Anonymous

κοίρανος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ, <i>qqf</i> ἡ)<br /><b>1</b> chef militaire;<br /><b>2</b> chef, souverain, roi;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> seigneur, maître.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κῦρος]].
|btext=ου (ὁ, <i>qqf</i> ἡ)<br /><b>1</b> chef militaire;<br /><b>2</b> chef, souverain, roi;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> seigneur, maître.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κῦρος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κοίρᾰνος''': ὁ, ποιητ. [[ὄνομα]], [[κυβερνήτης]], ἄρχων, [[ἀρχηγός]]· 1) ἐν πολέμῳ ἢ ἐν εἰρήνῃ, ἡγεμόνες Δαναῶν καὶ κ. Ἰλ. Β. 487· κοίρανε λαῶν Η. 234· οὐκ ἀγαθὴ [[πολυκοιρανίη]]· εἷς κ. ἔστω εἷς βασιλεὺς Β. 204. 2) [[καθόλου]], [[κύριος]], [[δεσπότης]], Ὀδ. Σ. 106. ― Ὡσαύτως παρὰ Πινδ. Ν. 3. 108, Αἰσχύλ. Ἀγ. 549, Ο. Κ. 1287, 1759, καὶ συχν. παρ’ Εὐρ. ― Σπαν. ἐν τῷ θηλ. γένει, Ὀρφ. παρὰ Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1. Πρβλ. Ebert Diss. Sicul. σ. 62. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε κῦρος.)
|elnltext=κοίρανος -ου, ὁ heerser, bevelhebber, uitbr. meester:. ξείνων καὶ πτωχῶν κοίρανος εἶναι meester zijn over vreemdelingen en bedelaars Od. 18.106.
}}
{{elru
|elrutext='''κοίρᾰνος:''' ὁ, редко ἡ повелитель, властитель (λαῶν, κ. καὶ [[ἡγεμών]] Hom.; τῆσδε τῆς γῆς, Ἀθηνῶν Soph.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''κοίρᾰνος:''' ὁ ([[κῦρος]]), [[κυβερνήτης]], [[αρχηγός]], [[άρχοντας]], σε Όμηρ., Τραγ.
|lsmtext='''κοίρᾰνος:''' ὁ ([[κῦρος]]), [[κυβερνήτης]], [[αρχηγός]], [[άρχοντας]], σε Όμηρ., Τραγ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κοίρᾰνος:''' ὁ, редко ἡ повелитель, властитель (λαῶν, κ. καὶ [[ἡγεμών]] Hom.; τῆσδε τῆς γῆς, Ἀθηνῶν Soph.).
|lstext='''κοίρᾰνος''': ὁ, ποιητ. [[ὄνομα]], [[κυβερνήτης]], ἄρχων, [[ἀρχηγός]]· 1) ἐν πολέμῳ ἢ ἐν εἰρήνῃ, ἡγεμόνες Δαναῶν καὶ κ. Ἰλ. Β. 487· κοίρανε λαῶν Η. 234· οὐκ ἀγαθὴ [[πολυκοιρανίη]]· εἷς κ. ἔστω εἷς βασιλεὺς Β. 204. 2) [[καθόλου]], [[κύριος]], [[δεσπότης]], Ὀδ. Σ. 106. ― Ὡσαύτως παρὰ Πινδ. Ν. 3. 108, Αἰσχύλ. Ἀγ. 549, Ο. Κ. 1287, 1759, καὶ συχν. παρ’ Εὐρ. ― Σπαν. ἐν τῷ θηλ. γένει, Ὀρφ. παρὰ Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1. Πρβλ. Ebert Diss. Sicul. σ. 62. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε κῦρος.)
}}
{{elnl
|elnltext=κοίρανος -ου, ὁ heerser, bevelhebber, uitbr. meester:. ξείνων καὶ πτωχῶν κοίρανος εἶναι meester zijn over vreemdelingen en bedelaars Od. 18.106.
}}
}}
{{etym
{{etym