Anonymous

κόλος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> tronqué, écourté;<br /><b>2</b> aux cornes écourtées <i>ou</i> sans cornes.<br />'''Étymologie:''' DELG parallèles slaves pour ce mot techn.
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> tronqué, écourté;<br /><b>2</b> aux cornes écourtées <i>ou</i> sans cornes.<br />'''Étymologie:''' DELG parallèles slaves pour ce mot techn.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κόλος''': -ον, [[βραχύς]], «[[κοντός]]», Λατ. curtus, [[κόλον]] [[δόρυ]] Ἰλ. Π. 117· ἐπὶ βοῶν, ὡς τὸ [[κολοβός]], ἔχων βραχέα κέρατα ἢ [[ἄνευ]] κεράτων, τὸ γένος τῶν βοῶν τὸ κ. Ἡρόδ. 4. 29, πρβλ. 2. 46 ([[ἔνθα]] ἀντὶ τοῦ οἱ αἰπόλοι ὁ Schäf. διώρθωσεν οἱ κόλοι)· [[οὕτως]], ὦ κόλε, ἀποτεινόμενον εἰς τράγον, Θεόκρ. 8. 51· ἐπὶ τοῦ κεράστου, Νικ. Θηρ. 260· ― ἐν Στράβ. 312, [[κόλος]] [[εἶναι]] [[ζῷον]] τῆς Ταυρικῆς, τετράπουν [[λευκόν]], μεταξὺ ἐλάφου καὶ κριοῦ τὸ [[μέγεθος]], ὀξύτερον τούτων εἰς τὸ τρέχειν, [[πῖνον]] διὰ τῶν ῥωθώνων καὶ ταμιεῦον [[ὕδωρ]] ἐν τῇ κεφαλῇ, [[ἴσως]] [[εἶδος]] τράγου [[ἄνευ]] κεράτων, «[[κόλον]]... μέγαν τράγον κέρατα οὐκ ἔχοντα» Ἡσύχ.· πρβλ. [[αἰπόλος]]. 2) [[κόλος]] [[μάχη]], ἴδε ἐν λέξ. [[κολοβομάχη]]. (Ἐντεῦθεν κολοβὸς (δηλ. κολοϝός, ὡς τὸ ὁλοϝός, salv-us), κολούω· πιθανῶς [[ὡσαύτως]] καὶ τὸ [[κολάζω]].)
|elnltext=κόλος -ον [~ κόλος] afgeknot:; κόλον δόρυ speer zonder punt Il. 16.117; zonder horens:. τὸ γένος τῶν βοῶν τὸ κόλον het ongehorende soort runderen Hdt. 4.29.
}}
{{elru
|elrutext='''κόλος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[надломленный]], [[обрубленный]] ([[δόρυ]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[тупорогий]] или [[безрогий]] (τὸ [[γένος]] τῶν [[βοῶν]] Her.; [[τράγος]] Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> [[прерванный]], [[незаконченный]]: Κ. [[μάχη]] Прерванная битва (заглавие VIII песни «[[Илиады]]»).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κόλος:''' -ον, [[βραχύς]], [[κοντός]], Λατ. [[curtus]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για βόδια, αυτός που έχει κοντά κέρατα ή αυτός που δεν έχει [[καθόλου]] κέρατα, σε Ηρόδ.· ομοίως, <i>ὦκόλε</i>, απευθυνόμενο σε τράγο, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''κόλος:''' -ον, [[βραχύς]], [[κοντός]], Λατ. [[curtus]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για βόδια, αυτός που έχει κοντά κέρατα ή αυτός που δεν έχει [[καθόλου]] κέρατα, σε Ηρόδ.· ομοίως, <i>ὦκόλε</i>, απευθυνόμενο σε τράγο, σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κόλος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[надломленный]], [[обрубленный]] ([[δόρυ]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[тупорогий]] или [[безрогий]] (τὸ [[γένος]] τῶν [[βοῶν]] Her.; [[τράγος]] Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> [[прерванный]], [[незаконченный]]: Κ. [[μάχη]] Прерванная битва (заглавие VIII песни «[[Илиады]]»).
|lstext='''κόλος''': -ον, [[βραχύς]], «[[κοντός]]», Λατ. curtus, [[κόλον]] [[δόρυ]] Ἰλ. Π. 117· ἐπὶ βοῶν, ὡς τὸ [[κολοβός]], ἔχων βραχέα κέρατα ἢ [[ἄνευ]] κεράτων, τὸ γένος τῶν βοῶν τὸ κ. Ἡρόδ. 4. 29, πρβλ. 2. 46 ([[ἔνθα]] ἀντὶ τοῦ οἱ αἰπόλοι ὁ Schäf. διώρθωσεν οἱ κόλοι)· [[οὕτως]], ὦ κόλε, ἀποτεινόμενον εἰς τράγον, Θεόκρ. 8. 51· ἐπὶ τοῦ κεράστου, Νικ. Θηρ. 260· ― ἐν Στράβ. 312, [[κόλος]] [[εἶναι]] [[ζῷον]] τῆς Ταυρικῆς, τετράπουν [[λευκόν]], μεταξὺ ἐλάφου καὶ κριοῦ τὸ [[μέγεθος]], ὀξύτερον τούτων εἰς τὸ τρέχειν, [[πῖνον]] διὰ τῶν ῥωθώνων καὶ ταμιεῦον [[ὕδωρ]] ἐν τῇ κεφαλῇ, [[ἴσως]] [[εἶδος]] τράγου [[ἄνευ]] κεράτων, «[[κόλον]]... μέγαν τράγον κέρατα οὐκ ἔχοντα» Ἡσύχ.· πρβλ. [[αἰπόλος]]. 2) [[κόλος]] [[μάχη]], ἴδε ἐν λέξ. [[κολοβομάχη]]. (Ἐντεῦθεν κολοβὸς (δηλ. κολοϝός, ὡς τὸ ὁλοϝός, salv-us), κολούω· πιθανῶς [[ὡσαύτως]] καὶ τὸ [[κολάζω]].)
}}
{{elnl
|elnltext=κόλος -ον [~ κόλος] afgeknot:; κόλον δόρυ speer zonder punt Il. 16.117; zonder horens:. τὸ γένος τῶν βοῶν τὸ κόλον het ongehorende soort runderen Hdt. 4.29.
}}
}}
{{etym
{{etym