Anonymous

κομάω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être chevelu, avoir une chevelure longue;<br /><b>2</b> avoir une longue crinière;<br /><b>3</b> prendre soin de sa chevelure <i>ou</i> porter sa chevelure longue (en signe de force, de joie, <i>etc.</i>) ; être fier, s'enorgueillir : [[ἐπί]] τινι, de qch ; [[διά]] τινα, à cause de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κόμη]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être chevelu, avoir une chevelure longue;<br /><b>2</b> avoir une longue crinière;<br /><b>3</b> prendre soin de sa chevelure <i>ou</i> porter sa chevelure longue (en signe de force, de joie, <i>etc.</i>) ; être fier, s'enorgueillir : [[ἐπί]] τινι, de qch ; [[διά]] τινα, à cause de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κόμη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κομάω''': Ἰων. -έω· ([[κόμη]])· ― ἀφίνω τὴν κόμην [[μακράν]], [[φέρω]] μακρὰν κόμην, Ἄβαντες [[ὄπισθεν]] κομόωντες, «τὰ [[ὀπίσω]] μέρη τῆς κεφαλῆς κομῶντες» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 542· ἐθείρῃσιν κομόωντε Θ. 42, Ν. 24· [[ὡσαύτως]], κομ. τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 4. 168· τὰ [[ὀπίσω]] κ. τῆς κεφαλῆς [[αὐτόθι]] 180· τὰ ἐπιδέξια τῶν κεφαλέων κ. ὁ αὐτ. 191· τὸ [[γένειον]] τῇ κεφαλῇ ὁμοίως κ. Ξεν. Συμπ. 4, 28. [[Κατὰ]] τοὺς παλαιοτέρους χρόνους οἱ Ἕλληνες [[καθόλου]] ἔτρεφον μακρὰν κόμην, [[ὅθεν]], καρηκομόωντες Ἀχαιοί, παρ’ Ὁμ. Ἐν. Σπάρτῃ ἐξηκολούθησεν ὡς [[συνήθεια]] πάντων τῶν πολιτῶν νὰ ἔχωσι μακρὰν κόμην, (ὅρα τὴν παρ’ Ἡροδότῳ διήγησιν, 1. 82, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 26), ἂν καὶ [[μετέπειτα]] καὶ [[ἐνταῦθα]] τὸ [[ἔθος]] κατηργήθη, Φιλόστρ. 106, πρβλ. Λουκ. Δραπ. 27, Πλουτ. Ἀλκ. 23. Ἐν Ἀθήναις τὴν κόμην ἔφερον μακρὰν οἱ νεανίαι [[μέχρι]] τοῦ 18 ἔτους, ὅτε εἰσήρχοντο εἰς τὴν ἡλικίαν τῶν ἐφήβων, καὶ ἐνεγράφοντο εἰς τοὺς πολίτας (πρβλ. φρατρία)· [[τότε]] δὲ προσέφερον τοὺς μακροὺς αὑτῶν βαστρύχους εἴς τινα θεότητα, Ἡσύχ., κτλ.· καὶ ἐθεωρεῖτο ὡς [[σημεῖον]] νωθρότητος καὶ χαλαρῶν ἠθῶν τὸ νὰ φέρωσι κόμην μακρὰν οἱ ἄνδρες (πλὴν τῶν Ἱππέων, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 580)· ἄρσεσιν οὐκ [[ἐπέοικε]] κομᾶν Ψευδο-Φωκ. 212· ἢ ὡς [[σύμβολον]] λακωνισμοῦ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1282, ἴδε ἀνωτερ.· κομῶν καὶ αὐχμηρὸς Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 13· ― ἀλλ’ ἂν καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἔφερον τὴν κόμην βραχεῖαν, [[ὅμως]] διετήρησαν τὴν φράσιν, μὴ κομᾶν ἢ κείρεσθαι, εἰς [[σημεῖον]] πένθους, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 818, Ἀριστοφ. Πλ. 572, Πλάτ. Φαίδων 89C, κτλ. 2) ἐν Ἀθήναις, [[ἕνεκα]] τῶν μνημονευθέντων ἐθίμων κομᾶν, ἐσήμαινε γαυριᾶν, ὑπερηφανεύεσθαι, ἀλαζονικῶς φέρεσθαι, ὡς τὸ Λατ. cristam tollere, ἀνὴρ [[τοιοῦτος]] ὢν… οὐ κομῶ Ἀριστοφ. Νεφ. 545, Πλ. 170· [[οὕτως]], [[οὗτος]] ἐκόμησε ἐπὶ τυραννίδι, μέγα φρονῶν ἔβαλεν εἰς τὸν νοῦν του νὰ γείνῃ [[τύραννος]], Ἡρόδ. 5. 71· ἐπὶ τῷ κομᾷς; εἰς τὶ ὑπερηφανεύεσαι; Ἀριστοφ. Σφ. 1317· κ. ἐπὶ κάλλει Πλουτ. Καῖσ. 45, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 1· ἐπ’ Ἠρίννῃ κ. Ἀνθ. Π. 11. 322· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ., Ὀππ. Κυν. 3. 192· πρβλ. [[κόμη]] Ι, [[κομήτης]]. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἵππων, χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Ἰλ. Θ. 42., Ν. 24. ΙΙΙ. ἐπὶ αὐτῆς τῆς [[κόμης]], κυματίζω, ἐκ δ’ ἄρα δειρῆς καὶ γενύων [[ἑκάτερθε]] θοαὶ κομόωσιν ἔθειραι, Ὀππ. Κυν. 3. 28. IV. μεταφ., ἐπὶ δένδρων, φυτῶν, κτλ., [[οὖθαρ]] ἀρούρης... μέλλεν [[ἄφαρ]] ταναοῖσι κομήσειν ἀσταχύεσσι, [[ταχέως]] ἔμελλον οἱ ἀγροὶ νὰ κυματίζωσι μὲ μακροὺς [[στάχυς]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 454· [[οὕτως]], [[αἴγειρος]] φύλλοισι κομόωσα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 928· [[ὄρος]] κεκομημένον ὕλῃ Καλλ. εἰς Ἄρτ. 41· ἡ γῆ φυτοῖς κομῶσα Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 11. V. ἀστέρες κομόωντες, = κομῆται, Ἄρατ. 1092.
|elnltext=κομάω, Ion. κομέω [κόμη] ep. indic. 3 plur. κομόωσιν, ep. ptc. κομόων, κομόωσα lang haar dragen:; κάρη κομόωντες Ἀχαιοί de lang haar dragende Achaeërs Il. 2.542; van paarden:; χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε met wapperende gouden manen Il. 8.42; van planten gebladerte dragen, bloeien. overdr. trots zijn op, pronken met, met ἐπί + dat.:; ἐπὶ τῷ κομᾷς; waar ben je trots op? Aristoph. Ve. 1317; met διά + acc.: οὐχὶ διὰ τοῦτον καμᾷ is hij daarom niet trots? Aristoph. Pl. 170. streven naar:. ἐπὶ τυραννίδι ἐκόμησε hij zette zijn zinnen op alleenheerschappij Hdt. 5.71.1.
}}
{{elru
|elrutext='''κομάω:''' ион. [[κομέω]]<br /><b class="num">1)</b> (эп. part. pl. [[κομόωντες]], dual. κομόωντε) (тж. κ. τὴν κεφαλήν Her., Plut.) отращивать или носить длинные волосы NT: [[Ἄβαντες]] [[κομόωντες]] Hom. длинноволосые абанты; κ. τὰ [[ὀπίσω]] τῆς κεφαλῆς Her. отращивать волосы на затылке; κομῶν καὶ [[αὐχμηρός]] Arst. обросший волосами и неопрятный; ἵππω χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Hom. пара коней с длинными золотыми гривами; μὴ κ. Eur. не отращивать волос, т. е. стричь их в знак скорби (поговорка арх., связанная с тем, что афиняне VI-V вв. до н. э. стригли волосы по достижении возраста ἔφηβοι);<br /><b class="num">2)</b> [[быть заносчивым]], [[чваниться]], [[зазнаваться]]: μηδὲν κομήσῃς Arph. не задавайся; ἐπὶ τῷ κομᾷς; Arph. чем ты чванишься?; [[οὗτος]] ἐκόμησε ἐπὶ τυραννίδι Her. он (Килон) обнаглел до того, что стал добиваться тираннии;<br /><b class="num">3)</b> [[быть покрытым растительностью]], [[обрастать]], [[покрываться]] (ἀσταχύεσσι HH; ἡ γῆ φυτοῖς κομῶσα Arst.; πεδία κομῶντα Plut.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κομάω:''' Ιων. -έω, Επικ. μτχ. [[κομόων]]· μέλ. <i>-ήσω</i>· ([[κόμη]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αφήνω]] τα μαλλιά να μακρύνουν, έχω [[μακριά]] μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κομέειν τὴν κεφαλήν</i>, σε Ηρόδ.· τα [[πρώτα]] χρόνια οι Έλληνες είχαν [[μακριά]] μαλλιά, απ' όπου, [[κάρη]] [[κομόωντες]] Ἀχαιοί, στον Όμηρ. Στη [[Σπάρτη]] συνεχίστηκε αυτή η [[συνήθεια]]. Στην Αθήνα διατηρούσαν [[μακριά]] [[κόμη]] οι νέοι ως το δέκατο όγδοο [[έτος]], όπου [[τότε]] πρόσφεραν τους βοστρύχούς τους σε κάποια [[θεότητα]]· το να έχει [[κάποιος]] [[μακριά]] μαλλιά θεωρούνταν [[ένδειξη]] αριστοκρατικής καταγωγής· απ' όπου,<br /><b class="num">2.</b> <i>κομᾶν</i>, σήμαινε [[καμαρώνω]], [[περηφανεύομαι]], είμαι [[περήφανος]] ή [[αλαζονικός]], όπως το Λατ. cristam tollere, σε Αριστοφ.· [[οὗτος]] ἐκόμησε ἐπὶ τυραννίδι, στόχευσε στη [[μοναρχία]], σε Ηρόδ.· <i>ἐπὶ τῷ κομᾷς;</i> για ποιο λόγο περηφανεύεσαι; σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για άλογα, <i>χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε</i>, διακοσμημένος με χρυσές χαίτες, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., λέγεται για δένδρα και φυτά, έχω [[φύλλωμα]], σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.
|lsmtext='''κομάω:''' Ιων. -έω, Επικ. μτχ. [[κομόων]]· μέλ. <i>-ήσω</i>· ([[κόμη]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αφήνω]] τα μαλλιά να μακρύνουν, έχω [[μακριά]] μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κομέειν τὴν κεφαλήν</i>, σε Ηρόδ.· τα [[πρώτα]] χρόνια οι Έλληνες είχαν [[μακριά]] μαλλιά, απ' όπου, [[κάρη]] [[κομόωντες]] Ἀχαιοί, στον Όμηρ. Στη [[Σπάρτη]] συνεχίστηκε αυτή η [[συνήθεια]]. Στην Αθήνα διατηρούσαν [[μακριά]] [[κόμη]] οι νέοι ως το δέκατο όγδοο [[έτος]], όπου [[τότε]] πρόσφεραν τους βοστρύχούς τους σε κάποια [[θεότητα]]· το να έχει [[κάποιος]] [[μακριά]] μαλλιά θεωρούνταν [[ένδειξη]] αριστοκρατικής καταγωγής· απ' όπου,<br /><b class="num">2.</b> <i>κομᾶν</i>, σήμαινε [[καμαρώνω]], [[περηφανεύομαι]], είμαι [[περήφανος]] ή [[αλαζονικός]], όπως το Λατ. cristam tollere, σε Αριστοφ.· [[οὗτος]] ἐκόμησε ἐπὶ τυραννίδι, στόχευσε στη [[μοναρχία]], σε Ηρόδ.· <i>ἐπὶ τῷ κομᾷς;</i> για ποιο λόγο περηφανεύεσαι; σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για άλογα, <i>χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε</i>, διακοσμημένος με χρυσές χαίτες, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., λέγεται για δένδρα και φυτά, έχω [[φύλλωμα]], σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κομάω:''' ион. [[κομέω]]<br /><b class="num">1)</b> (эп. part. pl. [[κομόωντες]], dual. κομόωντε) (тж. κ. τὴν κεφαλήν Her., Plut.) отращивать или носить длинные волосы NT: [[Ἄβαντες]] [[κομόωντες]] Hom. длинноволосые абанты; κ. τὰ [[ὀπίσω]] τῆς κεφαλῆς Her. отращивать волосы на затылке; κομῶν καὶ [[αὐχμηρός]] Arst. обросший волосами и неопрятный; ἵππω χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Hom. пара коней с длинными золотыми гривами; μὴ κ. Eur. не отращивать волос, т. е. стричь их в знак скорби (поговорка арх., связанная с тем, что афиняне VI-V вв. до н. э. стригли волосы по достижении возраста ἔφηβοι);<br /><b class="num">2)</b> [[быть заносчивым]], [[чваниться]], [[зазнаваться]]: μηδὲν κομήσῃς Arph. не задавайся; ἐπὶ τῷ κομᾷς; Arph. чем ты чванишься?; [[οὗτος]] ἐκόμησε ἐπὶ τυραννίδι Her. он (Килон) обнаглел до того, что стал добиваться тираннии;<br /><b class="num">3)</b> [[быть покрытым растительностью]], [[обрастать]], [[покрываться]] (ἀσταχύεσσι HH; ἡ γῆ φυτοῖς κομῶσα Arst.; πεδία κομῶντα Plut.).
|lstext='''κομάω''': Ἰων. -έω· ([[κόμη]])· ― ἀφίνω τὴν κόμην [[μακράν]], [[φέρω]] μακρὰν κόμην, Ἄβαντες [[ὄπισθεν]] κομόωντες, «τὰ [[ὀπίσω]] μέρη τῆς κεφαλῆς κομῶντες» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 542· ἐθείρῃσιν κομόωντε Θ. 42, Ν. 24· [[ὡσαύτως]], κομ. τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 4. 168· τὰ [[ὀπίσω]] κ. τῆς κεφαλῆς [[αὐτόθι]] 180· τὰ ἐπιδέξια τῶν κεφαλέων κ. ὁ αὐτ. 191· τὸ [[γένειον]] τῇ κεφαλῇ ὁμοίως κ. Ξεν. Συμπ. 4, 28. [[Κατὰ]] τοὺς παλαιοτέρους χρόνους οἱ Ἕλληνες [[καθόλου]] ἔτρεφον μακρὰν κόμην, [[ὅθεν]], καρηκομόωντες Ἀχαιοί, παρ’ Ὁμ. Ἐν. Σπάρτῃ ἐξηκολούθησεν ὡς [[συνήθεια]] πάντων τῶν πολιτῶν νὰ ἔχωσι μακρὰν κόμην, (ὅρα τὴν παρ’ Ἡροδότῳ διήγησιν, 1. 82, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 26), ἂν καὶ [[μετέπειτα]] καὶ [[ἐνταῦθα]] τὸ [[ἔθος]] κατηργήθη, Φιλόστρ. 106, πρβλ. Λουκ. Δραπ. 27, Πλουτ. Ἀλκ. 23. Ἐν Ἀθήναις τὴν κόμην ἔφερον μακρὰν οἱ νεανίαι [[μέχρι]] τοῦ 18 ἔτους, ὅτε εἰσήρχοντο εἰς τὴν ἡλικίαν τῶν ἐφήβων, καὶ ἐνεγράφοντο εἰς τοὺς πολίτας (πρβλ. φρατρία)· [[τότε]] δὲ προσέφερον τοὺς μακροὺς αὑτῶν βαστρύχους εἴς τινα θεότητα, Ἡσύχ., κτλ.· καὶ ἐθεωρεῖτο ὡς [[σημεῖον]] νωθρότητος καὶ χαλαρῶν ἠθῶν τὸ νὰ φέρωσι κόμην μακρὰν οἱ ἄνδρες (πλὴν τῶν Ἱππέων, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 580)· ἄρσεσιν οὐκ [[ἐπέοικε]] κομᾶν Ψευδο-Φωκ. 212· ἢ ὡς [[σύμβολον]] λακωνισμοῦ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1282, ἴδε ἀνωτερ.· κομῶν καὶ αὐχμηρὸς Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 13· ― ἀλλ’ ἂν καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἔφερον τὴν κόμην βραχεῖαν, [[ὅμως]] διετήρησαν τὴν φράσιν, μὴ κομᾶν ἢ κείρεσθαι, εἰς [[σημεῖον]] πένθους, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 818, Ἀριστοφ. Πλ. 572, Πλάτ. Φαίδων 89C, κτλ. 2) ἐν Ἀθήναις, [[ἕνεκα]] τῶν μνημονευθέντων ἐθίμων κομᾶν, ἐσήμαινε γαυριᾶν, ὑπερηφανεύεσθαι, ἀλαζονικῶς φέρεσθαι, ὡς τὸ Λατ. cristam tollere, ἀνὴρ [[τοιοῦτος]] ὢν… οὐ κομῶ Ἀριστοφ. Νεφ. 545, Πλ. 170· [[οὕτως]], [[οὗτος]] ἐκόμησε ἐπὶ τυραννίδι, μέγα φρονῶν ἔβαλεν εἰς τὸν νοῦν του νὰ γείνῃ [[τύραννος]], Ἡρόδ. 5. 71· ἐπὶ τῷ κομᾷς; εἰς τὶ ὑπερηφανεύεσαι; Ἀριστοφ. Σφ. 1317· κ. ἐπὶ κάλλει Πλουτ. Καῖσ. 45, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 1· ἐπ’ Ἠρίννῃ κ. Ἀνθ. Π. 11. 322· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ., Ὀππ. Κυν. 3. 192· πρβλ. [[κόμη]] Ι, [[κομήτης]]. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἵππων, χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Ἰλ. Θ. 42., Ν. 24. ΙΙΙ. ἐπὶ αὐτῆς τῆς [[κόμης]], κυματίζω, ἐκ δ’ ἄρα δειρῆς καὶ γενύων [[ἑκάτερθε]] θοαὶ κομόωσιν ἔθειραι, Ὀππ. Κυν. 3. 28. IV. μεταφ., ἐπὶ δένδρων, φυτῶν, κτλ., [[οὖθαρ]] ἀρούρης... μέλλεν [[ἄφαρ]] ταναοῖσι κομήσειν ἀσταχύεσσι, [[ταχέως]] ἔμελλον οἱ ἀγροὶ νὰ κυματίζωσι μὲ μακροὺς [[στάχυς]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 454· [[οὕτως]], [[αἴγειρος]] φύλλοισι κομόωσα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 928· [[ὄρος]] κεκομημένον ὕλῃ Καλλ. εἰς Ἄρτ. 41· ἡ γῆ φυτοῖς κομῶσα Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 11. V. ἀστέρες κομόωντες, = κομῆται, Ἄρατ. 1092.
}}
{{elnl
|elnltext=κομάω, Ion. κομέω [κόμη] ep. indic. 3 plur. κομόωσιν, ep. ptc. κομόων, κομόωσα lang haar dragen:; κάρη κομόωντες Ἀχαιοί de lang haar dragende Achaeërs Il. 2.542; van paarden:; χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε met wapperende gouden manen Il. 8.42; van planten gebladerte dragen, bloeien. overdr. trots zijn op, pronken met, met ἐπί + dat.:; ἐπὶ τῷ κομᾷς; waar ben je trots op? Aristoph. Ve. 1317; met διά + acc.: οὐχὶ διὰ τοῦτον καμᾷ is hij daarom niet trots? Aristoph. Pl. 170. streven naar:. ἐπὶ τυραννίδι ἐκόμησε hij zette zijn zinnen op alleenheerschappij Hdt. 5.71.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj