Anonymous

κόμμι: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=(τὸ) <i>indécl. ou gén.</i> [[κόμμεως]];<br /><i>dat.</i> [[κόμμει]] <i>ou</i> κόμμιδι;<br />gomme.<br />'''Étymologie:''' mot arabe.
|btext=(τὸ) <i>indécl. ou gén.</i> [[κόμμεως]];<br /><i>dat.</i> [[κόμμει]] <i>ou</i> κόμμιδι;<br />gomme.<br />'''Étymologie:''' mot arabe.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κόμμῐ''': τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «γόμμα», Λατ. gummi, Ἡρόδ. 2. 86, 96, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799. ― ξενικὴ [[λέξις]] (Ἀθήν. 66F, Χοιροβ. 1. 373 Gaisf.), συνήθως ἄκλιτ., ὡς ἐν τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] κλιτόν, γεν. κόμμεως, Ἱππ. καὶ Γαλην.· δοτ. κόμμει Διοσκ. 1. 79, Γαλην., καὶ κόμμιδι Κρώβυλ. ἐν Ἀδήλ. 3, διάφ. γραφ. ἐν Ἡροδ. 2. 86· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 288. Περὶ τῆς καταλήξεως ἴδε [[πέπερι]].
|elnltext=κόμμι, τό gom.
}}
{{elru
|elrutext='''κόμμῐ:''' τό indecl. гумми, камедь Her., Arst.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κόμμῐ:''' τό, [[κόμμι]], [[γόμα]], [[τσίχλα]], Λατ. [[gummi]], σε Ηρόδ. (ξέν. [[λέξη]]).
|lsmtext='''κόμμῐ:''' τό, [[κόμμι]], [[γόμα]], [[τσίχλα]], Λατ. [[gummi]], σε Ηρόδ. (ξέν. [[λέξη]]).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κόμμῐ:''' τό indecl. гумми, камедь Her., Arst.
|lstext='''κόμμῐ''': τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «γόμμα», Λατ. gummi, Ἡρόδ. 2. 86, 96, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799. ― ξενικὴ [[λέξις]] (Ἀθήν. 66F, Χοιροβ. 1. 373 Gaisf.), συνήθως ἄκλιτ., ὡς ἐν τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] κλιτόν, γεν. κόμμεως, Ἱππ. καὶ Γαλην.· δοτ. κόμμει Διοσκ. 1. 79, Γαλην., καὶ κόμμιδι Κρώβυλ. ἐν Ἀδήλ. 3, διάφ. γραφ. ἐν Ἡροδ. 2. 86· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 288. Περὶ τῆς καταλήξεως ἴδε [[πέπερι]].
}}
{{elnl
|elnltext=κόμμι, τό gom.
}}
}}
{{etym
{{etym