Anonymous

κυρόω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> donner force de loi à, acc. ; sanctionner, ratifier, acc.;<br /><b>2</b> faire prévaloir une décision, décider : ἐκεκύρωτο συμβάλλειν HDT il avait été décidé qu’on en viendrait aux mains;<br /><b>3</b> décider, trancher : [[δίκην]] ESCHL un procès.<br />'''Étymologie:''' [[κῦρος]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> donner force de loi à, acc. ; sanctionner, ratifier, acc.;<br /><b>2</b> faire prévaloir une décision, décider : ἐκεκύρωτο συμβάλλειν HDT il avait été décidé qu’on en viendrait aux mains;<br /><b>3</b> décider, trancher : [[δίκην]] ESCHL un procès.<br />'''Étymologie:''' [[κῦρος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κῡρόω''': (κῦρος) [[κάμνω]] τι ἔγκυρον, ἰσχῦον, ἐπιβεβαιῶ, ἐπικυρῶ, ἐκτελῶ, [[ὁρίζω]], Λατ. ratum facere, δόμοις... τήνδ’ ἐκύρωσας φάτιν Αἰσχύλ. Πέρσ. 227· [[φάτις]] τῇδ’ ἐκύρωσεν τόδε [[αὐτόθι]] 521· [[ταῦτα]] Ἡρόδ. 6. 86, 2· τὸν γάμον [[αὐτόθι]] 126· ἡ [[ἐκκλησία]] κυρώσασα [[ταῦτα]] διελύθη Θουκ. 8. 69· πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 369· τὴν μοῖραν Πλάτ. Πολ. 620Ε· τὴν γνώμην, τὸ [[δόγμα]], τὴν ψῆφον Πολύβ. 1. 11, 1, κτλ. ― Μέσ., ἐκτελῶ τοὺς σκοπούς μου, λόγῳ κυροῦσθαι τὰ πάντα Πλάτ. Γοργ. 451C, D. ― Παθ., νομιμοποιοῦμαι, ὁρίζομαι κτλ., πρὶν κυρωθῆναι τό... [[πρῆγμα]] Ἡρόδ. 8. 56, πρβλ. Θουκ. 4. 125· τοὺς κυρωθέντας τῶν νόμων Ἀνδοκ. 11. 36, πρβλ. Δημ. 485. 13· τὸ [[ψήφισμα]] τὸ κυρωθὲν περὶ τούτων Συλλ. Ἐπιγρ. 1570a. 45, κ. ἀλλ., πρβλ. [[ἐπικυρόω]]· ― [[καθόλου]], ποῖ κεκύρωται [[τέλος]]; εἰς ποῖον [[σημεῖον]] τὸ [[τέλος]] ἔχει ὁρισθῆ ἢ προσδιορισθῆ; Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 603, πρβλ. Χο. 874· πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγάς, πρὶν ἢ ἐκτελεσθῶσι, Εὐρ. Ἠλ. 1069· ― μετ’ ἀπαρ., ἐκεκύρωτο συμβάλλειν, εἶχεν ἀποφασισθῆ νὰ γείνῃ ἡ [[μάχη]], Ἡρόδ. 6. 110, πρβλ. 130· ἐκυρώθη ναυμαχέειν ὁ αὐτ. 8. 56. 2) κ. δίκην, ἀποφασίζω αὐτήν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 581, 639. 3) μετ’ ἀπαρ., ἀποφασίζω ἢ [[ὁρίζω]] νά..., τηρηθῆναι τὸν νόμον Ἀριστ. Ἀποσπ. 551.
|elnltext=κυρόω [κῦρος] bevestigen, bekrachtigen:. τὴνδ’ ἐκύρωσας φάτιν u heeft deze krachtige uitspraak gedaan Aeschl. Pers. 227; τὸν γάμον het huwelijk sluiten Hdt. 6.126.2. beslissen, besluiten, regelen:; δίκην een rechtszaak bezegelen Aeschl. Eum. 581; ἔνισπε... ποῖ κεκύρωται τέλος zeg waarop de beslissing is uitgedraaid Aeschl. Suppl. 603; θυγατρὸς πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγάς voordat er tot de slachting van jouw dochter was besloten Eur. El. 1069; ook med.:; λόγῳ κυροῦται τὰ πάντα zij (sterrenkunde) bereikt alles door redenering Plat. Grg. 451c; met inf.: ἐκεκύρωτο συμβάλλειν er was besloten te vechten Hdt. 6.110.
}}
{{elru
|elrutext='''κῡρόω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[утверждать]], [[решать]], [[постановлять]] ([[ἐπειδὴ]] ἡ [[ἐκκλησία]], κυρώσασα [[ταῦτα]], διελύθη Thuc.; κεκυρωμένη [[διαθήκη]] NT): ἐκεκύρωτο συμβάλλειν Her. решено было сразиться; πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγάς Eur. прежде, чем убийство было задумано;<br /><b class="num">2)</b> [[осуществлять]], [[исполнять]] ([[ταῦτα]] Her.; τήνδε φάτιν Aesch.): κυρῶσαι ἀγαπὴν εἴς τινα NT отнестись с любовью к кому-л.;<br /><b class="num">3)</b> [[определять]], [[назначать]] (τὸν γάμον Her.);<br /><b class="num">4)</b> med. [[разрешать]], [[выяснять]] (λόγῳ τὰ πάντα Plat.);<br /><b class="num">5)</b> юр. [[решать]] (τήνδε [[δίκην]] Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κῡρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[επικυρώνω]], [[επιβεβαιώνω]], [[εγκρίνω]], [[καθορίζω]], Λατ. ratum facere, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. — Μέσ., [[εκτελώ]] τους σκοπούς μου, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι εγκεκριμένος, σε Ηρόδ., Αττ.· γενικά, κεκύρωται [[τέλος]], το [[τέλος]] έχει ορισθεί ή αποφασισθεί, σε Αισχύλ.· <i>πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγάς</i>, [[πριν]] εκτελεσθούν, σε Ευρ.· απρόσ. με απαρ., <i>ἐκεκύρωτο συμβάλλειν</i>, αποφασίστηκε να πολεμήσει, σε Ηρόδ.· <i>ἐκυρώθη ναυμαχέειν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> κ. [[δίκην]], [[αποφαίνομαι]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κῡρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[επικυρώνω]], [[επιβεβαιώνω]], [[εγκρίνω]], [[καθορίζω]], Λατ. ratum facere, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. — Μέσ., [[εκτελώ]] τους σκοπούς μου, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι εγκεκριμένος, σε Ηρόδ., Αττ.· γενικά, κεκύρωται [[τέλος]], το [[τέλος]] έχει ορισθεί ή αποφασισθεί, σε Αισχύλ.· <i>πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγάς</i>, [[πριν]] εκτελεσθούν, σε Ευρ.· απρόσ. με απαρ., <i>ἐκεκύρωτο συμβάλλειν</i>, αποφασίστηκε να πολεμήσει, σε Ηρόδ.· <i>ἐκυρώθη ναυμαχέειν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> κ. [[δίκην]], [[αποφαίνομαι]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῡρόω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[утверждать]], [[решать]], [[постановлять]] ([[ἐπειδὴ]] ἡ [[ἐκκλησία]], κυρώσασα [[ταῦτα]], διελύθη Thuc.; κεκυρωμένη [[διαθήκη]] NT): ἐκεκύρωτο συμβάλλειν Her. решено было сразиться; πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγάς Eur. прежде, чем убийство было задумано;<br /><b class="num">2)</b> [[осуществлять]], [[исполнять]] ([[ταῦτα]] Her.; τήνδε φάτιν Aesch.): κυρῶσαι ἀγαπὴν εἴς τινα NT отнестись с любовью к кому-л.;<br /><b class="num">3)</b> [[определять]], [[назначать]] (τὸν γάμον Her.);<br /><b class="num">4)</b> med. [[разрешать]], [[выяснять]] (λόγῳ τὰ πάντα Plat.);<br /><b class="num">5)</b> юр. [[решать]] (τήνδε [[δίκην]] Aesch.).
|lstext='''κῡρόω''': (κῦρος) [[κάμνω]] τι ἔγκυρον, ἰσχῦον, ἐπιβεβαιῶ, ἐπικυρῶ, ἐκτελῶ, [[ὁρίζω]], Λατ. ratum facere, δόμοις... τήνδ’ ἐκύρωσας φάτιν Αἰσχύλ. Πέρσ. 227· [[φάτις]] τῇδ’ ἐκύρωσεν τόδε [[αὐτόθι]] 521· [[ταῦτα]] Ἡρόδ. 6. 86, 2· τὸν γάμον [[αὐτόθι]] 126· ἡ [[ἐκκλησία]] κυρώσασα [[ταῦτα]] διελύθη Θουκ. 8. 69· πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 369· τὴν μοῖραν Πλάτ. Πολ. 620Ε· τὴν γνώμην, τὸ [[δόγμα]], τὴν ψῆφον Πολύβ. 1. 11, 1, κτλ. ― Μέσ., ἐκτελῶ τοὺς σκοπούς μου, λόγῳ κυροῦσθαι τὰ πάντα Πλάτ. Γοργ. 451C, D. ― Παθ., νομιμοποιοῦμαι, ὁρίζομαι κτλ., πρὶν κυρωθῆναι τό... [[πρῆγμα]] Ἡρόδ. 8. 56, πρβλ. Θουκ. 4. 125· τοὺς κυρωθέντας τῶν νόμων Ἀνδοκ. 11. 36, πρβλ. Δημ. 485. 13· τὸ [[ψήφισμα]] τὸ κυρωθὲν περὶ τούτων Συλλ. Ἐπιγρ. 1570a. 45, κ. ἀλλ., πρβλ. [[ἐπικυρόω]]· ― [[καθόλου]], ποῖ κεκύρωται [[τέλος]]; εἰς ποῖον [[σημεῖον]] τὸ [[τέλος]] ἔχει ὁρισθῆ ἢ προσδιορισθῆ; Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 603, πρβλ. Χο. 874· πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγάς, πρὶν ἢ ἐκτελεσθῶσι, Εὐρ. Ἠλ. 1069· ― μετ’ ἀπαρ., ἐκεκύρωτο συμβάλλειν, εἶχεν ἀποφασισθῆ νὰ γείνῃ ἡ [[μάχη]], Ἡρόδ. 6. 110, πρβλ. 130· ἐκυρώθη ναυμαχέειν ὁ αὐτ. 8. 56. 2) κ. δίκην, ἀποφασίζω αὐτήν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 581, 639. 3) μετ’ ἀπαρ., ἀποφασίζω ἢ [[ὁρίζω]] νά..., τηρηθῆναι τὸν νόμον Ἀριστ. Ἀποσπ. 551.
}}
{{elnl
|elnltext=κυρόω [κῦρος] bevestigen, bekrachtigen:. τὴνδ’ ἐκύρωσας φάτιν u heeft deze krachtige uitspraak gedaan Aeschl. Pers. 227; τὸν γάμον het huwelijk sluiten Hdt. 6.126.2. beslissen, besluiten, regelen:; δίκην een rechtszaak bezegelen Aeschl. Eum. 581; ἔνισπε... ποῖ κεκύρωται τέλος zeg waarop de beslissing is uitgedraaid Aeschl. Suppl. 603; θυγατρὸς πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγάς voordat er tot de slachting van jouw dochter was besloten Eur. El. 1069; ook med.:; λόγῳ κυροῦται τὰ πάντα zij (sterrenkunde) bereikt alles door redenering Plat. Grg. 451c; met inf.: ἐκεκύρωτο συμβάλλειν er was besloten te vechten Hdt. 6.110.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj