Anonymous

κράς: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=[[κρατός]] (ὁ) :<br /><i>dat.</i> [[κρατί]], <i>acc.</i> [[κρᾶτα]] ; <i>pl. gén.</i> κράτων, <i>dat.</i> κρασίν <i>ou</i> [[κράτεσφι]], <i>acc. κρᾶτας</i>;<br /><b>I.</b> tête <i>au pl. p. le sg.</i> : ὑπὸ [[κράτεσφι]] IL sous sa tête;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> sommet de montagne;<br /><b>2</b> bord, extrémité.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κάρ]]¹, [[κάρα]]¹.
|btext=[[κρατός]] (ὁ) :<br /><i>dat.</i> [[κρατί]], <i>acc.</i> [[κρᾶτα]] ; <i>pl. gén.</i> κράτων, <i>dat.</i> κρασίν <i>ou</i> [[κράτεσφι]], <i>acc. κρᾶτας</i>;<br /><b>I.</b> tête <i>au pl. p. le sg.</i> : ὑπὸ [[κράτεσφι]] IL sous sa tête;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> sommet de montagne;<br /><b>2</b> bord, extrémité.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κάρ]]¹, [[κάρα]]¹.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κράς''': τοῦ ποιητ. τούτου τύπου τοῦ [[κάρα]] ἡ ὀνομαστικὴ ἀπαντᾷ μόνον παρὰ τοῖς Γραμμ., Α. Β. 1182, Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 385· ― γεν. κρᾱτὸς Ὅμηρ., Τραγ., δοτ. κρᾱτὶ Ὀδ. Ι. 490, Τραγ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 329· αἰτιατ. [[κρᾶτα]] Ὀδ. Θ. 92, Τραγ.· πληθ., γεν. κράτων Ὀδ. Χ. 309· δοτ. κρᾱσίν, [[κράτεσφι]] Ἰλ. Κ, 152, 156· αἰτιατ. κρᾶτας Εὐρ. Φοίν. 1149, Ἡρ. Μαιν. 526· ― ἐν τοῖς πλείστοις χωρίοις τὸ γένος μένει ἀόριστον, ἀλλ’ ἐν τῇ γεν. κρατὸς [[εἶναι]] θηλ. ἐν Εὐρ. Ἠλ. 140, ὡς ὁρίζεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ἐν Ἑκ. 432, Φοιν. 1159· ὁ Σοφ. ἔχει [[κρᾶτα]], τό, ὡς ὀνομ. (Φιλ. 1457) καὶ αἰτιατ. ([[αὐτόθι]] 1001, Ο. Τ. 263, πρβλ. Τρ. 1015), καὶ Ἴων παρὰ τῷ Σχολ. ἐν Φοιν. ἔνθ’ ἀνωτ. τὸν [[κρᾶτα]]· [[ὡσαύτως]] πληθ. [[κρᾶτα]], τά, Πινδ. Ἀποσπ. 3, καὶ [[ἴσως]] Σοφ. Ο. Κ. 473. Παρ’ Ὁμήρῳ [[ὡσαύτως]] ἔχομεν ἐκτεταμένην γεν. καὶ δοτ. [[κράατος]], κράατι, πληθ. ὀνομ. κράατα ἅπαντα, -υυ, ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται ὀνομαστικὴ κρᾶας. [[κεφαλή]], ἐκ [[κράατος]] ἀθανάτοιο Ἰλ. Ξ. 177· σῷ δ’ [[αὐτοῦ]] κράατι τίσεις Ὀδ. Χ. 218, κτλ.· ― μεταφορ., [[κορυφή]], κρατὸς ἀπ’ Οὐλύμποιο Ἰλ. Υ 5· ἐπὶ κρατὸς λιμένος, κατὰ τὴν κορυφὴν ἢ τὸ ἔσχατον [[ἄκρον]] τοῦ λιμένος, Ὀδ. Ι. 140, Ν. 102· πληθ. ἀντὶ ἑνικ., ὑπὸ [[κράτεσφι]], ὑπὸ τὴν κεφαλήν του, Ἰλ. Κ. 156. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ἀρχαία τις γενικ. [[κρῆθεν]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῇ φράσει κατὰ [[κρῆθεν]] ([[ὅπερ]] ἐν ἀρχαίαις ἐκδόσεσι φέρεται [[κατακρῆθεν]]), ἐκ τῆς κεφαλῆς, ἐκ τῆς κορυφῆς [[κάτω]], δένδρεα. κατὰ [[κρῆθεν]] χέε καρπόν, ἐκ τῶν κορυφῶν αὐτῶν, Ὀδ. Λ. 588, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 182, Ἡσ. Θ. 574· [[ἐντεῦθεν]] ὡς τὸ penitus, ἀπὸ κορυφῆς [[μέχρι]] ποδῶν, ἐντελῶς, Τρῶας δὲ κατὰ [[κρῆθεν]] λάβε [[πένθος]] Ἰλ. Π. 548 ([[ὅπερ]] [[χωρίον]] ἐκίνησε πολλοὺς νὰ πιστεύσωσιν ὅτι τὸ [[κατακρῆθεν]] ἦτο [[κυρίως]] κατ’ ἄκρηθεν = κατ’ [[ἄκρης]], ἴδε ἐν λέξ. [[ἄκρα]])· πλὴν τούτου ὑπάρχει παρ’ Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 7, ἀπὸ [[κρῆθεν]].
|elnltext=κράς κρατός, ὁ, ἡ en τό [~ κάρα] poët.; gen. sing. κρατός, ep. ook κράατος, dat. κρατί, ep. ook κράατι, acc. κρᾶτα; gen. plur. κράτων, dat. κρασίν, ep. ook κράτεσφι, acc. κρᾶτας; ep. n. κράατα; steeds κρᾱ -; voor andere vormen zie κάρα, κάρη, κρᾶτα, κάρηαρ, κάρηνον hoofd:. κρατὸς ἀπ’ ἀθανάτοιο vanaf zijn onsterfelijke hoofd Il. 1.530. top (van een berg):; κρατὸς ἀπ’ Οὐλύμποιο vanaf de top van de Olympus Il. 20.5; hoofd, uiteinde (van een haven):. ἐπὶ κρατὸς λιμένος ῥέει ἀγλαὸν ὕδωρ bij het havenhoofd stroomt helder water Od. 9.140.
}}
{{elru
|elrutext='''κράς:''' τό (только gen. [[κρατός|κρᾱτός]] и κράᾰτος, dat. [[κρατί|κρᾱτί]] и κράᾰτι, acc. [[κρᾶτα]]; pl.: gen. [[κράτων]] с ᾱ, dat. κρᾱσίν - эп. [[κράτεσφι]] с ᾱ, acc. κρᾶτας)<br /><b class="num">1)</b> n и f голова (ἀπὸ κρατὸς κυνέην [[θεῖναι]] Hom.; ἀποκοπὰ [[κρατός]] Aesch.; ἐς τὸ κείνου [[κρᾶτα]] ἐνήλατο ἡ [[τύχη]] Soph.; τέκνα ὁρῶ κρᾶτας ἐξεστεμμένα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[вершина]] (Οὐλύμποιο Hom.);<br /><b class="num">3)</b> внутренний угол, т. е. глубина (ἐπὶ κρατὸς λιμένος Hom.). - см. тж. [[κρᾶτα]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κράς:''' ποιητ. [[τύπος]] του [[κάρα]], που βρίσκεται στη γεν. <i>τῆς κρᾱτός</i>, δοτ. <i>κρᾱτί</i>, αιτ. <i>κρᾱτα</i>· πληθ., γεν. <i>κράτων</i>, δοτ. <i>κρᾱσίν</i>, Επικ. [[κράτεσφι]], αιτ. <i>κρᾱτας</i>· επίσης <i>κρᾱτα</i>, <i>τό</i>, ως ονομ. και αιτ., σε Σοφ. Στον Όμηρ. έχουμε επίσης μια επιτετ. γεν. και δοτ. <i>κράᾰτος</i>, <i>κράᾰτι</i>, πληθ. ονομ. <i>κράᾰτα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[κεφάλι]], σε Όμηρ., Τραγ.· <i>ἐπὶ κρατὸς λιμένος</i>, στην [[κορυφή]] ή στο τελευταίο [[άκρο]] του λιμανιού, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> Η αρχ. γεν. [[κρῆθεν]] χρησιμ. στη [[φράση]] κατὰ [[κρῆθεν]], [[κάτω]] από το [[κεφάλι]], από την [[κορυφή]], στο ίδ., Ησίοδ.· απ' όπου, όπως το [[penitus]], από το [[κεφάλι]] στα πόδια (από την [[κορφή]] ως τα νύχια), [[ολωσδιόλου]], [[εξολοκλήρου]], Τρῶας κατὰ [[κρῆθεν]] [[λάβε]] [[πένθος]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κράς:''' ποιητ. [[τύπος]] του [[κάρα]], που βρίσκεται στη γεν. <i>τῆς κρᾱτός</i>, δοτ. <i>κρᾱτί</i>, αιτ. <i>κρᾱτα</i>· πληθ., γεν. <i>κράτων</i>, δοτ. <i>κρᾱσίν</i>, Επικ. [[κράτεσφι]], αιτ. <i>κρᾱτας</i>· επίσης <i>κρᾱτα</i>, <i>τό</i>, ως ονομ. και αιτ., σε Σοφ. Στον Όμηρ. έχουμε επίσης μια επιτετ. γεν. και δοτ. <i>κράᾰτος</i>, <i>κράᾰτι</i>, πληθ. ονομ. <i>κράᾰτα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[κεφάλι]], σε Όμηρ., Τραγ.· <i>ἐπὶ κρατὸς λιμένος</i>, στην [[κορυφή]] ή στο τελευταίο [[άκρο]] του λιμανιού, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> Η αρχ. γεν. [[κρῆθεν]] χρησιμ. στη [[φράση]] κατὰ [[κρῆθεν]], [[κάτω]] από το [[κεφάλι]], από την [[κορυφή]], στο ίδ., Ησίοδ.· απ' όπου, όπως το [[penitus]], από το [[κεφάλι]] στα πόδια (από την [[κορφή]] ως τα νύχια), [[ολωσδιόλου]], [[εξολοκλήρου]], Τρῶας κατὰ [[κρῆθεν]] [[λάβε]] [[πένθος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κράς:''' τό (только gen. [[κρατός|κρᾱτός]] и κράᾰτος, dat. [[κρατί|κρᾱτί]] и κράᾰτι, acc. [[κρᾶτα]]; pl.: gen. [[κράτων]] с ᾱ, dat. κρᾱσίν - эп. [[κράτεσφι]] с ᾱ, acc. κρᾶτας)<br /><b class="num">1)</b> n и f голова (ἀπὸ κρατὸς κυνέην [[θεῖναι]] Hom.; ἀποκοπὰ [[κρατός]] Aesch.; ἐς τὸ κείνου [[κρᾶτα]] ἐνήλατο ἡ [[τύχη]] Soph.; τέκνα ὁρῶ κρᾶτας ἐξεστεμμένα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[вершина]] (Οὐλύμποιο Hom.);<br /><b class="num">3)</b> внутренний угол, т. е. глубина (ἐπὶ κρατὸς λιμένος Hom.). - см. тж. [[κρᾶτα]].
|lstext='''κράς''': τοῦ ποιητ. τούτου τύπου τοῦ [[κάρα]] ἡ ὀνομαστικὴ ἀπαντᾷ μόνον παρὰ τοῖς Γραμμ., Α. Β. 1182, Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 385· ― γεν. κρᾱτὸς Ὅμηρ., Τραγ., δοτ. κρᾱτὶ Ὀδ. Ι. 490, Τραγ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 329· αἰτιατ. [[κρᾶτα]] Ὀδ. Θ. 92, Τραγ.· πληθ., γεν. κράτων Ὀδ. Χ. 309· δοτ. κρᾱσίν, [[κράτεσφι]] Ἰλ. Κ, 152, 156· αἰτιατ. κρᾶτας Εὐρ. Φοίν. 1149, Ἡρ. Μαιν. 526· ― ἐν τοῖς πλείστοις χωρίοις τὸ γένος μένει ἀόριστον, ἀλλ’ ἐν τῇ γεν. κρατὸς [[εἶναι]] θηλ. ἐν Εὐρ. Ἠλ. 140, ὡς ὁρίζεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ἐν Ἑκ. 432, Φοιν. 1159· ὁ Σοφ. ἔχει [[κρᾶτα]], τό, ὡς ὀνομ. (Φιλ. 1457) καὶ αἰτιατ. ([[αὐτόθι]] 1001, Ο. Τ. 263, πρβλ. Τρ. 1015), καὶ Ἴων παρὰ τῷ Σχολ. ἐν Φοιν. ἔνθ’ ἀνωτ. τὸν [[κρᾶτα]]· [[ὡσαύτως]] πληθ. [[κρᾶτα]], τά, Πινδ. Ἀποσπ. 3, καὶ [[ἴσως]] Σοφ. Ο. Κ. 473. Παρ’ Ὁμήρῳ [[ὡσαύτως]] ἔχομεν ἐκτεταμένην γεν. καὶ δοτ. [[κράατος]], κράατι, πληθ. ὀνομ. κράατα ἅπαντα, -υυ, ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται ὀνομαστικὴ κρᾶας. Ἡ [[κεφαλή]], ἐκ [[κράατος]] ἀθανάτοιο Ἰλ. Ξ. 177· σῷ δ’ [[αὐτοῦ]] κράατι τίσεις Ὀδ. Χ. 218, κτλ.· ― μεταφορ., [[κορυφή]], κρατὸς ἀπ’ Οὐλύμποιο Ἰλ. Υ 5· ἐπὶ κρατὸς λιμένος, κατὰ τὴν κορυφὴν ἢ τὸ ἔσχατον [[ἄκρον]] τοῦ λιμένος, Ὀδ. Ι. 140, Ν. 102· πληθ. ἀντὶ ἑνικ., ὑπὸ [[κράτεσφι]], ὑπὸ τὴν κεφαλήν του, Ἰλ. Κ. 156. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ἀρχαία τις γενικ. [[κρῆθεν]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῇ φράσει κατὰ [[κρῆθεν]] ([[ὅπερ]] ἐν ἀρχαίαις ἐκδόσεσι φέρεται [[κατακρῆθεν]]), ἐκ τῆς κεφαλῆς, ἐκ τῆς κορυφῆς [[κάτω]], δένδρεα. κατὰ [[κρῆθεν]] χέε καρπόν, ἐκ τῶν κορυφῶν αὐτῶν, Ὀδ. Λ. 588, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 182, Ἡσ. Θ. 574· [[ἐντεῦθεν]] ὡς τὸ penitus, ἀπὸ κορυφῆς [[μέχρι]] ποδῶν, ἐντελῶς, Τρῶας δὲ κατὰ [[κρῆθεν]] λάβε [[πένθος]] Ἰλ. Π. 548 ([[ὅπερ]] [[χωρίον]] ἐκίνησε πολλοὺς νὰ πιστεύσωσιν ὅτι τὸ [[κατακρῆθεν]] ἦτο [[κυρίως]] κατ’ ἄκρηθεν = κατ’ [[ἄκρης]], ἴδε ἐν λέξ. [[ἄκρα]])· πλὴν τούτου ὑπάρχει παρ’ Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 7, ἀπὸ [[κρῆθεν]].
}}
{{elnl
|elnltext=κράς κρατός, , ἡ en τό [~ κάρα] poët.; gen. sing. κρατός, ep. ook κράατος, dat. κρατί, ep. ook κράατι, acc. κρᾶτα; gen. plur. κράτων, dat. κρασίν, ep. ook κράτεσφι, acc. κρᾶτας; ep. n. κράατα; steeds κρᾱ -; voor andere vormen zie κάρα, κάρη, κρᾶτα, κάρηαρ, κάρηνον hoofd:. κρατὸς ἀπ’ ἀθανάτοιο vanaf zijn onsterfelijke hoofd Il. 1.530. top (van een berg):; κρατὸς ἀπ’ Οὐλύμποιο vanaf de top van de Olympus Il. 20.5; hoofd, uiteinde (van een haven):. ἐπὶ κρατὸς λιμένος ῥέει ἀγλαὸν ὕδωρ bij het havenhoofd stroomt helder water Od. 9.140.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κρᾶτα]], as nom. and acc., Soph.] [In Hom. also we [[have]] a lengthd. gen. and dat., κράᾰτος, κράᾰτι, pl. nom. κράᾰτα]<br /><b class="num">I.</b> the [[head]], Hom., Trag.; ἐπὶ κρατὸς λιμένος at the [[head]] or far end of the bay, Od.<br /><b class="num">II.</b> an old gen. [[κρῆθεν]] is used in the [[phrase]] κατὰ [[κρῆθεν]], [[down]] from the [[head]], from the top, Od., Hes.: [[hence]], like [[penitus]], from [[head]] to [[foot]], [[entirely]], Τρῶας κατὰ [[κρῆθεν]] [[λάβε]] [[πένθος]] Il.
|mdlsjtxt=[[κρᾶτα]], as nom. and acc., Soph.] [In Hom. also we [[have]] a lengthd. gen. and dat., κράᾰτος, κράᾰτι, pl. nom. κράᾰτα]<br /><b class="num">I.</b> the [[head]], Hom., Trag.; ἐπὶ κρατὸς λιμένος at the [[head]] or far end of the bay, Od.<br /><b class="num">II.</b> an old gen. [[κρῆθεν]] is used in the [[phrase]] κατὰ [[κρῆθεν]], [[down]] from the [[head]], from the top, Od., Hes.: [[hence]], like [[penitus]], from [[head]] to [[foot]], [[entirely]], Τρῶας κατὰ [[κρῆθεν]] [[λάβε]] [[πένθος]] Il.
}}
}}