος]], [[φθάνω]] εἴς τι [[τέλος]], [[καταλήγω]], Διον. Ἁλ. 3. 54.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-σκήπτω neervallen op:; ὀργαὶ κατασκήψουσιν ἐς τὸ σον δέμας woede zal op uw persoon neervallen Eur. Hipp. 1418; met dat.:; Λακεδαιμονίοισι μῆνις κατέσκηψε Ταλθυβίου de vloek van Talthybius trof de Spartanen Hdt. 7.134.1; van ziektes treffen, overslaan op:; κατέσκηπτε γὰρ καὶ ἐς αἰδοῖα καὶ ἐς ἄκρας χεῖρας want de ziekte sloeg over op de schaamdelen en vingers Thuc. 2.49.8; van de bliksem inslaan:. κεραυνὸν εἰς τὸν τάφον κατασκῆψαι dat de bliksem op zijn graf was ingeslagen Plut. Lyc. 31.5. doen neerkomen:; κατασκήψει... ἑκάστῳ... ὁ δαίμων νέμεσιν de godheid zal zijn bestraffing op ieder laten neerkomen Plut. Aem. 27.5; overdr. bestoken met:. θεάς... λιταῖς κατασκήπτω de godinnen bestook ik met smeekbeden Soph. OC 1011.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br /><b class="num">I.</b> to [[rush]] [[down]] or [[fall]] [[upon]], c. dat., of [[lightning]] and storms, Hdt.; of [[divine]] [[wrath]], Hdt.; of the [[plague]], Thuc.:—[[rarely]], κατασκῆψαί τινα to [[fall]] on one, Eur.<br /><b class="num">II.</b> κ. λιταῖς to [[storm]] or [[importune]] with prayers, Soph.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br /><b class="num">I.</b> to [[rush]] [[down]] or [[fall]] [[upon]], c. dat., of [[lightning]] and storms, Hdt.; of [[divine]] [[wrath]], Hdt.; of the [[plague]], Thuc.:—[[rarely]], κατασκῆψαί τινα to [[fall]] on one, Eur.<br /><b class="num">II.</b> κ. λιταῖς to [[storm]] or [[importune]] with prayers, Soph.
}}
}}