Anonymous

πέλτη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> petit bouclier léger à l'usage de l'infanterie légère;<br /><b>2</b> longue javeline, pique.<br />'''Étymologie:''' R. Παλ, mouvoir ; cf. [[πάλλω]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> petit bouclier léger à l'usage de l'infanterie légère;<br /><b>2</b> longue javeline, pique.<br />'''Étymologie:''' R. Παλ, mouvoir ; cf. [[πάλλω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πέλτη''': , μικρὰ ἐλαφρὰ ἀσπὶς [[ἄνευ]] ἴτυος, γύρου, Λατ. pelta, cetra, πρῶτον ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Θρᾳξίν, Ἡρόδ. 7. 75, πρβλ. 89· Θρῃκίας π. [[ἄναξ]] Εὐρ. Ἄλκ. 498, πρβλ. Βάκχ. 783, Ἀριστοφ. Λυσ. 563, κτλ.· π. Ἀμαζονική Πλουτ. Πομπ. 35· περὶ τοῦ σχήματος αὐτῆς ὅρα Λεξικὸν τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ. 2) [[σῶμα]] πελταστῶν Εὐρ. Ρῆσ. 410· πρβλ. ἀσπὶς Ι. 2, [[λόγχη]] ΙΙΙ. 3) κόσμημά τι ἵππου, [[αὐτόθι]] 305. ΙΙ. = [[παλτόν]], [[κοντός]], «κοντάρι», Ξεν. Ἀνάβ. 1. 10, 12· ἑρμηνεύεται διὰ τῶν λέξεων [[δόρυ]], [[ἀκόντιον]] ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., καὶ διὰ τοῦ [[λόγχη]] ὑπὸ τοῦ Σουΐδ.
|elnltext=πέλτη -ης, ἡ klein, licht schild. lichte speer.
}}
{{elru
|elrutext='''πέλτη:'''<br /><b class="num">I</b> [от малоупотреб. [[πέλλα]] «кожа, шкура»]<br /><b class="num">1)</b> [[пельта]] (легкий кожаный полукруглый щит) Her., Eur., Arph., Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[легковооруженная пехота]] (sc. Θρῃκῶν Eur.).<br /><b class="num">II</b> ἡ [[πάλλω]] древко (ἀετὸς [[χρυσοῦς]] ἐπὶ πέλτῃ ἀνατεταμένος Xen.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πέλτη:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> μικρή ελαφριά [[ασπίδα]] από [[δέρμα]] [[χωρίς]] [[στεφάνη]] γύρω της (<i>ἴτος</i>), ασπίδιο, Λατ. [[cetra]], αρχικά σε [[χρήση]] από τους Θράκες, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> το [[σώμα]] των <i>πελταστῶν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[στολίδι]] αλόγου, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> = [[παλτόν]], [[ακόντιο]], [[κοντάρι]], σε Ξεν.
|lsmtext='''πέλτη:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> μικρή ελαφριά [[ασπίδα]] από [[δέρμα]] [[χωρίς]] [[στεφάνη]] γύρω της (<i>ἴτος</i>), ασπίδιο, Λατ. [[cetra]], αρχικά σε [[χρήση]] από τους Θράκες, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> το [[σώμα]] των <i>πελταστῶν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[στολίδι]] αλόγου, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> = [[παλτόν]], [[ακόντιο]], [[κοντάρι]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πέλτη:'''<br /><b class="num">I</b> ἡ [от малоупотреб. [[πέλλα]] «кожа, шкура»]<br /><b class="num">1)</b> [[пельта]] (легкий кожаный полукруглый щит) Her., Eur., Arph., Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[легковооруженная пехота]] (sc. Θρῃκῶν Eur.).<br /><b class="num">II</b> ἡ [[πάλλω]] древко (ἀετὸς [[χρυσοῦς]] ἐπὶ πέλτῃ ἀνατεταμένος Xen.).
|lstext='''πέλτη''': , μικρὰ ἐλαφρὰ ἀσπὶς [[ἄνευ]] ἴτυος, γύρου, Λατ. pelta, cetra, πρῶτον ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Θρᾳξίν, Ἡρόδ. 7. 75, πρβλ. 89· Θρῃκίας π. [[ἄναξ]] Εὐρ. Ἄλκ. 498, πρβλ. Βάκχ. 783, Ἀριστοφ. Λυσ. 563, κτλ.· π. Ἀμαζονική Πλουτ. Πομπ. 35· περὶ τοῦ σχήματος αὐτῆς ὅρα Λεξικὸν τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ. 2) [[σῶμα]] πελταστῶν Εὐρ. Ρῆσ. 410· πρβλ. ἀσπὶς Ι. 2, [[λόγχη]] ΙΙΙ. 3) κόσμημά τι ἵππου, [[αὐτόθι]] 305. ΙΙ. = [[παλτόν]], [[κοντός]], «κοντάρι», Ξεν. Ἀνάβ. 1. 10, 12· ἑρμηνεύεται διὰ τῶν λέξεων [[δόρυ]], [[ἀκόντιον]] ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., καὶ διὰ τοῦ [[λόγχη]] ὑπὸ τοῦ Σουΐδ.
}}
{{elnl
|elnltext=πέλτη -ης, ἡ klein, licht schild. lichte speer.
}}
}}
{{etym
{{etym