κομάω

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομάω Medium diacritics: κομάω Low diacritics: κομάω Capitals: ΚΟΜΑΩ
Transliteration A: komáō Transliteration B: komaō Transliteration C: komao Beta Code: koma/w

English (LSJ)

Ion. κομέω, (κόμη)
A let the hair grow long, Ἄβαντες ὄπιθεν κομόωντες Il.2.542; κάρη κομόωντες Ἀχαιοί 3.43, al.; κ. τὴν κεφαλήν Hdt.4.168; τὰ ὀπίσω κ. τῆς κεφαλῆς ib.180; τὰ ἐπὶ δεξιὰ τῶν κεφαλέων κ. ib.191; τὸ γένειον τῇ κεφαλῇ ὁμοίως κ. X.Smp.4.28; ξανθοτάτοις βοτρύχοισι κ. Pherecr.189; ἄρσεσιν οὐκ ἐπέοικε κ. Ps.-Phoc.212; Λακεδαιμόνιοι… οὐ γὰρ κομῶντες πρὸ τούτου ἀπὸ τούτου κομᾶν Hdt.1.82, cf. Arist.Rh.1367a29, Philostr.VA3.15; ἐλακωνομάνουν ἅπαντες... ἐκόμων Ar.Av.1282; μὴ φθονεῖθ' ἡμῖν (sc. τοῖς ἱππεῦσι) κομῶσι Id.Eq. 580; κομῶν καὶ αὐχμηρός Arist.Rh.1413a9, cf. D.H.6.26; ἔνορκον ἂν ποιησαίμην μὴ πρότερον κομήσειν (in token of a vow) πρίνPl.Phd. 89c; ἀνὴρ μὲν ἐὰν κομᾷ, ἀτιμία αὐτῷ ἐστι· γυνὴ δὲ ἐὰν κομᾷ, δόξα αὐτῇ ἐστιν 1 Ep.Cor.11.14-15.
2 plume oneself, give oneself airs, τοιοῦτος ἀνὴρ ὢν ποιητὴς οὐ κομῶ Ar.Nu.545, cf. Pl.170; οὗτος ἐπὶ τυραννίδι ἐκόμησε aimed at the monarchy, Hdt.5.71; ἐπὶ τῷ κομᾷς; on what do you plume yourself? Ar.V.1317; μηδὲν ταύτῃ γε κομήσῃς Id.Pl.572; κ. ἐπὶ κάλλει Plu.Caes.45, cf. Luc.Nigr.1; ἐπ' Ἠρίννῃ κ., of her lover, AP11.322 (Antiphan.): c.dat., Opp.C.3.192.
II of horses, χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Il.8.42, 13.24.
III of the hair itself, to be long, Opp.C.3.28.
IV metaph., of trees, plants, etc., [οὖθαρ ἀρούρης] μέλλεν ἄφαρ ταναοῖσι κομήσειν ἀσταχύεσσιν soon were the fields to wave with long ears, h.Cer.454; μᾶζαι βώλοις κομῶσαι Cratin.165; ἁ δὲ καλὰ νάρκισσος ἐπ' ἀρκεύθοισι κομάσαι Theoc.1.133, cf. 4.57; αἴγειρος φύλλοισι κομόωσα A.R.3.928; ὄρος κεκομημένον ὕλῃ Call.Dian. 41; ἡ γῆ φυτοῖς κομῶσα Arist.Mu.397a24, cf. Ael.Fr.75; κομῶντα λήϊα Procop.Gaz.Ep.23.
V ἀστέρες κομόωντες, = κομῆται, Arat. 1092.

German (Pape)

[Seite 1476] ion. κομέω, 1) das Haar, κόμη, lang wachsen lassen, langes, starkes Haar haben; Ἄβαντες ὄπιθεν κομόωντες, am Hinterkopfe langes Haar tragend, Il. 2, 542; – auch von Pferden, ἐθείρῃσιν κομόωντε, 8, 42. 13, 24; – Her. 1, 82 u. öfter; κομέουσι 2, 36, wie τὰ ὀπίσω κομέουσι τῆς κεφαλῆς 4, 180; Plat. Gorg. 524 c Phaedr. 89 c; μὴ ἅπτεσθαί μου πρὶν ἂν τὸ γένειον τῇ κεφαλῇ ὁμοίως κομήσῃς Xen. Conv. 4, 28; Folgde; auch von den Haaren selbst, κομόωσιν ἔθειραι Opp. Cyn. 3, 27. – 2) Übertr., von Gewächsen u. vom Felde, Laub bekommen, grünen u. blühen; οὖθαρ ἀρούρης μέλλεν ἄφαρ ταναοῖσι κομήσειν ἀσταχύεσσι, das Feld sollte prangen mit langen Aehren, H. h. Cer. 454; ἡ γῆ φυτοῖς κομῶσα Arist. de mundo 4; Λιβάνῳ κομόωσιν ἄρουραι D. Per. 950; αἴγειρος φύλλοισιν ἀπειρεσίοις κομόωσα Ap. Rh. 1, 928; λειμῶνες Anacr. 39, 2; – ἀστέρες κομόωντες, = κομῆται, Arat. 1092. – 3) langes Haar galt als Zeichen des Freien nicht bloß, Arist. rhet. 1, 8, 3, sondern auch der Freude, dah. man es bei der Trauer abschnitt; auch Zeichen des Reichtums u. Stolzes, vgl. Her. 1, 82; dah. κομᾶν = stolz, vornehm sein, prunken; οὗτος ἐπὶ τυραννίδι ἐκόμησε, er buhlte um die Alleinherrschaft, Her. 5, 71; vom Perserkönige, Ar. Plut. 170; τινί, stolz sein auf Etwas, mit Etwas großthun, Opp. Cyn. 3, 192; ἐπί τινι, Luc. Nigr. 1; ἐπὶ κάλλει καὶ ὥρᾳ Plut. Caes. 45; vgl. Antiphan. 5 (XI, 322); neben ὑψαυχεῖν u. μεγαληγορεῖν, Plut. de stoic. repugn. 13. – Bes. galt in Athen, wo die Jünglinge nur bis ins 18. Jahr langes Haar trugen, dann aber als ἔφηβοι es abschnitten u. kürzeres Haar trugen, das lange Haar als Merkmal eines Stutzers, als Zeichen der Prunkliebe u. Eitelkeit.

French (Bailly abrégé)

κομῶ :
1 être chevelu, avoir une chevelure longue;
2 avoir une longue crinière;
3 prendre soin de sa chevelure ou porter sa chevelure longue (en signe de force, de joie, etc.) ; être fier, s'enorgueillir : ἐπί τινι, de qch ; διά τινα, à cause de qqn.
Étymologie: κόμη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κομάω, Ion. κομέω [κόμη] ep. indic. 3 plur. κομόωσιν, ep. ptc. κομόων, κομόωσα lang haar dragen:; κάρη κομόωντες Ἀχαιοί de lang haar dragende Achaeërs Il. 2.542; van paarden:; χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε met wapperende gouden manen Il. 8.42; van planten gebladerte dragen, bloeien. overdr. trots zijn op, pronken met, met ἐπί + dat.:; ἐπὶ τῷ κομᾷς; waar ben je trots op? Aristoph. Ve. 1317; met διά + acc.: οὐχὶ διὰ τοῦτον καμᾷ is hij daarom niet trots? Aristoph. Pl. 170. streven naar:. ἐπὶ τυραννίδι ἐκόμησε hij zette zijn zinnen op alleenheerschappij Hdt. 5.71.1.

Russian (Dvoretsky)

κομάω: ион. κομέω
1 (эп. part. pl. κομόωντες, dual. κομόωντε) (тж. κ. τὴν κεφαλήν Her., Plut.) отращивать или носить длинные волосы NT: Ἄβαντες κομόωντες Hom. длинноволосые абанты; κ. τὰ ὀπίσω τῆς κεφαλῆς Her. отращивать волосы на затылке; κομῶν καὶ αὐχμηρός Arst. обросший волосами и неопрятный; ἵππω χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Hom. пара коней с длинными золотыми гривами; μὴ κ. Eur. не отращивать волос, т. е. стричь их в знак скорби (поговорка арх., связанная с тем, что афиняне VI-V вв. до н. э. стригли волосы по достижении возраста ἔφηβοι);
2 быть заносчивым, чваниться, зазнаваться: μηδὲν κομήσῃς Arph. не задавайся; ἐπὶ τῷ κομᾷς; Arph. чем ты чванишься?; οὗτος ἐκόμησε ἐπὶ τυραννίδι Her. он (Килон) обнаглел до того, что стал добиваться тираннии;
3 быть покрытым растительностью, обрастать, покрываться (ἀσταχύεσσι HH; ἡ γῆ φυτοῖς κομῶσα Arst.; πεδία κομῶντα Plut.).

English (Autenrieth)

(κόμη): only part., wearing long hair; κάρη κομόωντες Ἀχαιοί, ‘long-haired Achaeans;’ Ἀβαντες ὄπιθεν κομόωντες, i. e. shorn in front, Il. 2.542; ἐθείρῃσι, ‘with long manes,’ Il. 8.42.

English (Strong)

from κόμη; to wear tresses of hair: have long hair.

English (Thayer)

κόμω; (κόμη); to let the hair grow, have long hair (cf. κόμη at the end): Homer down.)

Greek Monotonic

κομάω: Ιων. -έω, Επικ. μτχ. κομόων· μέλ. -ήσω· (κόμη
I. 1. αφήνω τα μαλλιά να μακρύνουν, έχω μακριά μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ.· κομέειν τὴν κεφαλήν, σε Ηρόδ.· τα πρώτα χρόνια οι Έλληνες είχαν μακριά μαλλιά, απ' όπου, κάρη κομόωντες Ἀχαιοί, στον Όμηρ. Στη Σπάρτη συνεχίστηκε αυτή η συνήθεια. Στην Αθήνα διατηρούσαν μακριά κόμη οι νέοι ως το δέκατο όγδοο έτος, όπου τότε πρόσφεραν τους βοστρύχούς τους σε κάποια θεότητα· το να έχει κάποιος μακριά μαλλιά θεωρούνταν ένδειξη αριστοκρατικής καταγωγής· απ' όπου,
2. κομᾶν, σήμαινε καμαρώνω, περηφανεύομαι, είμαι περήφανος ή αλαζονικός, όπως το Λατ. cristam tollere, σε Αριστοφ.· οὗτος ἐκόμησε ἐπὶ τυραννίδι, στόχευσε στη μοναρχία, σε Ηρόδ.· ἐπὶ τῷ κομᾷς; για ποιο λόγο περηφανεύεσαι; σε Αριστοφ.
II. λέγεται για άλογα, χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε, διακοσμημένος με χρυσές χαίτες, σε Ομήρ. Ιλ.
III. μεταφ., λέγεται για δένδρα και φυτά, έχω φύλλωμα, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κομάω: Ἰων. -έω· (κόμη)· ― ἀφίνω τὴν κόμην μακράν, φέρω μακρὰν κόμην, Ἄβαντες ὄπισθεν κομόωντες, «τὰ ὀπίσω μέρη τῆς κεφαλῆς κομῶντες» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 542· ἐθείρῃσιν κομόωντε Θ. 42, Ν. 24· ὡσαύτως, κομ. τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 4. 168· τὰ ὀπίσω κ. τῆς κεφαλῆς αὐτόθι 180· τὰ ἐπιδέξια τῶν κεφαλέων κ. ὁ αὐτ. 191· τὸ γένειον τῇ κεφαλῇ ὁμοίως κ. Ξεν. Συμπ. 4, 28. Κατὰ τοὺς παλαιοτέρους χρόνους οἱ Ἕλληνες καθόλου ἔτρεφον μακρὰν κόμην, ὅθεν, καρηκομόωντες Ἀχαιοί, παρ’ Ὁμ. Ἐν. Σπάρτῃ ἐξηκολούθησεν ὡς συνήθεια πάντων τῶν πολιτῶν νὰ ἔχωσι μακρὰν κόμην, (ὅρα τὴν παρ’ Ἡροδότῳ διήγησιν, 1. 82, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 26), ἂν καὶ μετέπειτα καὶ ἐνταῦθα τὸ ἔθος κατηργήθη, Φιλόστρ. 106, πρβλ. Λουκ. Δραπ. 27, Πλουτ. Ἀλκ. 23. Ἐν Ἀθήναις τὴν κόμην ἔφερον μακρὰν οἱ νεανίαι μέχρι τοῦ 18 ἔτους, ὅτε εἰσήρχοντο εἰς τὴν ἡλικίαν τῶν ἐφήβων, καὶ ἐνεγράφοντο εἰς τοὺς πολίτας (πρβλ. φρατρία)· τότε δὲ προσέφερον τοὺς μακροὺς αὑτῶν βαστρύχους εἴς τινα θεότητα, Ἡσύχ., κτλ.· καὶ ἐθεωρεῖτο ὡς σημεῖον νωθρότητος καὶ χαλαρῶν ἠθῶν τὸ νὰ φέρωσι κόμην μακρὰν οἱ ἄνδρες (πλὴν τῶν Ἱππέων, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 580)· ἄρσεσιν οὐκ ἐπέοικε κομᾶν Ψευδο-Φωκ. 212· ἢ ὡς σύμβολον λακωνισμοῦ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1282, ἴδε ἀνωτερ.· κομῶν καὶ αὐχμηρὸς Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 13· ― ἀλλ’ ἂν καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἔφερον τὴν κόμην βραχεῖαν, ὅμως διετήρησαν τὴν φράσιν, μὴ κομᾶν ἢ κείρεσθαι, εἰς σημεῖον πένθους, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 818, Ἀριστοφ. Πλ. 572, Πλάτ. Φαίδων 89C, κτλ. 2) ἐν Ἀθήναις, ἕνεκα τῶν μνημονευθέντων ἐθίμων κομᾶν, ἐσήμαινε γαυριᾶν, ὑπερηφανεύεσθαι, ἀλαζονικῶς φέρεσθαι, ὡς τὸ Λατ. cristam tollere, ἀνὴρ τοιοῦτος ὢν… οὐ κομῶ Ἀριστοφ. Νεφ. 545, Πλ. 170· οὕτως, οὗτος ἐκόμησε ἐπὶ τυραννίδι, μέγα φρονῶν ἔβαλεν εἰς τὸν νοῦν του νὰ γείνῃ τύραννος, Ἡρόδ. 5. 71· ἐπὶ τῷ κομᾷς; εἰς τὶ ὑπερηφανεύεσαι; Ἀριστοφ. Σφ. 1317· κ. ἐπὶ κάλλει Πλουτ. Καῖσ. 45, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 1· ἐπ’ Ἠρίννῃ κ. Ἀνθ. Π. 11. 322· ὡσαύτως μετὰ δοτ., Ὀππ. Κυν. 3. 192· πρβλ. κόμη Ι, κομήτης. ΙΙ. ὡσαύτως ἐπὶ ἵππων, χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Ἰλ. Θ. 42., Ν. 24. ΙΙΙ. ἐπὶ αὐτῆς τῆς κόμης, κυματίζω, ἐκ δ’ ἄρα δειρῆς καὶ γενύων ἑκάτερθε θοαὶ κομόωσιν ἔθειραι, Ὀππ. Κυν. 3. 28. IV. μεταφ., ἐπὶ δένδρων, φυτῶν, κτλ., οὖθαρ ἀρούρης... μέλλεν ἄφαρ ταναοῖσι κομήσειν ἀσταχύεσσι, ταχέως ἔμελλον οἱ ἀγροὶ νὰ κυματίζωσι μὲ μακροὺς στάχυς, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 454· οὕτως, αἴγειρος φύλλοισι κομόωσα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 928· ὄρος κεκομημένον ὕλῃ Καλλ. εἰς Ἄρτ. 41· ἡ γῆ φυτοῖς κομῶσα Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 11. V. ἀστέρες κομόωντες, = κομῆται, Ἄρατ. 1092.

Middle Liddell

κομάω, κόμη
I. to let the hair grow long, wear long hair, Il.; κομέειν τὴν κεφαλήν Hdt. In early times the Greeks wore their hair long, whence κάρη κομόωντες Ἀχαιοί in Hom. At Sparta the fashion continued. At Athens it was so worn by youths up to the 18th year, when they offered their long locks to some deity; and to wear long hair was considered as a sign of aristocratic habits: hence
2. κομᾶν meant to plume oneself, give oneself airs, be proud or haughty, like Lat. cristam tollere, Ar.; οὗτος ἐκόμησε ἐπὶ τυραννίδι he aimed at the monarchy, Hdt.; ἐπὶ τῷ κομᾷς; on what do you plume yourself? Ar.
II. of horses, χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε decked with golden manes, Il.
III. metaph. of trees, plants, foliage, Hhymn., etc.

Chinese

原文音譯:kom£w 可馬哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:(有)頭髮 相當於: (שֵׂעָר‎)+ (צָמַח‎)
字義溯源:有長髮髻,有長頭髮;源自(κόμη)=頭髮);而 (κόμη)出自(κομίζω)=供給,盛裝), (κομίζω)又出自(κομάω)Y*=照料)
出現次數:總共(2);林前(2)
譯字彙編
1) 有長頭髮(2) 林前11:14; 林前11:15

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=ἀφήνω μακριά μαλλιά). Ἀπό τό κόμη, πού ἴσως νά σχετίζεται μέ τό κομέω (=φροντίζω). Ὑπάρχουν καί οἱ τύποι κομόω καί κομέω.
Παράγωγα: κομήτης (=μέ μακριά μαλλιά), καρηκομόωντες (Ἀχαιοί).