Anonymous

καταψεύδομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=<i>f.</i> καταψεύσομαι, <i>ao.</i> κατεψευσάμην <i>au sens. Act.</i>, κατεψεύσθην <i>au sens Pass., pf.</i> κατέψευσμαι;<br /><b>I.</b> <i>au sens Act.</i> <b>1</b> proférer un mensonge <i>ou</i> une calomnie : τινος contre qqn ; τινός [[τι]] accuser faussement qqn de qch ; τινος [[πρός]] τινα accuser faussement une personne auprès d'une autre;<br /><b>2</b> <i>avec un seul rég.</i> faire une fausse déclaration au sujet de : ὕπνου LUC prétexter le sommeil ; <i>simpl.</i> feindre, imaginer, acc.;<br /><b>II.</b> <i>Pass. (d'ord. à l'ao.</i> κατεψεύσθην, <i>et qqf au pf., rar. au prés.</i>) être imaginé faussement ; <i>en parl. d'écrits</i> κ. τινος ÉL être faussement attribué à qqn ; <i>abs.</i> être faux <i>ou</i> apocryphe.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ψεύδω]].
|btext=<i>f.</i> καταψεύσομαι, <i>ao.</i> κατεψευσάμην <i>au sens. Act.</i>, κατεψεύσθην <i>au sens Pass., pf.</i> κατέψευσμαι;<br /><b>I.</b> <i>au sens Act.</i> <b>1</b> proférer un mensonge <i>ou</i> une calomnie : τινος contre qqn ; τινός [[τι]] accuser faussement qqn de qch ; τινος [[πρός]] τινα accuser faussement une personne auprès d'une autre;<br /><b>2</b> <i>avec un seul rég.</i> faire une fausse déclaration au sujet de : ὕπνου LUC prétexter le sommeil ; <i>simpl.</i> feindre, imaginer, acc.;<br /><b>II.</b> <i>Pass. (d'ord. à l'ao.</i> κατεψεύσθην, <i>et qqf au pf., rar. au prés.</i>) être imaginé faussement ; <i>en parl. d'écrits</i> κ. τινος ÉL être faussement attribué à qqn ; <i>abs.</i> être faux <i>ou</i> apocryphe.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ψεύδω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταψεύδομαι''': ἀποθ., μέλλ. -ψεύσομαι: πρκμ. -έψευσμαι Δημ. 1274. 4, πρβλ. 1483. 5, ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ παθητ. ἐννοίας ὡς καὶ ὁ ἀόρ. -εψεύσθην, ἴδε κατωτέρω ΙΙ. Λέγω ψεύδη [[ἐναντίον]] τινός, ὁμιλῶ ψευδῶς [[περί]] τινος, τινος Ἀριστοφ. Εἰρ. 533, Λυσ. 146. 21, Πλάτ. Πολ. 381D, Δημ. 558. 26· οὗτοι δι’ ἔχθραν καταψεύδονταί μου, καταψευδομαρτυροῦμαι 559, 14· κατ. τινος [[πρός]] τινα, ψευδῶς κατηγορῶ τινα πρὸς ἄλλον, Πλουτ. Θεμιστ. 25, Φωκ. 33. 2) [[ἀναφέρω]] ψευδῶς [[ἐναντίον]], τί τινος Ἀντιφῶν 120. 5, Ἀνδοκ. 2. 18, Πλάτ. Εὐθύδ. 283Α, Πολ. 391D· τὰ πλεῖστα κατεψεύσατό μου Δημ. 228. 9. 3) [[λέγω]] ψευδῶς, [[πλάττω]], [[προφασίζομαι]], καταψεύδου [[καλῶς]] ὡς ἔστι θεὸς Εὐρ. Βάκχ. 334· προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, ἐπινοῶ, ἃ κατεψεύδου καὶ διέβαλλες Δημ. 229. 2, Διον. Ἁλ. 4. 68. 4) μετὰ γεν., ὑποκρίνομά τι, προσποιοῦμαι, ὕπνου Λουκ. Ὄν. 7· ἢ, δίδω ἐσφαλμένην πληροφορίαν [[περί]] τινος, τοῦ γένους Ἀριστ. Προβλ. 28. 3, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. προοίμ. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ὡς παθ., ψευδῶς ἀναφέρομαι, κατ’ ἐνεστ., Θεοπόμ. Ἱστ. παρὰ Θέων. Προγυμν. 2· ἐν τῷ πρκμ., τὰ κατεψευσμένα, ψευδεῖς διαβεβαιώσεις ἢ ἰσχυρισμοί, Ἀντιφῶν 131. 85· ἐν τῷ ἀορ., [[προδότης]] [[εἶναι]] κατεψεύσθη, ψευδῶς κατηγορήθη, Φιλόστρ. 714. 2) ἐπὶ συγγραμμάτων, ψευδῶς ἀποδίδομαι, τινος, εἴς τινα· εἰμὴ οὐκ εἰσὶν Ἡσιόδου τὰ ἔπη, ἀλλ’ ὡς πολλὰ καὶ ἄλλα κατέψευσται [[αὐτοῦ]] Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 36· ἀπολ., εἶμαι [[νόθος]], Ἀριστοτέλης ἐν τῇ Ἀπολογίᾳ, εἰ μὴ κατέψευσται ὁ [[λόγος]] Ἀθήν. 697Α, Πλουτ. Θεμ. 2.
|elnltext=κατα-ψεύδομαι valse beschuldiging uiten (tegen), liegen (over iem.), met ( acc. v. h. inw. obj. en) gen.:; ἅ μου κατεψεύσαντο οἱ κατήγοροι de valse beschuldigingen die de aanklagers tegen mij hebben afgelegd And. 1.8; ἐτόλμησάν μου καταψεύσασθαι zij hebben het gewaagd leugens over mij te vertellen Lys. 16.8; met ὡς:. καταψεύδου καλῶς ὡς ἔστι lieg maar mooi dat hij bestaat Eur. Ba. 334. verzinnen:; δοκεῖ κατεψεῦσθαι het schijnt verzonnen Plut. Them. 2.8; als excuus aanvoeren, met gen.: τοῦ ὕπνου κ. slaap als excuus aanvoeren Luc. 39.7.
}}
{{elru
|elrutext='''καταψεύδομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[лгать]], [[клеветать]]: ἐτόλμησάν μου καταψεύσασθαι Lys. (мои противники) осмелились лгать на меня; κ. τινος πρός τινα Plut. клеветать на кого-л. перед кем-л.; κ. τινος [[τοιοῦτο]] [[πρᾶγμα]] Plat. взвести на кого-л. подобную небылицу;<br /><b class="num">2)</b> [[выдумывать]], [[сочинять]] (τὴν αἰτίαν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[нести вздор]], [[представлять в ложном освещении]] (τὰ πεπολιτευμένα τινος Dem.): κ. τινος Arst., Luc., Plut. говорить вздор насчет чего-л.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''καταψεύδομαι:''' αποθ., με μέλ. μέσ. <i>-ψεύσομαι</i>, Παθ. παρακ. <i>-έψευσμαι</i>, αόρ. αʹ <i>-εψεύσθην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέω ψέμματα [[εναντίον]] κάποιου, [[μιλώ]] [[ψευδώς]] για, <i>τινος</i>, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ισχυρίζομαι]] [[ψευδώς]] [[εναντίον]], <i>τί τινος</i>, σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> διατείνομαι [[ψευδώς]], [[διεκδικώ]] εσφαλμένα, [[προσποιούμαι]], σε Ευρ.· [[υποκρίνομαι]], [[προσποιούμαι]], [[φαλκιδεύω]], [[επινοώ]], <i>τι</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> επίσης ως Παθ., αναφέρομαι [[ψευδώς]]· λέγεται για γραπτά, αποδίδομαι [[ψευδώς]], είμαι [[ψευδεπίγραφος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''καταψεύδομαι:''' αποθ., με μέλ. μέσ. <i>-ψεύσομαι</i>, Παθ. παρακ. <i>-έψευσμαι</i>, αόρ. αʹ <i>-εψεύσθην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέω ψέμματα [[εναντίον]] κάποιου, [[μιλώ]] [[ψευδώς]] για, <i>τινος</i>, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ισχυρίζομαι]] [[ψευδώς]] [[εναντίον]], <i>τί τινος</i>, σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> διατείνομαι [[ψευδώς]], [[διεκδικώ]] εσφαλμένα, [[προσποιούμαι]], σε Ευρ.· [[υποκρίνομαι]], [[προσποιούμαι]], [[φαλκιδεύω]], [[επινοώ]], <i>τι</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> επίσης ως Παθ., αναφέρομαι [[ψευδώς]]· λέγεται για γραπτά, αποδίδομαι [[ψευδώς]], είμαι [[ψευδεπίγραφος]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταψεύδομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[лгать]], [[клеветать]]: ἐτόλμησάν μου καταψεύσασθαι Lys. (мои противники) осмелились лгать на меня; κ. τινος πρός τινα Plut. клеветать на кого-л. перед кем-л.; κ. τινος [[τοιοῦτο]] [[πρᾶγμα]] Plat. взвести на кого-л. подобную небылицу;<br /><b class="num">2)</b> [[выдумывать]], [[сочинять]] (τὴν αἰτίαν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[нести вздор]], [[представлять в ложном освещении]] (τὰ πεπολιτευμένα τινος Dem.): κ. τινος Arst., Luc., Plut. говорить вздор насчет чего-л.
|lstext='''καταψεύδομαι''': ἀποθ., μέλλ. -ψεύσομαι: πρκμ. -έψευσμαι Δημ. 1274. 4, πρβλ. 1483. 5, ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ παθητ. ἐννοίας ὡς καὶ ὁ ἀόρ. -εψεύσθην, ἴδε κατωτέρω ΙΙ. Λέγω ψεύδη [[ἐναντίον]] τινός, ὁμιλῶ ψευδῶς [[περί]] τινος, τινος Ἀριστοφ. Εἰρ. 533, Λυσ. 146. 21, Πλάτ. Πολ. 381D, Δημ. 558. 26· οὗτοι δι’ ἔχθραν καταψεύδονταί μου, καταψευδομαρτυροῦμαι 559, 14· κατ. τινος [[πρός]] τινα, ψευδῶς κατηγορῶ τινα πρὸς ἄλλον, Πλουτ. Θεμιστ. 25, Φωκ. 33. 2) [[ἀναφέρω]] ψευδῶς [[ἐναντίον]], τί τινος Ἀντιφῶν 120. 5, Ἀνδοκ. 2. 18, Πλάτ. Εὐθύδ. 283Α, Πολ. 391D· τὰ πλεῖστα κατεψεύσατό μου Δημ. 228. 9. 3) [[λέγω]] ψευδῶς, [[πλάττω]], [[προφασίζομαι]], καταψεύδου [[καλῶς]] ὡς ἔστι θεὸς Εὐρ. Βάκχ. 334· προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, ἐπινοῶ, ἃ κατεψεύδου καὶ διέβαλλες Δημ. 229. 2, Διον. Ἁλ. 4. 68. 4) μετὰ γεν., ὑποκρίνομά τι, προσποιοῦμαι, ὕπνου Λουκ. Ὄν. 7· ἢ, δίδω ἐσφαλμένην πληροφορίαν [[περί]] τινος, τοῦ γένους Ἀριστ. Προβλ. 28. 3, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. προοίμ. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ὡς παθ., ψευδῶς ἀναφέρομαι, κατ’ ἐνεστ., Θεοπόμ. Ἱστ. παρὰ Θέων. Προγυμν. 2· ἐν τῷ πρκμ., τὰ κατεψευσμένα, ψευδεῖς διαβεβαιώσεις ἢ ἰσχυρισμοί, Ἀντιφῶν 131. 85· ἐν τῷ ἀορ., [[προδότης]] [[εἶναι]] κατεψεύσθη, ψευδῶς κατηγορήθη, Φιλόστρ. 714. 2) ἐπὶ συγγραμμάτων, ψευδῶς ἀποδίδομαι, τινος, εἴς τινα· εἰμὴ οὐκ εἰσὶν Ἡσιόδου τὰ ἔπη, ἀλλ’ ὡς πολλὰ καὶ ἄλλα κατέψευσται [[αὐτοῦ]] Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 36· ἀπολ., εἶμαι [[νόθος]], Ἀριστοτέλης ἐν τῇ Ἀπολογίᾳ, εἰ μὴ κατέψευσται ὁ [[λόγος]] Ἀθήν. 697Α, Πλουτ. Θεμ. 2.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-ψεύδομαι valse beschuldiging uiten (tegen), liegen (over iem.), met ( acc. v. h. inw. obj. en) gen.:; ἅ μου κατεψεύσαντο οἱ κατήγοροι de valse beschuldigingen die de aanklagers tegen mij hebben afgelegd And. 1.8; ἐτόλμησάν μου καταψεύσασθαι zij hebben het gewaagd leugens over mij te vertellen Lys. 16.8; met ὡς:. καταψεύδου καλῶς ὡς ἔστι lieg maar mooi dat hij bestaat Eur. Ba. 334. verzinnen:; δοκεῖ κατεψεῦσθαι het schijnt verzonnen Plut. Them. 2.8; als excuus aanvoeren, met gen.: τοῦ ὕπνου κ. slaap als excuus aanvoeren Luc. 39.7.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. mid. -ψεύσομαι perf. [[pass]]. -έψευσμαι, aor1 -εψεύσθην<br /><b class="num">I.</b> Dep., to [[tell]] lies [[against]], [[speak]] [[falsely]] of, τινος Ar., Plat., etc.<br /><b class="num">2.</b> to [[allege]] [[falsely]] [[against]], τί τινος Plat., Dem.<br /><b class="num">3.</b> to say [[falsely]], [[pretend]], Eur.: to [[feign]], [[invent]], τι Dem.<br /><b class="num">II.</b> also as Pass. to be [[falsely]] reported: of writings, to be [[spurious]], Plut.
|mdlsjtxt=fut. mid. -ψεύσομαι perf. [[pass]]. -έψευσμαι, aor1 -εψεύσθην<br /><b class="num">I.</b> Dep., to [[tell]] lies [[against]], [[speak]] [[falsely]] of, τινος Ar., Plat., etc.<br /><b class="num">2.</b> to [[allege]] [[falsely]] [[against]], τί τινος Plat., Dem.<br /><b class="num">3.</b> to say [[falsely]], [[pretend]], Eur.: to [[feign]], [[invent]], τι Dem.<br /><b class="num">II.</b> also as Pass. to be [[falsely]] reported: of writings, to be [[spurious]], Plut.
}}
}}