3,277,637
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> poing fermé (offrant en saillie les articulations des doigts) ; coup de poing;<br /><b>2</b> condyle, <i>mesure de long. att. valant 2 doigts ou ⅛ de pied</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pê <i>skr.</i> kanda- « tubercule, bulbe », et -υλος comme [[δάκτυλος]], [[σφόνδυλος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> poing fermé (offrant en saillie les articulations des doigts) ; coup de poing;<br /><b>2</b> condyle, <i>mesure de long. att. valant 2 doigts ou ⅛ de pied</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pê <i>skr.</i> kanda- « tubercule, bulbe », et -υλος comme [[δάκτυλος]], [[σφόνδυλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κόνδυλος -ου, ὁ [~ κόνδοι: uitsteeksels] knokkel, plur. vuist:; κονδυλοὺς ἐντρίβειν τινί zijn vuisten op iem. loslaten Plut. Alc. 8.1; uitbr. vuistslag:. ἕξετ’ ἐν ὥρᾳ... κόνδυλον ὄψον jullie zullen op het juiste moment een vuistslag als toetje krijgen Aristoph. Pax 123. geneesk. knobbel, verharding van het tandvlees. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κόνδῠλος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[сустав]] (δακτύλου τὸ μὲν καμπτικὸν κ., τὸ δ᾽ [[ἄκαμπτον]] [[φάλαγξ]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[кулак]]: λόγον ἔχειν τοῦ κονδύλου προχειρότερον Plut. быть склонным пользоваться больше словом, чем кулаком;<br /><b class="num">3)</b> [[удар кулаком]] (κονδύλοις πατάξαι τινά Dem.; [[δοῦναι]] κόνδυλόν τινι, κονδύλῳ παίειν τινά и κονδύλῳ [[καθικέσθαι]] τινός Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 26: | Line 29: | ||
|lsmtext='''κόνδῠλος:''' ὁ, [[γρονθοκοπώ]], <i>κονδύλοις πατάξαι</i>, αντίθ. προς το <i>ἐπὶ κόρρης</i> ([[χτύπημα]] στο [[πρόσωπο]], [[ράπισμα]], [[χαστούκι]]), σε Δημ.· παροιμ., <i>κολλύραν καὶ κόνδυλον ὕψον ἐπ' αὐτῇ</i>, [[κουλούρι]] με [[ξύλο]] για [[προσφάι]], δηλ. «γερό [[ξύλο]]», σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κόνδῠλος:''' ὁ, [[γρονθοκοπώ]], <i>κονδύλοις πατάξαι</i>, αντίθ. προς το <i>ἐπὶ κόρρης</i> ([[χτύπημα]] στο [[πρόσωπο]], [[ράπισμα]], [[χαστούκι]]), σε Δημ.· παροιμ., <i>κολλύραν καὶ κόνδυλον ὕψον ἐπ' αὐτῇ</i>, [[κουλούρι]] με [[ξύλο]] για [[προσφάι]], δηλ. «γερό [[ξύλο]]», σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κόνδῠλος''': ὁ, προέχων ἁρμὸς τοῦ δακτύλου, «κλείδωσις», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 3· ἐν τῷ πληθ., οἱ ἁρμοὶ τῶν δακτύλων, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780· [[ἐντεῦθεν]], ἡ κεκλεισμένη [[παλάμη]] τῆς χειρός, [[πυγμή]], «[[γρόνθος]]», ἡ «γροθιά», «μπουνιὰ»· κονδύλοις ἡρμοττόμην (ἴδε [[ἁρμόζω]] Ι. 4)· κονδύλοις νουθετεῖν τινα Ἀριστοφ. Σφ. 254· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἑνικ., [[αὐτόθι]] 1503· δοῦναι κόνδυλόν τινι Πλούτ. 2. 439D· κονδύλῳ καθικέσθαι τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 7, κτλ.· κονδύλοις πατάξαι, ἦτο ἀντίθετ. τῷ: ἐπὶ κόρρης ([[ῥάπισμα]] εἰς τὸ [[πρόσωπον]]), Δημ. 537, ἐν τέλ.· παροιμ., κολλύραν καὶ κόνδυλον [[ὄψον]] ἐπ’ αὐτῇ «κουλλοῦρι καὶ ξύλο διὰ προσφάγι», δηλ. «γερὸ ξύλο», Ἀριστοφ. Εἰρ. 123, [[ἔνθα]] Σχολ.· λόγον ἔχειν τοῦ κονδύλου προχειρότερον Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 1· νὴ τοὺς κονδύλους, μὰ τοὺς γρόνθους τούτους, κωμικὸς [[ὅρκος]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 411· πρβλ. [[κόλαφος]]. ΙΙ. [[καθόλου]], ὁ ἁρμὸς πάσης ἀρθρώσεως, [[οἷον]] τοῦ πήχεως, Γαλην. 12. 261, Πολυδ. Α΄, 141. ΙΙΙ. πᾶν σκληρὸν καὶ ὀστεῶδες [[ὄγκωμα]], ὡς τὸ [[κονδύλωμα]], Ἱππ. 1125Η, 1131D. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «κόνδοι· κεραῖαι, ἀστράγαλοι», ὀγκώματα, ὄγκοι). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |