Anonymous

κλῆσις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action d'appeler à soi;<br /><b>2</b> action d'invoquer;<br /><b>3</b> action d'inviter, de convier, invitation (à une fête, à un repas, <i>etc.</i>);<br /><b>4</b> assignation, citation devant un tribunal.<br />'''Étymologie:''' [[καλέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action d'appeler à soi;<br /><b>2</b> action d'invoquer;<br /><b>3</b> action d'inviter, de convier, invitation (à une fête, à un repas, <i>etc.</i>);<br /><b>4</b> assignation, citation devant un tribunal.<br />'''Étymologie:''' [[καλέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κλῆσις''': -εως, ἡ, ([[καλέω]]) τὸ καλεῖν, [[πρόσκλησις]], Πλάτ. Συμπ. 172Α, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 14, κλτ. 2) ὡς καὶ νῦν, [[πρόσκλησις]] εἰς τὸ [[δικαστήριον]], [[καταγγελία]], [[κατηγορία]], καταδίωξις, Ἀριστοφ. Νεφ. 875. 1189, καὶ Ρήτορ.· κλήσεις ἃς καλεῖσθαι δεῖ Ἀντιφῶν 145. 42· ἀφιέναι τὰς κλήσεις Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 13· πρβλ. [[καλέω]] Ι. 4, [[κλητεύω]], [[κλητήρ]]. 3) [[πρόσκλησις]] εἰς [[συμπόσιον]], Ξέν. Συμπ. 1, 7· εἰς τὸ [[πρυτανεῖον]] Δημ. 351. 2· κλήσεις δείπνων Πλουτ. Περικλ. 7, πρβλ. Ρήτορ. (Walz) 9. 298 κἑξ. 4) [[ἐπίκλησις]], τῶν θεῶν [[αὐτόθι]] 132· [[πρόσκλησις]] εἰς βοήθειαν, [[ἐπίκλησις]], Πολύβ. 2, 50, 7. ΙΙ. [[ὄνομα]], [[ἐπωνυμία]], Πλάτ. Πολιτ. 262D, 287E· Φιλησίη τὴν κλ., τὸ [[ὄνομα]], Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 571. ΙΙΙ. παρὰ Γραμμ. αἱ κλήσεις τῶν ὀνομάτων = αἱ ὀνομαστικαὶ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς (λοιπὰς) πτώσεις, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 36, 7· ἐπὶ φύσει οὐδετέρων ὀνομάτων ἐχόντων θηλείας ἢ ἄρρενος κλῆσιν, δηλ. κατάληξιν τῆς ὀνομαστικῆς πτώσεως ὡς π.χ. [[ἀσκός]], [[κλίνη]] κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. Ἐλέγχ. 14, 4, πρβλ. 32, 2. IV. παρὰ τῷ Διον. Ἁλ. 4. 18, κλήσεις (καλέσεις) τίθεται ὡς ἀρχικὸς [[τύπος]] τοῦ Ρωμαϊκοῦ classes.
|elnltext=κλῆσις -εως, ἡ [καλέω] het roepen, geroep:. ἅμα τῇ κλήσει … ἔφη tegelijk met zijn aanroep zei hij Plat. Smp. 172a. uitnodiging, oproep:; κλῆσις εἰς τὸ πρυτανεῖον uitnodiging voor het prytaneion Dem. 19.32; jur. dagvaarding. christ. roeping. benaming:. βάρβαρον μιᾷ κλήσει προσειπόντες αὐτό zij noemen dit met één enkele benaming ‘barbarendom' Plat. Plt. 262d.
}}
{{elru
|elrutext='''κλῆσις:''' εως ἡ [[καλέω]]<br /><b class="num">1)</b> [[зов]]: ἐκάλεσέ με καὶ παίζων [[ἅμα]] τῇ κλήσει Plat. он окликнул меня и, окликнув, пошутил;<br /><b class="num">2)</b> [[приглашение]] (εἰς τὸ [[πρυτανεῖον]] Dem.; δείπνων Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[призыв о помощи]] Polyb.;<br /><b class="num">4)</b> [[вызов в суд]]: [[ἀπόφευξις]] δίκης ἢ κ. Arph. освобождение от судебной ответственности или привлечение к ней; ἀφιέναι τὰς κλήσεις Xen. прекращать судебное преследование;<br /><b class="num">5)</b> (при)звание, поприще (ἐν τῇ κλήσει, ᾗ ἐκλήθη, ἐν [[ταύτῃ]] μενέτω NT);<br /><b class="num">6)</b> [[название]], [[наименование]] Plat., Anth.;<br /><b class="num">7)</b> [[именительный падеж]] (αἱ κλήσεις τῶν ὀνομάτων Arst.);<br /><b class="num">8)</b> грам. [[родовая форма]] (ἄρρενος κ. Arst.): θηλείας или θήλεος κ. Arst. форма женского рода; σκεύους κ. Arst. средний род.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κλῆσις:''' -εως, ἡ ([[καλέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κλήση]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[κλήτευση]] σε δικαστήριο, [[δίωξη]], νόμιμη [[κλήτευση]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[πρόσκληση]] σε [[γλέντι]], σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[επίκληση]], όνομα, [[επωνυμία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''κλῆσις:''' -εως, ἡ ([[καλέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κλήση]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[κλήτευση]] σε δικαστήριο, [[δίωξη]], νόμιμη [[κλήτευση]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[πρόσκληση]] σε [[γλέντι]], σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[επίκληση]], όνομα, [[επωνυμία]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κλῆσις:''' εως ἡ [[καλέω]]<br /><b class="num">1)</b> [[зов]]: ἐκάλεσέ με καὶ παίζων [[ἅμα]] τῇ κλήσει Plat. он окликнул меня и, окликнув, пошутил;<br /><b class="num">2)</b> [[приглашение]] (εἰς τὸ [[πρυτανεῖον]] Dem.; δείπνων Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[призыв о помощи]] Polyb.;<br /><b class="num">4)</b> [[вызов в суд]]: [[ἀπόφευξις]] δίκης ἢ κ. Arph. освобождение от судебной ответственности или привлечение к ней; ἀφιέναι τὰς κλήσεις Xen. прекращать судебное преследование;<br /><b class="num">5)</b> (при)звание, поприще (ἐν τῇ κλήσει, ᾗ ἐκλήθη, ἐν [[ταύτῃ]] μενέτω NT);<br /><b class="num">6)</b> [[название]], [[наименование]] Plat., Anth.;<br /><b class="num">7)</b> [[именительный падеж]] (αἱ κλήσεις τῶν ὀνομάτων Arst.);<br /><b class="num">8)</b> грам. [[родовая форма]] (ἄρρενος κ. Arst.): θηλείας или θήλεος κ. Arst. форма женского рода; σκεύους κ. Arst. средний род.
|lstext='''κλῆσις''': -εως, , ([[καλέω]]) τὸ καλεῖν, [[πρόσκλησις]], Πλάτ. Συμπ. 172Α, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 14, κλτ. 2) ὡς καὶ νῦν, [[πρόσκλησις]] εἰς τὸ [[δικαστήριον]], [[καταγγελία]], [[κατηγορία]], καταδίωξις, Ἀριστοφ. Νεφ. 875. 1189, καὶ Ρήτορ.· κλήσεις ἃς καλεῖσθαι δεῖ Ἀντιφῶν 145. 42· ἀφιέναι τὰς κλήσεις Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 13· πρβλ. [[καλέω]] Ι. 4, [[κλητεύω]], [[κλητήρ]]. 3) [[πρόσκλησις]] εἰς [[συμπόσιον]], Ξέν. Συμπ. 1, 7· εἰς τὸ [[πρυτανεῖον]] Δημ. 351. κλήσεις δείπνων Πλουτ. Περικλ. 7, πρβλ. Ρήτορ. (Walz) 9. 298 κἑξ. 4) [[ἐπίκλησις]], τῶν θεῶν [[αὐτόθι]] 132· [[πρόσκλησις]] εἰς βοήθειαν, [[ἐπίκλησις]], Πολύβ. 2, 50, 7. ΙΙ. [[ὄνομα]], [[ἐπωνυμία]], Πλάτ. Πολιτ. 262D, 287E· Φιλησίη τὴν κλ., τὸ [[ὄνομα]], Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 571. ΙΙΙ. παρὰ Γραμμ. αἱ κλήσεις τῶν ὀνομάτων = αἱ ὀνομαστικαὶ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς (λοιπὰς) πτώσεις, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 36, 7· ἐπὶ φύσει οὐδετέρων ὀνομάτων ἐχόντων θηλείας ἢ ἄρρενος κλῆσιν, δηλ. κατάληξιν τῆς ὀνομαστικῆς πτώσεως ὡς π.χ. [[ἀσκός]], [[κλίνη]] κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. Ἐλέγχ. 14, 4, πρβλ. 32, 2. IV. παρὰ τῷ Διον. Ἁλ. 4. 18, κλήσεις (καλέσεις) τίθεται ὡς ἀρχικὸς [[τύπος]] τοῦ Ρωμαϊκοῦ classes.
}}
{{elnl
|elnltext=κλῆσις -εως, [καλέω] het roepen, geroep:. ἅμα τῇ κλήσει … ἔφη tegelijk met zijn aanroep zei hij Plat. Smp. 172a. uitnodiging, oproep:; κλῆσις εἰς τὸ πρυτανεῖον uitnodiging voor het prytaneion Dem. 19.32; jur. dagvaarding. christ. roeping. benaming:. βάρβαρον μιᾷ κλήσει προσειπόντες αὐτό zij noemen dit met één enkele benaming ‘barbarendom' Plat. Plt. 262d.
}}
}}
{{etym
{{etym