Anonymous

καταστρώννυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 13: Line 13:
|btext=<i>ao.</i> κατέστρωσα;<br /><b>1</b> <i>avec double rég.</i> joncher : οἶκον ῥόδοις ÉL une maison de roses;<br /><b>2</b> jeter à terre, abattre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στρώννυμι]].
|btext=<i>ao.</i> κατέστρωσα;<br /><b>1</b> <i>avec double rég.</i> joncher : οἶκον ῥόδοις ÉL une maison de roses;<br /><b>2</b> jeter à terre, abattre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στρώννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταστρώννῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -στρώσω: ἀόρ. παθ. -εστρώθην. Στρώνω [[κάτω]], κατὰ γῆς, ἁπλώνω [[ἄνωθεν]], [[ἐκτείνω]], [[καλύπτω]], τοὺς οἴκους ῥόδοις Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 8· κλίνην κ. Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 491, 28·- Παθ., [[πεδίον]] νεκρῶν κατεστρώθη, ἐκ νεκρῶν, μὲ ν…, ἡ [[σύνταξις]] κατὰ τὸ ἐπληρώθη τινός, Διόδ. 14. 114· κανθήλιον κατεστρωμένον [[σκορπίων]] Στράβ. 660. ΙΙ. ὡς τὸ [[καταστορέννυμι]] ΙΙΙ., «στρώνω [[κάτω]]», [[καταβάλλω]], [[ἀποκτείνω]], [[φονεύω]], δάμαρτα καὶ παῖδ’ ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1000, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 64·- Παθ., ὡς δὲ Ἕλλησι κατέστρωντο οἱ βάρβαροι Ἡρόδ. 9, 76, πρβλ. 8, 53.
|elnltext=κατα-στρώννυμι uitspreiden over, bedekken:. χωρίον λίθῳ σκληρῷ κατεστρωμένον ἄνωθεν een stuk grond aan de bovenkant geplaveid met harde steen Plut. Caes. 47.2. neerleggen, doden:. τοῖσι῞Ελλησι... κατέστρωντο οἱ βάρβαροι de barbaren waren door de Grieken gedood Hdt. 9.76.1.
}}
{{elru
|elrutext='''καταστρώννῡμι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[устилать]] ([[πεδίον]] νεκρῶν κατεστρώθη Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[убивать]], [[умерщвлять]] (τινα βέλει Eur.; πολλούς Xen.); pass. погибать (κατεστρώθησαν ἐν τῇ ἐρήμῳ NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''καταστρώννῡμι:''' και -ύω· μέλ. <i>-στρώσω</i>, Παθ. αόρ. αʹ <i>-εστρώθην</i>· [[στρώνω]] [[κάτω]], [[απλώνω]] [[καταγής]], σε Ευρ., Ξεν. — Παθ., <i>κατέστρωντο οἱ βάρβαροι</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''καταστρώννῡμι:''' και -ύω· μέλ. <i>-στρώσω</i>, Παθ. αόρ. αʹ <i>-εστρώθην</i>· [[στρώνω]] [[κάτω]], [[απλώνω]] [[καταγής]], σε Ευρ., Ξεν. — Παθ., <i>κατέστρωντο οἱ βάρβαροι</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταστρώννῡμι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[устилать]] ([[πεδίον]] νεκρῶν κατεστρώθη Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[убивать]], [[умерщвлять]] (τινα βέλει Eur.; πολλούς Xen.); pass. погибать (κατεστρώθησαν ἐν τῇ ἐρήμῳ NT).
|lstext='''καταστρώννῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -στρώσω: ἀόρ. παθ. -εστρώθην. Στρώνω [[κάτω]], κατὰ γῆς, ἁπλώνω [[ἄνωθεν]], [[ἐκτείνω]], [[καλύπτω]], τοὺς οἴκους ῥόδοις Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 8· κλίνην κ. Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 491, 28·- Παθ., [[πεδίον]] νεκρῶν κατεστρώθη, ἐκ νεκρῶν, μὲ ν…, ἡ [[σύνταξις]] κατὰ τὸ ἐπληρώθη τινός, Διόδ. 14. 114· κανθήλιον κατεστρωμένον [[σκορπίων]] Στράβ. 660. ΙΙ. ὡς τὸ [[καταστορέννυμι]] ΙΙΙ., «στρώνω [[κάτω]]», [[καταβάλλω]], [[ἀποκτείνω]], [[φονεύω]], δάμαρτα καὶ παῖδ’ ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1000, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 64·- Παθ., ὡς δὲ Ἕλλησι κατέστρωντο οἱ βάρβαροι Ἡρόδ. 9, 76, πρβλ. 8, 53.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-στρώννυμι uitspreiden over, bedekken:. χωρίον λίθῳ σκληρῷ κατεστρωμένον ἄνωθεν een stuk grond aan de bovenkant geplaveid met harde steen Plut. Caes. 47.2. neerleggen, doden:. τοῖσι῞Ελλησι... κατέστρωντο οἱ βάρβαροι de barbaren waren door de Grieken gedood Hdt. 9.76.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj