κυρόω

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡρόω Medium diacritics: κυρόω Low diacritics: κυρόω Capitals: ΚΥΡΟΩ
Transliteration A: kyróō Transliteration B: kyroō Transliteration C: kyroo Beta Code: kuro/w

English (LSJ)

fut. κυρώσω Hdt.6.86.β: (κῦρος):—
A confirm, ratify, δόμοις… τήνδ' ἐκύρωσας φάτιν A.Pers.227 (troch.); τῇδ' ἐκύρωσεν φάτις ib.521; ταῦτα Hdt.l.c.; τὸν γάμον Id.6.126; ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῦτα διελύθη Th.8.69; Ζεῦ, ταῦτα κυρώσειας Ar.Th.369 (lyr.); μοῖραν Pl.R. 620e; τὴν γνώμην Plb.1.11.1; τὰς διαλύσεις Id.1.17.1:—Med., accomplish one's end, λόγῳ κυροῦται τὰ πάντα Pl.Grg. 451c, cf. d:—Pass., to be ratified, be determined, ἐκεκύρωτο ὁ γάμος Κλεισθένεϊ Hdt.6.130; οὐδὲ κυρωθῆναι ἔμενον τὸ πρῆγμα Id.8.56, cf. Th.4.125; τοὺς κυρωθέντας [τῶν νόμων] And.1.85, cf. D.20.93; τὸ ψήφισμα τὸ κυρωθὲν περὶ τούτων IG7.303.45 (Orop.); κυρωθέντος τοῦ δόγματος Plb.1.11.3; of a contract, to be sanctioned, PPetr.2p.44 (iii B.C.); in auctions, to be knocked down, BGU992i9 (ii B.C.); ὁ κυρωθείς the highest bidder, to whom an object is knocked down, PRev.Laws 48.17 (iii B.C.): generally, ποῖ κεκύρωται τέλος; at what point has the end been fixed or determined? A.Supp.603, cf. Ch.874, E.Hipp.746 (v.l.); πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγάς before it has been accomplished, Id.El.1069: c. inf., ἐκεκύρωτο συμβάλλειν it had been decided to fight, Hdt.6.110; ἐκυρώθη ναυμαχέειν Id.8.56.
2 κ. δίκην decide it, A.Eu.581, 639.
3 c. acc. et inf., decree or ordain that... τηρηθῆναι τὸν νόμον Arist.Fr. 593.
4 of arguments or doctrines, confirm, establish, Phld.Po. Herc.1676.3; κ. ὅτι… Id.Sign.7.

German (Pape)

[Seite 1537] bestätigen, bekräftigen, begründen; φάτιν Aesch. Pers. 223; ἐπειδὴ τῇδ' ἐκύρωσεν φάτις ὑμῶν 517; δίκην, entscheiden, Eum. 551, vgl. 609; πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγὰς τῆς θυγατρός Eur. El 1069, d. i. ehe das Opfer vollzogen worden; Ζεῦ, ταῦτα κυρώσειας, bestätige, genehmige dies, Ar. Th. 369; – bes. im Staate, von der höchsten Gewalt, Etwas beschließen, bestätigen, festsetzen; Her. 6, 86, 2; ὡς κυρώσοντος Κλεισθένεος τὸν γάμον ἐν ἐνιαυτῷ 6, 126; οὐδὲ κυρωθῆναι ἔμενον τὸ προκείμενον πρῆγμα 8, 56; ἐπειδὴ ὴ ἐκκλησία κυρώσασα ταῦτα διελύθη Thuc. 8, 69; νόμοι κυρούμενοι Andoc. 1, 84; παρ' ὑμῖν πάντα κυροῦται Dem. Lpt. 93; Sp., wie Pol., τοῦ δήμου κυρώσαντος τὰς διαλύσεις 17, 1, κυρωθέντος τοῦ δόγματος ὑπὸ τοῦ δήμου 11, 3. – Eben so im med., αὕτη λόγῳ κυροῦται τὰ πάντα, bringt es zur Erfüllung, vollendet Alles, Plat. Gorg. 451 c, u. αἱ λόγῳ πᾶν κυρούμεναι, Künste, die nur durch die Rede ihre Bestimmung erreichen, ibd.

French (Bailly abrégé)

κυρῶ :
1 donner force de loi à, acc. ; sanctionner, ratifier, acc.;
2 faire prévaloir une décision, décider : ἐκεκύρωτο συμβάλλειν HDT il avait été décidé qu'on en viendrait aux mains;
3 décider, trancher : δίκην ESCHL un procès.
Étymologie: κῦρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυρόω [κῦρος] bevestigen, bekrachtigen:. τὴνδ’ ἐκύρωσας φάτιν u heeft deze krachtige uitspraak gedaan Aeschl. Pers. 227; τὸν γάμον het huwelijk sluiten Hdt. 6.126.2. beslissen, besluiten, regelen:; δίκην een rechtszaak bezegelen Aeschl. Eum. 581; ἔνισπε... ποῖ κεκύρωται τέλος zeg waarop de beslissing is uitgedraaid Aeschl. Suppl. 603; θυγατρὸς πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγάς voordat er tot de slachting van jouw dochter was besloten Eur. El. 1069; ook med.:; λόγῳ κυροῦται τὰ πάντα zij (sterrenkunde) bereikt alles door redenering Plat. Grg. 451c; met inf.: ἐκεκύρωτο συμβάλλειν er was besloten te vechten Hdt. 6.110.

Russian (Dvoretsky)

κῡρόω:
1 утверждать, решать, постановлять (ἐπειδὴἐκκλησία, κυρώσασα ταῦτα, διελύθη Thuc.; κεκυρωμένη διαθήκη NT): ἐκεκύρωτο συμβάλλειν Her. решено было сразиться; πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγάς Eur. прежде, чем убийство было задумано;
2 осуществлять, исполнять (ταῦτα Her.; τήνδε φάτιν Aesch.): κυρῶσαι ἀγαπὴν εἴς τινα NT отнестись с любовью к кому-л.;
3 определять, назначать (τὸν γάμον Her.);
4 med. разрешать, выяснять (λόγῳ τὰ πάντα Plat.);
5 юр. решать (τήνδε δίκην Aesch.).

Greek Monolingual

(AM κυρῶ, κυρόω)
1. καθιστώ κάτι έγκυρο, δίνω σε κάτι κύρος, επικυρώνω (α. «ο νόμος πρέπει να κυρωθεί από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας» β. «ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῦτα διελύθη», Θουκ.
γ. «ἐκεκύρωτο ὁ γάμος Κλεισθένεϊ», Ηρόδ.)
2. επιβεβαιώνω, πιστοποιώ, διαβεβαιώνω («δόμοις ἐμοῖσι τήνδ' ἐκύρωσας φάτιν», Αισχύλ.)
μσν.
αποφασίζω
αρχ.
1. (σχετικά με επιχειρήματα ή διδασκαλίες) υποστηρίζω
2. παρέχω κάτι σε κάποιον με θέρμη («παρακαλῶ ὑμᾱς κυρῶσαι εἰς αὐτὸν ἀγάπην», ΚΔ)
3. υποστηρίζω
4. μέσ. κυροῦμαι, -όομαι
εκπληρώνω τους σκοπούς μου
5. παθ. α) (σε πλειοδοσία) κατακυρώνομαι
β) προσδιορίζομαι («ποῖ κεκύρωται τέλος;», Αισχύλ.)
γ) αποφασίζομαι («ἐκυρώθη... τηρηθῆναι τὸν νόμον», Αριστοτ.)
6. (η μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) ὁ κυρωθείς
ο πλειοδότης στον οποίο κατακυρώνεται αυτό που έχει τεθεί σε δημοπρασία
7. φρ. «κυρῶ δίκην» — εκδίδω απόφαση για δίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυρῶ πιθ. < κῦρος, ενώ δεν αποκλείεται η παραγωγή του απευθείας από το θ. κυρ- του κύρ-ιος (πρβλ. ἀνδρ-ωθῆναι: ἀνήρ). Ως β' συνθετικό απαντά στις εξής λ: ακυρώ, επικυρώ, κατακυρώ, προσκυρώ
αρχ.
αποκυρώ, διακυρώ, εξαγκυρώ, παρακυρώ, συγκυρώ, συνεπικυρώ, υποκυρώ
νεοελλ.
προσεπικυρώ / -ώνω].

English (Strong)

from the same as κύριος; to make authoritative, i.e. ratify: confirm.

English (Thayer)

κύρω: 1st aorist infinitive κυρῶσαι; perfect passive participle κεκυρωμενος; (κῦρος the head, that which is supreme, power, influence, authority); from Aeschylus and Herodotus down; to make valid; to confirm publicly or solemnly, to ratify: διαθήκην, passive ἀγάπην εἰς τινα, to make a public decision that love be shown to a transgressor by granting him pardon, προκυρόω.)

Greek Monotonic

κῡρόω: μέλ. -ώσω,
1. επικυρώνω, επιβεβαιώνω, εγκρίνω, καθορίζω, Λατ. ratum facere, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. — Μέσ., εκτελώ τους σκοπούς μου, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι εγκεκριμένος, σε Ηρόδ., Αττ.· γενικά, κεκύρωται τέλος, το τέλος έχει ορισθεί ή αποφασισθεί, σε Αισχύλ.· πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγάς, πριν εκτελεσθούν, σε Ευρ.· απρόσ. με απαρ., ἐκεκύρωτο συμβάλλειν, αποφασίστηκε να πολεμήσει, σε Ηρόδ.· ἐκυρώθη ναυμαχέειν, στον ίδ.
2. κ. δίκην, αποφαίνομαι, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κῡρόω: (κῦρος) κάμνω τι ἔγκυρον, ἰσχῦον, ἐπιβεβαιῶ, ἐπικυρῶ, ἐκτελῶ, ὁρίζω, Λατ. ratum facere, δόμοις... τήνδ’ ἐκύρωσας φάτιν Αἰσχύλ. Πέρσ. 227· φάτις τῇδ’ ἐκύρωσεν τόδε αὐτόθι 521· ταῦτα Ἡρόδ. 6. 86, 2· τὸν γάμον αὐτόθι 126· ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῦτα διελύθη Θουκ. 8. 69· πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 369· τὴν μοῖραν Πλάτ. Πολ. 620Ε· τὴν γνώμην, τὸ δόγμα, τὴν ψῆφον Πολύβ. 1. 11, 1, κτλ. ― Μέσ., ἐκτελῶ τοὺς σκοπούς μου, λόγῳ κυροῦσθαι τὰ πάντα Πλάτ. Γοργ. 451C, D. ― Παθ., νομιμοποιοῦμαι, ὁρίζομαι κτλ., πρὶν κυρωθῆναι τό... πρῆγμα Ἡρόδ. 8. 56, πρβλ. Θουκ. 4. 125· τοὺς κυρωθέντας τῶν νόμων Ἀνδοκ. 11. 36, πρβλ. Δημ. 485. 13· τὸ ψήφισμα τὸ κυρωθὲν περὶ τούτων Συλλ. Ἐπιγρ. 1570a. 45, κ. ἀλλ., πρβλ. ἐπικυρόω· ― καθόλου, ποῖ κεκύρωται τέλος; εἰς ποῖον σημεῖον τὸ τέλος ἔχει ὁρισθῆ ἢ προσδιορισθῆ; Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 603, πρβλ. Χο. 874· πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγάς, πρὶν ἢ ἐκτελεσθῶσι, Εὐρ. Ἠλ. 1069· ― μετ’ ἀπαρ., ἐκεκύρωτο συμβάλλειν, εἶχεν ἀποφασισθῆ νὰ γείνῃ ἡ μάχη, Ἡρόδ. 6. 110, πρβλ. 130· ἐκυρώθη ναυμαχέειν ὁ αὐτ. 8. 56. 2) κ. δίκην, ἀποφασίζω αὐτήν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 581, 639. 3) μετ’ ἀπαρ., ἀποφασίζω ἢ ὁρίζω νά..., τηρηθῆναι τὸν νόμον Ἀριστ. Ἀποσπ. 551.

Middle Liddell

κῡρόω, fut. -ώσω [from κῦρος
1. to make valid, confirm, ratify, determine, Lat. ratum facere, Hdt., Aesch., etc.:—Mid. to accomplish one's end, Plat.:—Pass. to be ratified, Hdt., Attic:—generally, κεκύρωται τέλος the end hath been fixed or determined, Aesch.; πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγάς before it has been accomplished, Eur.:—impers. c. inf., ἐκεκύρωτο συμβάλλειν it had been decided to fight, Hdt.; ἐκυρώθη ναυμαχέειν Hdt.
2. κ. δίκην to decide it, Aesch.

Chinese

原文音譯:kurÒw 去羅哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:認可 相當於: (קוּם‎ / קָמָי‎ / תְּקֹומֵם‎)
字義溯源:批准,堅定不移,立定,堅示;源自(κύριος)=主,主宰);而 (κύριος)出自(κυριότης)X*=至高)。參讀 (βεβαιόω)同義字
出現次數:總共(2);林後(1);加(1)
譯字彙編
1) 所已立定的(1) 加3:15;
2) 堅示(1) 林後2:8

Lexicon Thucydideum

ratum facere, decernere, to confirm, decree, 8.69.1,
PASS. 4.125.1.

Translations

ratify

Belarusian: ратыфікаваць; Bulgarian: утвърждавам, ратифицирам; Cebuano: uyon; Chinese Mandarin: 批准; Czech: ratifikovat; Danish: ratificere; Dutch: bekrachtigen, ratificeren; Esperanto: ratifi; Finnish: vahvistaa, ratifioida; French: ratifier; German: bestätigen, ratifizieren; Ancient Greek: κυρόω, κυροῦν, ἐπικυρόω, ἐπικυροῦν; Hebrew: אשרר; Hungarian: ratifikál; Icelandic: staðfesta; Irish: daingnigh; Italian: ratificare; Japanese: 批准する; Latin: ratihabeo; Latvian: ratificēt; Manx: shickyree; Maori: whakamana, whakapūmau; Polish: ratyfikować, zatwierdzać, zatwierdzić; Portuguese: ratificar; Romanian: ratifica; Russian: ратифицировать, утверждать, утвердить, одобрять, одобрить; Spanish: ratificar; Swedish: ratificera, stadfästa, bekräfta; Thai: ให้สัตยาบัน; Turkish: onaylamak; Ukrainian: ратифікувати