Anonymous

πένταθλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui se livre aux exercices du pentathle ; vainqueur au pentathle;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> qui s'exerce <i>ou</i> se distingue dans tous les genres à la fois ; <i>en mauv. part</i> qui veut exceller en tout.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], [[ἆθλος]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui se livre aux exercices du pentathle ; vainqueur au pentathle;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> qui s'exerce <i>ou</i> se distingue dans tous les genres à la fois ; <i>en mauv. part</i> qui veut exceller en tout.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], [[ἆθλος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πένταθλος''': Ἰων. [[πεντάεθλος]], , ὁ τὸν ἀγῶνα τὸν [[πένταθλον]] ἀγωνιζόμενος, ἢ ὁ νικῶν ἐν τούτῳ τῷ ἀγῶνι, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 5, 11, Πλούτ. 2. 738Α· π ... [[παῖς]] Ἐπιγραφ. Ἀρχ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 34· π. ἀνὴρ Ἡρόδ. 9. 75. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ ἀνθρώπου τὰ πάντα ἐπιχειροῦντος, Πλάτ. Ἀντεραστ. 138D· ἐν φιλοσοφίᾳ [[πένταθλος]], ἠσκημένος εἰς πᾶν [[εἶδος]] φιλοσοφίας, Διογ. Λ. 9. 37· ― [[ὡσαύτως]] περιφρονητικῶς, ἐπὶ ἀνθρώπου τὰ πάντα πειρωμένου, Ξεν., Ἑλλ. 4. 7. 5.
|elnltext=πένταθλος -ου, ὁ, Ion. πεντάεθλος [πεντα-, ἆθλον] vijfkamper; overdr. alleskunner.
}}
{{elru
|elrutext='''πέντᾱθλος:''' ион. [[πεντάεθλος]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[искусный в пятиборье]] ([[ἀνήρ]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[всезнающий]], [[всесторонний]] (ἐν φιλοσοφίᾳ Diog. L.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πένταθλος:''' Ιων. -άεθλος, ὁ, αυτός που αγωνίζεται στο [[πένταθλον]] και νικά σε αυτό, σε Αριστ.· μεταφ., λέγεται για άνθρωπο που ασχολείται και επιχειρεί τα πάντα, σε Ξεν.
|lsmtext='''πένταθλος:''' Ιων. -άεθλος, ὁ, αυτός που αγωνίζεται στο [[πένταθλον]] και νικά σε αυτό, σε Αριστ.· μεταφ., λέγεται για άνθρωπο που ασχολείται και επιχειρεί τα πάντα, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πέντᾱθλος:''' ион. [[πεντάεθλος]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[искусный в пятиборье]] ([[ἀνήρ]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[всезнающий]], [[всесторонний]] (ἐν φιλοσοφίᾳ Diog. L.).
|lstext='''πένταθλος''': Ἰων. [[πεντάεθλος]], ὁ, τὸν ἀγῶνα τὸν [[πένταθλον]] ἀγωνιζόμενος, ἢ ὁ νικῶν ἐν τούτῳ τῷ ἀγῶνι, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 5, 11, Πλούτ. 2. 738Α· π ... [[παῖς]] Ἐπιγραφ. Ἀρχ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 34· π. ἀνὴρ Ἡρόδ. 9. 75. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ ἀνθρώπου τὰ πάντα ἐπιχειροῦντος, Πλάτ. Ἀντεραστ. 138D· ἐν φιλοσοφίᾳ [[πένταθλος]], ἠσκημένος εἰς πᾶν [[εἶδος]] φιλοσοφίας, Διογ. Λ. 9. 37· ― [[ὡσαύτως]] περιφρονητικῶς, ἐπὶ ἀνθρώπου τὰ πάντα πειρωμένου, Ξεν., Ἑλλ. 4. 7. 5.
}}
{{elnl
|elnltext=πένταθλος -ου, , Ion. πεντάεθλος [πεντα-, ἆθλον] vijfkamper; overdr. alleskunner.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πέντ-αθλος, ''Ionic'' -άεθλος, ὁ,<br />one who practises the [[πένταθλον]] or conquers [[therein]], Arist.: metaph. of "a jack of all trades, " Xen.
|mdlsjtxt=πέντ-αθλος, ''Ionic'' -άεθλος, ὁ,<br />one who practises the [[πένταθλον]] or conquers [[therein]], Arist.: metaph. of "a jack of all trades, " Xen.
}}
}}