Anonymous

κενόω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> κενώσω, <i>ao.</i> ἐκένωσα, pl. κεκένωκα;<br /><b>1</b> vider, évacuer ; <i>Pass.</i> être vidé <i>en parl. de maisons</i> ; [[ἀνδρῶν]] πόλιν κ. ESCHL dégarnir une ville de la population mâle ; <i>Pass.</i> κεκενωμένου [[τοῦ]] τείχεος πάντων HDT le mur ayant été dénudé de tout ce qui le garnissait;<br /><b>2</b> évacuer, faire sortir : [[αἷμα]] LUC épuiser le sang.<br />'''Étymologie:''' [[κενός]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> κενώσω, <i>ao.</i> ἐκένωσα, pl. κεκένωκα;<br /><b>1</b> vider, évacuer ; <i>Pass.</i> être vidé <i>en parl. de maisons</i> ; [[ἀνδρῶν]] πόλιν κ. ESCHL dégarnir une ville de la population mâle ; <i>Pass.</i> κεκενωμένου [[τοῦ]] τείχεος πάντων HDT le mur ayant été dénudé de tout ce qui le garnissait;<br /><b>2</b> évacuer, faire sortir : [[αἷμα]] LUC épuiser le sang.<br />'''Étymologie:''' [[κενός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κενόω''': Ἰων. [[κεινόω]], Εὐρ., Πλάτ.: μέλλ. -ώσω, Εὐρ. Ἴων 447: ἐκένωσα, Εὐρ.: πρκμ. κεκένωκα, Ἀππ.- Παθ., μέλλ. κενωθήσομαι, Γαλην.· [[ὡσαύτως]] μέσ. μέλλ. μὲ παθ. σημασ. κεινώσομαι (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. ἐκενώθην, Θουκ.: πρκμ. κεκένωμαι, Ἰων. κεκείνωμαι. Ἡρόδ.· ([[κενός]]). Κενώνω, κενόν τι ποιῶ, «[[ἀδειάζω]]», ἀντίθετον τῷ [[πληρόω]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 718, Εὐρ. Ἴων 447, κτλ.· μετὰ γεν., κενώνω ἀπό τινος πράγματος, ἀνδρῶν τήνδε πόλιν κενῶσαι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 660, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 914· χέρας δὼρων ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 959· ἀντίθετ. τῷ πληροῦν τινά τινος Πλάτ. Συμπ. 197C, Πολ. 560D.- Παθ., κενοῦμαι, [[γίνομαι]] ἢ ἀφίνομαι [[κενός]], ἐν τῷ πληροῦσθαι καὶ κενοῦσθαι Πλάτ. Φίληβ. 35Ε, Σοφ. Ο. Τ. 29· ἐς τὸ κενούμενον, εἰς τὸ [[μέρος]] τὸ συνεχῶς ἀφιέμενον κενόν, Θουκ. 2. 70· οἰκίαι πολλαί ἐκενώθησαν [[αὐτόθι]] 51· μετὰ γεν., τούτων κεινώσεται... αἰών, θὰ μείνῃ [[ἄνευ]] αὐτῶν, Ἐμπεδ. 146· κεκεινωμένου τοῦ τείχεος πάντων, γυμνωθέντος ἀπὸ πάντων, Ἡρόδ. 4. 123. 2) [[κάμνω]] [[μέρος]] τι κενὸν ἀναχωρῶν ἀπ’ [[αὐτοῦ]], [[ἐγκαταλείπω]], βωμὸν Εὐρ. Ἀνδρ. 1138, λόχμην κενώσας ἔνθ’ ἐκρυπτόμην [[δέμας]] Βάκχ. 730.- Παθ., κενωθεισῶν τῶν νεῶν Θουκ. 8. 57. 3) παρ’ ἰατρ., κενῶ δι’ ἐλαττώσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1246· ἀφαιρῶ, [[αἷμα]] Λουκ. Ὠκύπ. 93· κ. [[φάρμακον]], [[ἐκχύνω]], Ἰάμβλ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 75, 28· [[ἀπορρίπτω]], [[ἐξαφανίζω]], τι Κυπρ. Ἀποσπ. 1. 4) κενώνω, δαπανῶ, μεταχειρίζομαι, εἴς με κένωσον πᾶν [[βέλος]] Ἀνθ. Π. 5. 58· κ. πάντα εἰς τοὺς πένητας Ἰω. Χρυσ.· τὴν ἰσχὺν ἔν τινι Γρηγ. Ναζ., κτλ. ΙΙ. μεταφορ., [[κάμνω]] τι κενόν, θεωρῶ τινα ὡς μηδενὸς ἄξιον, τι Ἐπιστ. πρ. Φιλιπ. β΄, 7· [[κάμνω]] τι μάταιον ἢ [[ἄνευ]] ἀποτελέσματος, τι Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 15.- Παθ., [[εἷμαι]] [[γίνομαι]] [[μάταιος]], Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. δ΄, 14, κτλ.
|elnltext=κενόω [κενός] fut. med. 3 sing. κενεώσεται ( pass. bet. ) leeg maken:; τὸ κενούμενον de ruimte die werd leeggehaald Thuc. 2.76.2; κενωθεισῶν τῶν νεῶν als de schepen (door de bemanning) verlaten waren Thuc. 8.57.1; beroven van, met gen.: μήποτε λοιμὸς ἀνδρῶν τάνδε πόλιν κενώσαι moge de pest nooit deze stad van haar mannen beroven Aeschl. Suppl. 660. geneesk. ontdoen van sappen, aderlaten:. τὸ κατὰ πολὺ καὶ ἐξαπίνης κενοῦν... σφαλερόν excessieve of plotselinge lozing is gevaarlijk Hp. Aph. 2.51. overdr. tenietdoen; pass. ijdel zijn; NT; afstand doen van:. ἑαυτὸν ἐκένωσεν hij deed afstand (van zijn goddelijke aard) NT Phil. 2.7.
}}
{{elru
|elrutext='''κενόω:''' ион. [[κεινόω]]<br /><b class="num">1)</b> [[делать пустым]], [[опорожнять]] (τὸ [[ἀγγεῖον]] Arst.): τὸ κενούμενον Thuc. выкапываемая яма;<br /><b class="num">2)</b> [[опустошать]] (πᾶσαν ἠπείρου πλάκα Aesch.; ναούς Eur.): [[λοιμός]], ὑφ᾽ οὖ κενοῦται [[δῶμα]] Καδμεῖον Soph. чума, которой опустошается град Кадмов;<br /><b class="num">3)</b> [[отнимать]], [[лишать]] (τὴν πόλιν [[ἀνδρῶν]] Aesch.; [[χέρας]] δώρων Eur.; τὸ καύχημά τινος NT): κεκεινωμένου τοῦ τείχεως πάντων Her. когда (крепостная) стена была лишена всех средств обороны;<br /><b class="num">4)</b> [[оставлять]], [[покидать]] (βωμόν, λόχμην Eur.);<br /><b class="num">5)</b> [[удалять]], [[извлекать]] ([[αἷμα]] Luc.);<br /><b class="num">6)</b> (из)расходовать ([[πᾶν]] [[βέλος]] εἴς τινα Anth.; ἑαυτον NT);<br /><b class="num">7)</b> [[сводить к нулю]], [[подавлять]] (τι NT); pass. становиться тщетным ([[ἵνα]] μὴ τὸ [[καύχημα]] κενωθῇ NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κενόω:''' Ιων. και ποιητ. κειν-· μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκένωσα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐκενώθην</i>, παρακ. <i>κεκένωμαι</i>, Ιων. <i>κεκείνωμαι</i>· ([[κενός]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κενώνω]], [[αδειάζω]], αντίθ. προς το [[πληρόω]], σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· με γεν., [[αδειάζω]] από [[κάτι]] — Παθ., αδειάζομαι, εκκενώνομαι, [[γίνομαι]] ή [[απομένω]] [[άδειος]], σε Σοφ.· <i>ἐς τὸ κενούμενον</i>, στο [[μέρος]] που [[συνεχώς]] αφήνεται άδειο, σε Θουκ.· με γεν., <i>κεκεινωμένος πάντων</i>, απογυμνωμένος από τα πάντα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκκενώνω]] [[μέρος]] με το να εγκαταλείψω, το [[αφήνω]] στη [[τύχη]] του, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., κάνω [[κάτι]] [[κενό]], [[θεωρώ]] κάποιον μηδαμινής αξίας, δεν [[υπολογίζω]], [[αψηφώ]], σε Καινή Διαθήκη — Παθ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[κενός]], στο ίδ.
|lsmtext='''κενόω:''' Ιων. και ποιητ. κειν-· μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκένωσα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐκενώθην</i>, παρακ. <i>κεκένωμαι</i>, Ιων. <i>κεκείνωμαι</i>· ([[κενός]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κενώνω]], [[αδειάζω]], αντίθ. προς το [[πληρόω]], σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· με γεν., [[αδειάζω]] από [[κάτι]] — Παθ., αδειάζομαι, εκκενώνομαι, [[γίνομαι]] ή [[απομένω]] [[άδειος]], σε Σοφ.· <i>ἐς τὸ κενούμενον</i>, στο [[μέρος]] που [[συνεχώς]] αφήνεται άδειο, σε Θουκ.· με γεν., <i>κεκεινωμένος πάντων</i>, απογυμνωμένος από τα πάντα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκκενώνω]] [[μέρος]] με το να εγκαταλείψω, το [[αφήνω]] στη [[τύχη]] του, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., κάνω [[κάτι]] [[κενό]], [[θεωρώ]] κάποιον μηδαμινής αξίας, δεν [[υπολογίζω]], [[αψηφώ]], σε Καινή Διαθήκη — Παθ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[κενός]], στο ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κενόω:''' ион. [[κεινόω]]<br /><b class="num">1)</b> [[делать пустым]], [[опорожнять]] (τὸ [[ἀγγεῖον]] Arst.): τὸ κενούμενον Thuc. выкапываемая яма;<br /><b class="num">2)</b> [[опустошать]] (πᾶσαν ἠπείρου πλάκα Aesch.; ναούς Eur.): [[λοιμός]], ὑφ᾽ οὖ κενοῦται [[δῶμα]] Καδμεῖον Soph. чума, которой опустошается град Кадмов;<br /><b class="num">3)</b> [[отнимать]], [[лишать]] (τὴν πόλιν [[ἀνδρῶν]] Aesch.; [[χέρας]] δώρων Eur.; τὸ καύχημά τινος NT): κεκεινωμένου τοῦ τείχεως πάντων Her. когда (крепостная) стена была лишена всех средств обороны;<br /><b class="num">4)</b> [[оставлять]], [[покидать]] (βωμόν, λόχμην Eur.);<br /><b class="num">5)</b> [[удалять]], [[извлекать]] ([[αἷμα]] Luc.);<br /><b class="num">6)</b> (из)расходовать ([[πᾶν]] [[βέλος]] εἴς τινα Anth.; ἑαυτον NT);<br /><b class="num">7)</b> [[сводить к нулю]], [[подавлять]] (τι NT); pass. становиться тщетным ([[ἵνα]] μὴ τὸ [[καύχημα]] κενωθῇ NT).
|lstext='''κενόω''': Ἰων. [[κεινόω]], Εὐρ., Πλάτ.: μέλλ. -ώσω, Εὐρ. Ἴων 447: ἐκένωσα, Εὐρ.: πρκμ. κεκένωκα, Ἀππ.- Παθ., μέλλ. κενωθήσομαι, Γαλην.· [[ὡσαύτως]] μέσ. μέλλ. μὲ παθ. σημασ. κεινώσομαι (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. ἐκενώθην, Θουκ.: πρκμ. κεκένωμαι, Ἰων. κεκείνωμαι. Ἡρόδ.· ([[κενός]]). Κενώνω, κενόν τι ποιῶ, «[[ἀδειάζω]]», ἀντίθετον τῷ [[πληρόω]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 718, Εὐρ. Ἴων 447, κτλ.· μετὰ γεν., κενώνω ἀπό τινος πράγματος, ἀνδρῶν τήνδε πόλιν κενῶσαι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 660, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 914· χέρας δὼρων ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 959· ἀντίθετ. τῷ πληροῦν τινά τινος Πλάτ. Συμπ. 197C, Πολ. 560D.- Παθ., κενοῦμαι, [[γίνομαι]] ἢ ἀφίνομαι [[κενός]], ἐν τῷ πληροῦσθαι καὶ κενοῦσθαι Πλάτ. Φίληβ. 35Ε, Σοφ. Ο. Τ. 29· ἐς τὸ κενούμενον, εἰς τὸ [[μέρος]] τὸ συνεχῶς ἀφιέμενον κενόν, Θουκ. 2. 70· οἰκίαι πολλαί ἐκενώθησαν [[αὐτόθι]] 51· μετὰ γεν., τούτων κεινώσεται... αἰών, θὰ μείνῃ [[ἄνευ]] αὐτῶν, Ἐμπεδ. 146· κεκεινωμένου τοῦ τείχεος πάντων, γυμνωθέντος ἀπὸ πάντων, Ἡρόδ. 4. 123. 2) [[κάμνω]] [[μέρος]] τι κενὸν ἀναχωρῶν ἀπ’ [[αὐτοῦ]], [[ἐγκαταλείπω]], βωμὸν Εὐρ. Ἀνδρ. 1138, λόχμην κενώσας ἔνθ’ ἐκρυπτόμην [[δέμας]] Βάκχ. 730.- Παθ., κενωθεισῶν τῶν νεῶν Θουκ. 8. 57. 3) παρ’ ἰατρ., κενῶ δι’ ἐλαττώσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1246· ἀφαιρῶ, [[αἷμα]] Λουκ. Ὠκύπ. 93· κ. [[φάρμακον]], [[ἐκχύνω]], Ἰάμβλ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 75, 28· [[ἀπορρίπτω]], [[ἐξαφανίζω]], τι Κυπρ. Ἀποσπ. 1. 4) κενώνω, δαπανῶ, μεταχειρίζομαι, εἴς με κένωσον πᾶν [[βέλος]] Ἀνθ. Π. 5. 58· κ. πάντα εἰς τοὺς πένητας Ἰω. Χρυσ.· τὴν ἰσχὺν ἔν τινι Γρηγ. Ναζ., κτλ. ΙΙ. μεταφορ., [[κάμνω]] τι κενόν, θεωρῶ τινα ὡς μηδενὸς ἄξιον, τι Ἐπιστ. πρ. Φιλιπ. β΄, 7· [[κάμνω]] τι μάταιον ἢ [[ἄνευ]] ἀποτελέσματος, τι Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 15.- Παθ., [[εἷμαι]] ἢ [[γίνομαι]] [[μάταιος]], Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. δ΄, 14, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=κενόω [κενός] fut. med. 3 sing. κενεώσεται ( pass. bet. ) leeg maken:; τὸ κενούμενον de ruimte die werd leeggehaald Thuc. 2.76.2; κενωθεισῶν τῶν νεῶν als de schepen (door de bemanning) verlaten waren Thuc. 8.57.1; beroven van, met gen.: μήποτε λοιμὸς ἀνδρῶν τάνδε πόλιν κενώσαι moge de pest nooit deze stad van haar mannen beroven Aeschl. Suppl. 660. geneesk. ontdoen van sappen, aderlaten:. τὸ κατὰ πολὺ καὶ ἐξαπίνης κενοῦν... σφαλερόν excessieve of plotselinge lozing is gevaarlijk Hp. Aph. 2.51. overdr. tenietdoen; pass. ijdel zijn; NT; afstand doen van:. ἑαυτὸν ἐκένωσεν hij deed afstand (van zijn goddelijke aard) NT Phil. 2.7.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj