Anonymous

κληρονομία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br />participation à un héritage, droit d'hérédité.<br />'''Étymologie:''' [[κληρονόμος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />participation à un héritage, droit d'hérédité.<br />'''Étymologie:''' [[κληρονόμος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κληρονομία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἰσοκρ. 393Α, κτλ.· κλ. κατὰ τὴν ἀγχιστείαν Δημ. 1051. 11· κλ. μὴ κατὰ δόσιν, ἀλλὰ κατὰ γένος Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 20· ― [[καθόλου]], κλ. λαμβάνειν τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 7. 13, 6.
|elnltext=κληρονομία -ας, ἡ [κληρονόμος] erfenis:; τὰς κληρονομίας μὴ κατὰ δόσιν εἶναι ἀλλὰ κατὰ γένος de erfenissen dienen niet bij schenking te worden nagelaten, maar op grond van afstamming Aristot. Pol. 1309a23; overdr.: εἰλήφασι τὴν τοῦ ὀνόματος κληρονομίαν αἱ σωματικαὶ ἡδοναί de lichamelijke genietingen hebben zich de naam (genot) toegeëigend Aristot. EN 1153b33. christ. (bezit van) het christelijk heil.
}}
{{elru
|elrutext='''κληρονομία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[участие в наследстве]], [[наследование]] (κατὰ τὴν ἀγχιστείαν Dem.; κατὰ [[γένος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[получение в удел]]: τὴν τοῦ ὀνόματος κληρονομίαν λαμβάνειν Arst. получать название;<br /><b class="num">3)</b> [[наследие]], [[удел]], [[доля]] (οὐκ ἔχειν κληρονομίαν ἔν τινι NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κληρονομία:''' ἡ, [[κληρονομιά]], σε Δημ.· γενικά, <i>κλ. λαμβάνειν τινός</i>, [[αποκτώ]] την κυριότητά του, σε Αριστ.
|lsmtext='''κληρονομία:''' ἡ, [[κληρονομιά]], σε Δημ.· γενικά, <i>κλ. λαμβάνειν τινός</i>, [[αποκτώ]] την κυριότητά του, σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κληρονομία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[участие в наследстве]], [[наследование]] (κατὰ τὴν ἀγχιστείαν Dem.; κατὰ [[γένος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[получение в удел]]: τὴν τοῦ ὀνόματος κληρονομίαν λαμβάνειν Arst. получать название;<br /><b class="num">3)</b> [[наследие]], [[удел]], [[доля]] (οὐκ ἔχειν κληρονομίαν ἔν τινι NT).
|lstext='''κληρονομία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἰσοκρ. 393Α, κτλ.· κλ. κατὰ τὴν ἀγχιστείαν Δημ. 1051. 11· κλ. μὴ κατὰ δόσιν, ἀλλὰ κατὰ γένος Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 20· ― [[καθόλου]], κλ. λαμβάνειν τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 7. 13, 6.
}}
{{elnl
|elnltext=κληρονομία -ας, ἡ [κληρονόμος] erfenis:; τὰς κληρονομίας μὴ κατὰ δόσιν εἶναι ἀλλὰ κατὰ γένος de erfenissen dienen niet bij schenking te worden nagelaten, maar op grond van afstamming Aristot. Pol. 1309a23; overdr.: εἰλήφασι τὴν τοῦ ὀνόματος κληρονομίαν αἱ σωματικαὶ ἡδοναί de lichamelijke genietingen hebben zich de naam (genot) toegeëigend Aristot. EN 1153b33. christ. (bezit van) het christelijk heil.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj