Anonymous

παντοῖος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=α, ον :<br />de toute sorte, divers, varié ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> qui prend toute sorte de formes, qui emploie toute sorte de moyens : παντοῖοι ἐγένοντο δεόμενοι avec l'inf. HDT ils employèrent toutes les formes de prières possibles, ils supplièrent de toutes les manières possibles ; [[παντοῖος]] γενόμενος ὑπὲρ [[τοῦ]]… PLUT ayant employé tous les moyens possibles pour…;<br /><b>2</b> qui éprouve toute sorte de sentiments : παντοῖοι ὑπ’ εὐφροσύνης γενόμενοι LUC éprouvant par l'effet de la joie toute sorte de sentiments, ne sachant que devenir tant ils étaient joyeux.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]].
|btext=α, ον :<br />de toute sorte, divers, varié ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> qui prend toute sorte de formes, qui emploie toute sorte de moyens : παντοῖοι ἐγένοντο δεόμενοι avec l'inf. HDT ils employèrent toutes les formes de prières possibles, ils supplièrent de toutes les manières possibles ; [[παντοῖος]] γενόμενος ὑπὲρ [[τοῦ]]… PLUT ayant employé tous les moyens possibles pour…;<br /><b>2</b> qui éprouve toute sorte de sentiments : παντοῖοι ὑπ’ εὐφροσύνης γενόμενοι LUC éprouvant par l'effet de la joie toute sorte de sentiments, ne sachant que devenir tant ils étaient joyeux.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παντοῖος''': , -ον, παντὸς εἴδους, [[ποικίλος]], ἄνεμοι Ἰλ. Β. 397· δόλοι Χ. 268· [[τέχνη]] Ὀδ. Ζ. 234, Σοφ. Αἴ. 752· [[φιλότης]] Ὀδ. Π. 246, Σοφ. Ἠλ. 134· λῦπαι ὁ αὐτ. ἐν Ο.Τ. 915· ἀρετή, λόγοι Εὐρ. Μήδ. 845, Ἑκ. 840· παντοῖα ἐξυβρίσαι Ἡρόδ. 3. 126· πολλὰ καὶ π. λέγειν ὁ αὐτ. 9.90, κτλ. 2) παρὰ πεζογράφοις, ἐπὶ προσώπων, [[παντοῖος]] γίγνεται, λαμβάνει παντοειδεῖς μορφάς, δηλ. δοκιμάζει πᾶν [[μέσον]], κινεῖ πάντα λίθον, ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν δυσκολίαις καὶ κινδύνοις διατελούντων, Ἡρόδ. 9. 109· μετὰ μετοχ., παντοῖοι ἐγένοντο δεόμενοι ὁ αὐτ. 7. 10, 3· παντοίη ἐγίγνετο (ἐξυπ. δεομένη), μὴ ἀποδημῆσαι τὸν Πολυκράτεα ὁ αὐτ. 3. 124· π. ἦν δεδιὼς Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21. 2· π. γενόμενος [[ὑπὲρ]] τοῦ σῶσαι Πλουτ. Μάρ. 30· σπανίως ἐπὶ χαρᾶς, παντοῖοι ὑπ’ εὐφροσύνης γενόμενοι Λουκ. Δημώνακτ. [[βίος]] 6· π. ἦν ὑπὸ ἀπορίας ὁ αὐτ. [[ὑπὲρ]] τοῦ Πταίσματ. 1· οὕτω, πάντα γίγνεσθαι καὶ ἐν παντὶ [[εἶναι]], ἴδε πᾶς D. ΙΙ. 2, παντοδαπὸς 2. 3) οἵου [[δήποτε]] εἴδους, μὴ ὑποδεδεμένους παντοῖον [[ὑπόδημα]] = οὐδέν, Νεῖλ. 580C, ΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, κατὰ πολλοὺς καὶ διαφόρους τρόπους, ποικιλοτρόπως, Ἡρόδ. 7. 211, Πλάτ. Πολ. 559D, κτλ.
|elnltext=παντοῖος -α -ον [πᾶς] allerlei, veelsoortig:; πολλὰ καὶ παντοῖα vele dingen van allerlei aard Hdt. 9.90.2; van pers. allerlei gedaanten aannemend;: θεοὶ... παντοῖοι τελέθοντες de goden die allerlei gedaanten aannemen Od. 17.486; overdr.:; παντοῖοι ἐγένοντο zij lieten niets onbeproefd Hdt. 7.10γ.1; παντοίη ἐγίνετο μὴ ἀποδημῆσαι τὸν Πολυκράτεα zij deed er alles aan om te verhinderen dat Polycrates het land uit zou gaan Hdt. 3.124.2; παντοίους δὲ ὑπ’ εὐφροσύνης γενομένους in alle staten van vreugde Luc. 9.6; adv. παντοίως op allerlei manieren:. π. ἔχειν van verschillende aard zijn Plat. Resp. 559d.
}}
{{elru
|elrutext='''παντοῖος:''' [[всяческий]], [[всевозможный]], [[разнообразнейший]], [[различный]] ([[τέχνη]], ἄνεμοι, δόλοι Hom.; λῦπαι Soph.; λόγοι Eur.): πολλὰ καὶ παντοῖα λέγειν Her. долго и всесторонне обсуждать; [[Ξέρξης]] π. ἐγίνετο οὐ βουλόμενος [[δοῦναι]] Her. Ксеркс придумывал разнообразнейшие предлоги, не желая отдать (плащ); παντοῖοι ἐγένοντο [[Σκύθαι]] δεόμενοι Ἰώνων λῦσαι τὸν πόρον Her. скифы всячески убеждали ионян уничтожить мост; παντοῖοι ὑπ᾽ εὐφροσύνης γενόμενοι Luc. будучи вне себя от восторга.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''παντοῖος:''' -α, -ον ([[πᾶς]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> από όλα τα είδη ή γένη, [[πολυμερής]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[παντοῖος]] γίγνεται, παίρνει όλα τα σχήματα, δηλ. δοκιμάζει [[κάθε]] [[αλλαγή]], «γυρίζει [[κάθε]] [[πέτρα]]», σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ως</i>, με όλα τα είδη των τρόπων, στον ίδ., Πλάτ.
|lsmtext='''παντοῖος:''' -α, -ον ([[πᾶς]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> από όλα τα είδη ή γένη, [[πολυμερής]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[παντοῖος]] γίγνεται, παίρνει όλα τα σχήματα, δηλ. δοκιμάζει [[κάθε]] [[αλλαγή]], «γυρίζει [[κάθε]] [[πέτρα]]», σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ως</i>, με όλα τα είδη των τρόπων, στον ίδ., Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παντοῖος:''' [[всяческий]], [[всевозможный]], [[разнообразнейший]], [[различный]] ([[τέχνη]], ἄνεμοι, δόλοι Hom.; λῦπαι Soph.; λόγοι Eur.): πολλὰ καὶ παντοῖα λέγειν Her. долго и всесторонне обсуждать; [[Ξέρξης]] π. ἐγίνετο οὐ βουλόμενος [[δοῦναι]] Her. Ксеркс придумывал разнообразнейшие предлоги, не желая отдать (плащ); παντοῖοι ἐγένοντο [[Σκύθαι]] δεόμενοι Ἰώνων λῦσαι τὸν πόρον Her. скифы всячески убеждали ионян уничтожить мост; παντοῖοι ὑπ᾽ εὐφροσύνης γενόμενοι Luc. будучи вне себя от восторга.
|lstext='''παντοῖος''': -α, -ον, παντὸς εἴδους, [[ποικίλος]], ἄνεμοι Ἰλ. Β. 397· δόλοι Χ. 268· [[τέχνη]] Ὀδ. Ζ. 234, Σοφ. Αἴ. 752· [[φιλότης]] Ὀδ. Π. 246, Σοφ. Ἠλ. 134· λῦπαι ὁ αὐτ. ἐν Ο.Τ. 915· ἀρετή, λόγοι Εὐρ. Μήδ. 845, Ἑκ. 840· παντοῖα ἐξυβρίσαι Ἡρόδ. 3. 126· πολλὰ καὶ π. λέγειν ὁ αὐτ. 9.90, κτλ. 2) παρὰ πεζογράφοις, ἐπὶ προσώπων, [[παντοῖος]] γίγνεται, λαμβάνει παντοειδεῖς μορφάς, δηλ. δοκιμάζει πᾶν [[μέσον]], κινεῖ πάντα λίθον, ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν δυσκολίαις καὶ κινδύνοις διατελούντων, Ἡρόδ. 9. 109· μετὰ μετοχ., παντοῖοι ἐγένοντο δεόμενοι ὁ αὐτ. 7. 10, 3· παντοίη ἐγίγνετο (ἐξυπ. δεομένη), μὴ ἀποδημῆσαι τὸν Πολυκράτεα ὁ αὐτ. 3. 124· π. ἦν δεδιὼς Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21. 2· π. γενόμενος [[ὑπὲρ]] τοῦ σῶσαι Πλουτ. Μάρ. 30· σπανίως ἐπὶ χαρᾶς, παντοῖοι ὑπ’ εὐφροσύνης γενόμενοι Λουκ. Δημώνακτ. [[βίος]] 6· π. ἦν ὑπὸ ἀπορίας ὁ αὐτ. [[ὑπὲρ]] τοῦ Πταίσματ. 1· οὕτω, πάντα γίγνεσθαι καὶ ἐν παντὶ [[εἶναι]], ἴδε πᾶς D. ΙΙ. 2, παντοδαπὸς 2. 3) οἵου [[δήποτε]] εἴδους, μὴ ὑποδεδεμένους παντοῖον [[ὑπόδημα]] = οὐδέν, Νεῖλ. 580C, ΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, κατὰ πολλοὺς καὶ διαφόρους τρόπους, ποικιλοτρόπως, Ἡρόδ. 7. 211, Πλάτ. Πολ. 559D, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=παντοῖος -α -ον [πᾶς] allerlei, veelsoortig:; πολλὰ καὶ παντοῖα vele dingen van allerlei aard Hdt. 9.90.2; van pers. allerlei gedaanten aannemend;: θεοὶ... παντοῖοι τελέθοντες de goden die allerlei gedaanten aannemen Od. 17.486; overdr.:; παντοῖοι ἐγένοντο zij lieten niets onbeproefd Hdt. 7.10γ.1; παντοίη ἐγίνετο μὴ ἀποδημῆσαι τὸν Πολυκράτεα zij deed er alles aan om te verhinderen dat Polycrates het land uit zou gaan Hdt. 3.124.2; παντοίους δὲ ὑπ’ εὐφροσύνης γενομένους in alle staten van vreugde Luc. 9.6; adv. παντοίως op allerlei manieren:. π. ἔχειν van verschillende aard zijn Plat. Resp. 559d.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj